Οι μεταρρυθμίσεις θα γίνουν διότι τις χρειάζεται και τις θέλει η ελληνική κοινωνία
Ως γνωστόν, ο νέος νόμος για τα Πανεπιστήμια επεχείρησε να εισαγάγει μία σειρά μεταρρυθμίσεων ώστε να πάψουν τα ελληνικά ΑΕΙ να αποτελούν – διεθνής εξαίρεση – χώρους αυτοδιοικούμενης συναλλαγής και ασυδοσίας. Οκτώ μήνες μετά την ψήφισή του τίποτε από αυτά δεν έχει προχωρήσει. Γιατί; Διότι πολλές από αυτές τις ρυθμίσεις προϋποθέτουν την υιοθέτηση ενός εσωτερικού κανονισμού για τα Ιδρύματα, η έγκριση του οποίου προϋποθέτει την εκλογή των πρώτων Συμβουλίων. Ως γνωστόν η εκλογή αυτών των Συμβουλίων παρεμποδίστηκε από θλιβερές μειοψηφίες φοιτητών και καθηγητών υπό την ανοχή (τουλάχιστον) σχεδόν όλων των Πρυτανικών Αρχών οι οποίες αντιτάχθηκαν με σφοδρότητα και ακραία συντεχνιακό πνεύμα στην εφαρμογή του νόμου.
Υποστηρίχθηκε τις μέρες αυτές από τον υπουργό Παιδείας ότι «η Πολιτεία δεν μπορεί να εκβιάζει τα Πανεπιστήμια και να τα απειλεί, για να εφαρμοστεί ένας νόμος». Δεν καταλαβαίνω πού βρίσκεται ο εκβιασμός. Τα Πανεπιστήμια οφείλουν να εφαρμόζουν τους νόμους που ψηφίζει γι’ αυτά η ελληνική Βουλή. Δεν αποτελούν αυτόνομο κράτος εντός της ελληνικής επικράτειας. Η Πολιτεία στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν εκβιάζει, αμύνεται.
Διαβάζω επίσης ότι ο υπουργός Παιδείας σε συνεντεύξεις του είπε ότι για την αποτυχία στην εφαρμογή του νόμου δεν φταίνε οι πρυτάνεις, αφού δεν εξουσιοδοτήθηκαν εκείνοι γι’ αυτό, αλλά κάποιοι που ορίστηκαν απ’ έξω να μετέχουν στις εφορευτικές επιτροπές που δημιουργήθηκαν. Η δήλωση αυτή δεν λέει με σαφήνεια πώς έχουν τα πράγματα. Ο νόμος αναθέτει στους πρυτάνεις να υπογράψουν τη διαπιστωτική πράξη για τη συγκρότηση των εφορευτικών επιτροπών που θα διεξαγάγουν τις εκλογές. Οι περισσότεροι πρυτάνεις, επειδή αντιτίθενται στον νόμο, αρνήθηκαν να το πράξουν και ενεργοποιήθηκε πρόβλεψη του ίδιου του νόμου που αναθέτει στον υπουργό Παιδείας να εκδώσει αυτός τη διαπιστωτική πράξη συγκρότησης των επιτροπών. Ο υπουργός Παιδείας δεν ορίζει αυθαίρετα τα μέλη των εφορευτικών επιτροπών αλλά είναι υποχρεωμένος να κάνει ό,τι θα έκανε και ο πρύτανης εάν εφάρμοζε τον νόμο: να ορίσει ως μέλη πρώην εκλεγμένους πρυτάνεις και αντιπρυτάνεις και, σε περίπτωση που αυτοί αρνηθούν, τους αρχαιότερους των καθηγητών του Ιδρύματος. Ο κ. Μπαμπινιώτης θα πρέπει να το γνωρίζει αυτό αφού, παρότι πρώην πρύτανης, αρνήθηκε να μετάσχει στην εφορευτική επιτροπή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Θυμίζω επίσης ότι, παγίως, τις εκλογές για τις Αρχές διοίκησης των ΑΕΙ διεξάγουν, όχι οι πρυτάνεις, αλλά εφορευτικές επιτροπές οι οποίες διορίζονται από τα Πρυτανικά Συμβούλια. Ποτέ δεν δημιουργήθηκε πρόβλημα διότι προφανώς ποτέ δεν ετέθη θέμα αντίθεσης στη διαδικασία. Σήμερα υπάρχει πρόβλημα διότι υπάρχει η αντίθεση στον νόμο. Αυτός είναι ο λόγος που ο νόμος δεν εφαρμόζεται και όχι γιατί έχει δήθεν προβλήματα εφαρμογής. Ορισμένοι, πολύ λίγοι, αρνούνται να τον εφαρμόσουν, ή δεν δέχονται να εφαρμοστεί, παραβιάζοντας τον νόμο, παραβιάζοντας τα δικαιώματα των υπολοίπων μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας, προκαταλαμβάνοντας αυθαιρέτως την απόφαση του ΣτΕ στο οποίο οι ίδιοι προσέφυγαν και αδιαφορώντας για το δημόσιο συμφέρον και το συμφέρον των φοιτητών. Δεν πρόκειται περί πολιτικής ανυπακοής διότι οι ακαδημαϊκοί τουλάχιστον θα πρέπει να γνωρίζουν ότι ουσιώδες στοιχείο της πολιτικής ανυπακοής είναι να δέχεσαι τις συνέπειες της ανυπακοής σου. Οταν δεν τις δέχεσαι δεν προβαίνεις σε ανυπακοή αλλά κάνεις επανάσταση. Και επανάσταση για τα Συμβούλια των ΑΕΙ το βρίσκω λίγο ακραίο.
Υποστηρίζει ακόμη ο υπουργός ότι, με τον τρόπο που προτείνει, θα είναι οι πρυτάνεις πλέον υπόλογοι για την εφαρμογή του νόμου. Αν είναι έτσι, γιατί οι πρυτάνεις που αντιτίθενται στον νόμο έσπευσαν να πανηγυρίσουν και να συνταχθούν με τις προτάσεις του υπουργού; Θέλουν να είναι υπόλογοι για την εφαρμογή ενός νόμου που οι ίδιοι πολεμούν;
Ποιο είναι το συμπέρασμα από όλα αυτά; Οτι για άλλη μια φορά, η μεγάλη πλειονότητα, μέσα στα Πανεπιστήμια και εκτός, που ασφυκτιά στο σημερινό περιβάλλον παρακμής και θέλει αλλαγές για να προκόψει η χώρα, βρίσκεται όμηρος συντεχνιών, ιδεολογικών αγκυλώσεων και μικροκομματικών υπολογισμών (αν και αυτή τη φορά τα δύο μεγάλα κόμματα φαίνεται ότι, παρά τις παλαιές τους αμαρτίες, αναγνωρίζουν το πρόβλημα. Τα μικρά, ιδίως της Αριστεράς, είτε φωνασκούν είτε έχουν πάθει αφωνία). Ας ελπίσουμε ότι η αναμόρφωση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και έρευνας που τόσο έχουν ανάγκη η ελληνική οικογένεια, η νεολαία και η χώρα, σύντομα θα δρομολογηθεί για να συναντήσει, μήπως και κάποτε τις προλάβει, τις διεθνείς εξελίξεις. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι οι σημερινές αντιδράσεις δεν είναι παρά μάχες οπισθοφυλακής. Η κοινωνία δεν γυρίζει πίσω.
Η Βάσω Κιντή είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών