Υπάρχουν κάποια δημοσιεύματα που αναφέρουν πως με την επιλογή Παναρίτη, για τη θέση της εκπροσώπου της χώρας στο ΔΝΤ, υπάρχει δυσφορία όχι μόνο στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ αλλά ακόμα και στο Μαξίμου. Όπου Μαξίμου εννοούν τον πρωθυπουργό. Αν ισχύει αυτό, η ερμηνεία είναι πως είτε δεν ρωτάνε (στην προκειμένη περίπτωση ο Βαρουφάκης) τον πρωθυπουργό για μια τόσο σημαντική πολιτική επιλογή, είτε τον ρωτάνε αλλά η άποψή του δεν λαμβάνεται υπ’ όψη. Και τα δύο, είναι εξίσου ανησυχητικά.
Βέβαια, υπάρχει και ένα δεύτερο ενδεχόμενο, το οποίο εφαρμόζουν συχνά οι εξουσίες στη χώρα μας. Ο πρωθυπουργός να είχε υπ’ όψη του τη συγκεκριμένη επιλογή, να μην έφερε αντιρρήσεις, αλλά μετά τις αντιδράσεις για την τοποθέτηση της κ. Παναρίτη να παριστάνει ότι δεν ήξερε, δεν άκουσε, δεν είδε. Σίγουρα, δεν είναι μια καλή εκδοχή και αυτή.
Ιδιαίτερα όταν ο κ.Τσίπρας είχε χαρακτηρίσει από το βήμα της Βουλής την κ. Παναρίτη ως «εξειδικευμένη στα μεγάλα deals ξεπουλήματος δημόσιας περιουσίας». Αυτός τα έλεγε.
Η τοποθέτηση Παναρίτη συμπίπτει χρονικά με μια δεύτερη, αυτή του Π. Ρουμελιώτη στη θέση του προέδρου του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών. Δεν ξέρω τι σχέση μπορεί να έχει ο συγκεκριμένος με το αντικείμενο της θέσης, αλλά και να έχει, μάλλον τίποτα δεν δικαιολογεί μια τέτοια επιλογή αφού εκτός των άλλων το παρελθόν του έχει κάποιες σκιές. Μια από αυτές, ότι επρόκειτο να καθήσει στο εδώλιο για το σκάνδαλο Κοσκωτά αλλά φρόντισε ο Α. Παπανδρέου να τον στείλει στην Ευρωβουλή να καλυφθεί πίσω από την ασυλία της και ν’ αποφύγει την παραπομπή.
Τα δύο παραδείγματα είναι ενδεικτικά όχι μόνο των ανεξήγητων(;) επιλογών της σημερινής κυβέρνησης, αλλά και της ικανότητας κάποιων ανθρώπων να επιβιώνουν σε πολλές και εντελώς διαφορετικές καταστάσεις. Η κ. Παναρίτη. για παράδειγμα, δεν ήταν μόνο επιλογή της κυβέρνησης Γιώργου Παπανδρέου ο οποίος την έφερε από το πουθενά και την τοποθέτησε στη δεύτερη θέση του ψηφοδελτίου Επικρατείας, δεν ήταν μόνο γνωστή για τις αταίριαστες με τον ΣΥΡΙΖΑ φιλελεύθερες απόψεις της, αλλά κάποια στιγμή, όταν το ΠΑΣΟΚ είχε πάρει την κατιούσα, άρχισε να θαυμάζει και τον Σαμαρά. «Ο κ. Σαμαράς μου κάνει πολύ θετική εντύπωση», έλεγε. Προφανώς, καλή εντύπωση στη συνέχεια της έκανε και ο Τσίπρας και τα πολιτικά αισθήματα ήταν αμοιβαία.
Οι δύο αυτές περιπτώσεις δεν είναι οι μοναδικές ανθρώπων που έχουν τη μεγάλη ικανότητα να διατηρούν οφίτσια και καλή μεταχείριση από κυβερνήσεις που εναλλάσσονται, καταλαμβάνοντας πολιτικές θέσεις. Ενώ για τις θέσεις αυτές μπορούν σχετικά εύκολα να βρεθούν τουλάχιστον ανάλογης ικανότητας άνθρωποι χωρίς παρελθόν ταύτισης με εξουσίες και κόμματα, αλλά απλά με ένα γερό βιογραφικό.
Γνωρίζω, δυστυχώς, και πολλούς συναδέλφους μου με ανάλογες συμπεριφορές. Αντί να βρίσκονται ως οφείλουν απέναντι στις εξουσίες (γιατί αυτό επιτάσσει ο ρόλος τους), ερωτοτροπούν με αυτές και περνάνε από την αγκαλιά της μιας στην αγκαλιά της άλλης. Ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα, το φαινόμενο έχει ενταθεί με ανθρώπους που είχαν ταυτιστεί κατά βάση με το ΠΑΣΟΚ και είδαν το «φως» τους στον ΣΥΡΙΖΑ. Μερικοί μάλιστα το κάνουν τόσο άτσαλα που εκτίθενται, κάτι το οποίο όπως φαίνεται δεν τους απασχολεί ιδιαίτερα.
Εν κατακλείδι, μπορεί η Παναρίτη -που αποτελεί μια εξόφθαλμη περίπτωση- να έχει όλες τις ικανότητες για τη θέση στην οποία τοποθετήθηκε, όμως είμαι σίγουρος πως υπήρχαν ανάλογων προσόντων άνθρωποι που όμως δεν είχαν τη δική της ικανότητα. Αυτή που προαναφέραμε, να ταιριάζει με τόσες πολλές και διαφορετικές πολιτικές επιλογές…