Η τρόικα πρέπει να καταλάβει ότι η ελληνική κοινωνία έχει φτάσει στα όρια της ανοχής της. Την απλή αυτή προειδοποίηση απηύθυνε ο κ. Φώτης Κουβέλης προς τους εταίρους μας, εκφράζοντας χωρίς αμφιβολία τα αισθήματα της συντριπτικής πλειονότητας του ελληνικού λαού αλλά και μεγάλου μέρους του κυβερνητικού συνασπισμού. Το πραγματικό ερώτημα, ωστόσο, είναι τι κάνουμε αν η τρόικα δεν θέλει να καταλάβει.
Γιατί βέβαια η διακοπή των διαπραγματεύσεων δείχνει ακριβώς αυτό. Οτι δηλαδή, παρά την κατανόηση υποτίθεται για το ζήτημα της ύφεσης, οι Ευρωπαίοι αυτήν τη στιγμή δεν είναι διατεθειμένοι να υποσχεθούν τα επιπλέον χρήματα που θα συνεπαγόταν μια χαλάρωση του προγράμματος. Τι κάνουμε λοιπόν;
Διαπραγματευόμαστε πιο σκληρά, είναι η απάντηση που δίνουν πολλοί – και όχι μόνο οι «αντιμνημονιακοί». Εδώ βέβαια ο κ. Θόδωρος Πάγκαλος θα απαντούσε ότι διαπραγματεύεσαι όταν γίνεται ένα πάρε-δώσε. Στην προκειμένη περίπτωση δεν δίνουμε τίποτα, απλώς ζητάμε περισσότερα χρήματα. Και οι Ευρωπαίοι δεν θα είχαν καμιά δυσκολία να αναβάλουν τις αποφάσεις έως ότου τελειώσουν τα χρήματά μας.
Είναι, όμως, πράγματι αυτό το πρόβλημα – το πώς διαπραγματευόμαστε δηλαδή; Ή το ότι τρία χρόνια μετά το Μνημόνιο αρνούμαστε να πάρουμε τα μέτρα εκείνα που θα μας επιτρέψουν πραγματικά να σταθούμε στα πόδια μας και να γίνουμε κύριοι του προγράμματος σταθεροποίησης;
Γιατί, μεταξύ μας, είτε τα ζητάς χωρίς φανφάρες, όπως η κυβέρνηση, είτε τα ζητάς με «τσαμπουκά» όπως λέει ότι θα έκανε ο κ. Τσίπρας -ο οποίος, όμως, αναγνωρίζει την ανάγκη χρηματοδότησης-, σε τελευταία ανάλυση ένα και το αυτό είναι: ζητάς.
Εχουμε, λοιπόν, φτάσει στα όρια της ανοχής μας; Δυστυχώς όχι. Αντιθέτως, ακόμα και αυτήν την περίοδο δίνουμε διαρκώς μάχες οπισθοφυλακών για να διατηρήσουν ορισμένοι τα προνόμιά τους σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος.
Ο κ. Ηλίας Μόσιαλος έδωσε προχθές ένα πολύ ενδιαφέρον παράδειγμα. Κλαίμε και οδυρόμαστε για τη συρρίκνωση της φαρμακευτικής δαπάνης και κάθε τόσο βλέπουμε και κάποιον στα παράθυρα να υποστηρίζει ότι πεθαίνουν ασθενείς από τις ελλείψεις. Μετά τις περικοπές, ωστόσο, η φαρμακευτική μας δαπάνη είναι ίδια -ναι, ίδια- με τη δαπάνη του Βελγίου. Το οποίο, μάλιστα, καταφέρνει από το ποσό αυτό -που πλησιάζει τα 3 δισ.- να εξοικονομεί και 800 εκατ. για έρευνα! Είτε οι Βέλγοι είναι πολύ πιο υγιείς είτε συνεχίζουμε να κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας.
Αλλά και στην Παιδεία. Το υπουργείο πρότεινε αύξηση των ωρών διδασκαλίας για τους καθηγητές ώστε να καλυφθούν τα κενά, προκαλώντας αποπληξία στην ΟΛΜΕ. Σε μια δειγματοληπτική έρευνα ωστόσο που έγινε σε 8 Λύκεια, αποκαλύφθηκε ότι οι μισοί καθηγητές δεν τηρούν ούτε καν τα προβλεπόμενα ωράρια. Με την ανοχή δε των υπευθύνων, σχηματίζονται τμήματα χωρίς τον προβλεπόμενο αριθμό μαθητών μόνο και μόνο για να δημιουργηθούν τεχνητές ανάγκες καθηγητών. Κατά τα άλλα παριστάνουμε τους προοδευτικούς.
Για να μην πάμε στο σχέδιο «Αθηνά». Το οποίο, είμαι βέβαιος, θα έχει μύριες όσες αδυναμίες. Ποια μεταρρύθμιση δεν έχει προβλήματα; Οι αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών ωστόσο, τις οποίες έχουν ασπαστεί διακομματικά οι βουλευτές μας, δεν μπορεί να είναι κριτήριο ακαδημαϊκού προγραμματισμού. Κι αυτό, φυσικά, αφορά και την ηγεσία του υπουργείου.
Το πιο ωραίο, πάντως, το είπε ένας βουλευτής της αντιπολίτευσης. Να προχωρήσουν οι ενοποιήσεις, εξήγησε, όμως όχι τώρα που ο κόσμος πιέζεται! Αντί δηλαδή να κάνουμε, όπου μπορούμε, τις σχετικά ανώδυνες οικονομίες, να κόβουμε πάλι μισθούς και συντάξεις και να λέμε ότι εξαντλήσαμε τα όρια ανοχής μας!