«Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια και με τους φίλους τους παλιούς», κατά τον Σαββόπουλο. Το πολιτικό χρήμα, στην εκδοχή του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, έχει τις εμβληματικές του φυσιογνωμίες: στην Ιταλία τον Μπετίνο Κράξι, στα μέρη μας τον Ακη Τσοχατζόπουλο. Υπεράκτιες εταιρείες, εκατομμύρια που ταξιδεύουν από λογαριασμό σε λογαριασμό, ακίνητα που ξεφυτρώνουν από το πουθενά. Κοινοβουλευτικές επιτροπές με άγονα πορίσματα, παραγραφές, γερμανοί εισαγγελείς, ανακρίσεις, μια δικογραφία επικών διαστάσεων που φτάνει τις 10.000 σελίδες και στο τέλος η σύλληψη. Μεγάλη Παρασκευή ήταν, ακούστηκαν τα μη εξαιρετέα περί Γολγοθά, όμως το ύφος αφήνει τον άνθρωπο τελευταίο. Το ύφος είναι ο άνθρωπος. Το πουκάμισο ανοιχτό, τα φρύδια μαζεμένα προς την κορυφή της μύτης για να τονίσει την ένταση του βλέμματος και η φωνή πομπώδης, βαρύγδουπη, όπως τότε που υποσχόταν την αλλαγή. Και η φωνή που μιλάει για προεκλογικά τεχνάσματα, για εξιλαστήρια θύματα κ.λπ. Μπορεί. Το ίδιο ύφος είχε όταν κάποτε είχε ντυθεί πιλότος πολεμικού αεροσκάφους, έτσι τον φαντάζεσαι να μπαίνει στο Four Seasons στο Παρίσι, με τον ίδιο στόμφο είπε σε τηλεοπτική συνέντευξη πως κάποιος του έβαλε στον λογαριασμό του κάτι εκατομμύρια δραχμές, αλλά επειδή το ποσό ήταν αμελητέο δεν έδωσε σημασία. Ενοχος ή αθώος, αυτό θα φανεί.
Προς το παρόν εκείνο που βαραίνει περισσότερο είναι η απορία. Οχι για τα εκατομμύρια που κυκλοφορούσαν με το «καλημέρα». Αυτά τα συνηθίσαμε πια. Κυκλοφορούν και στις καλύτερες οικογένειες. Απορείς για την αμεριμνησία, για την άνεση, για την μπαρόκ επιδειξιομανία. Τα εκατομμύρια, αντί να γίνουν φυτείες καφέ στην Κεντρική Αφρική για να μην τα πάρει είδηση κανείς, έγιναν ακίνητο στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, μπας και διαλάθουν την προσοχή των πάσης φύσεως θαυμαστών. Αξιοθαύμαστη η άνεση. Να την αποδώσουμε στην αυτοπεποίθηση της ατιμωρησίας; Ώς ένα σημείο, διότι σε μια κοινωνία που είχε αναγορεύσει σε κυρίαρχη ιδεολογία το «πρώτο τραπέζι πίστα» δεν φτάνει το αίσθημα της ατιμωρησίας για να εξηγήσει το μπαρόκ της πασαρέλας του πλούτου. Διότι δεν σου φτάνει να έχεις εσύ το «πρώτο τραπέζι πίστα», πρέπει να καταλάβουν και όλοι οι υπόλοιποι πως εσύ τα κατάφερες, ενώ όλοι οι υπόλοιποι είναι καταδικασμένοι να βράζουν στο καζάνι των κομπάρσων της ζωής ετούτης. Είναι ζήτημα κοινωνικού ήθους. Κι αυτό που πληρώνει σήμερα ο Ακης Τσοχατζόπουλος είναι το ύφος του κοινωνικού του ήθους. Το πόθεν έσχες τού «εγώ έπιασα την καλή και δεν με νοιάζει τι θα πείτε». Η ιστορία της τελευταίας εικοσαετίας, πανάρχαιη, γραμμένη στο DNA μιας κοινωνίας που πάντα έπαιζε με τον πειρασμό να υπερβεί την αιδώ και τη δίκη που της έδωσε ο Δίας κάποτε για να σταθεί στα πόδια της.
Ημασταν όλοι έτσι; Σίγουρα όχι. Ούτε η πολιτική τάξη ήταν όλη έτσι. Ομως κι εδώ το ζήτημα είναι ποιος δίνει τον τόνο. Είναι θέμα ύφους.