Λίγες ημέρες πριν από το Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ η υπόθεση της ανασύνταξης και της ανασύνθεσης της Κεντροαριστεράς επανήλθε στο προσκήνιο με πρωτοβουλία του προέδρου του, Βαγγέλη Βενιζέλου. Μεταφέρεται έτσι σε κεντρικό επίπεδο μια προσπάθεια που ξεκίνησε πριν από λίγους μήνες, από πρόσωπα, κινήσεις και κόμματα (ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ), ως αδήριτη πολιτική ανάγκη συνεννόησης ενός χώρου που στα ιστορικά χαμηλότερα εκλογικά ποσοστά κατέγραψε περίπου 18%.
Τα όσα συνέβησαν τα τελευταία 24ωρα είναι γνωστά: ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, με επιστολή του προς τον πρόεδρο της ΔΗΜΑΡ, απηύθυνε πρόσκληση διαλόγου «σε όλα τα επίπεδα» – «από την κορυφή μέχρι τις κομματικές οργανώσεις» – πριν, κατά, αλλά και μετά το Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ.
Η ΔΗΜΑΡ, με επιστολή του προέδρου της, απάντησε αρνητικά, αφήνοντας αιχμές για «επικοινωνιακούς χειρισμούς» ενόψει Συνεδρίου, αφού όμως προηγουμένως είχε αποσύρει τη δική της στήριξη στο φόρουμ για την Κεντροαριστερά που είχε συγκροτηθεί σε χαμηλότερο πολιτικά επίπεδο.
Προκειμένου να μη «σκοτώσουμε» το αγέννητο παιδί, ας αποφύγουμε για την ώρα, στο επίπεδο του δημόσιου διαλόγου, τη «δίκη προθέσεων» του ενός ή του άλλου.
Ας προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε την υπόθεση αυτήν με νηφαλιότητα και με αίσθημα μιας ορισμένης ιστορικής ευθύνης απέναντι σε μια χώρα που δοκιμάζεται σκληρά κι ένα πολιτικό σύστημα που αναζητεί απεγνωσμένα την αξιοπιστία του. Η Κεντροαριστερά που αναζητούμε να οργανώσουμε – αφού συζητήσουμε μεταξύ μας ειλικρινά και εξαντλητικά όσον καιρό χρειαστεί – χρειάζεται όχι ως απάντηση στα πολιτικά, δημοσκοπικά, ακόμη και υπαρξιακά προβλήματα και αδιέξοδα αυτών που τη συγκροτούν, αλλά ως παραγωγός ιδεών και λύσεων στα τεράστια προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η ελληνική κοινωνία.
Εάν η Κεντροαριστερά μάς ενδιαφέρει «για τους άλλους» – για τους πολίτες και τα προβλήματά τους και όχι για τα κόμματα και το προσωπικό τους – δεν χρειάζεται να συζητάμε ατέρμονα μεταξύ μας για το «πώς, ποιοι και πότε» και «με ποιανού πρωτοβουλία και πρωτοκαθεδρία» θα προχωρήσουμε. Για το «από πάνω ή από κάτω», για «χειρισμούς ή στρατηγικές».
Χρειάζεται μόνο να ΞΕΚΙΝΗΣΟΥΜΕ. Κρατώντας κατά νου και τις προσμονές/ προσδοκίες που, όπως έδειξαν οι σχετικές δημοσκοπήσεις, έχει από ένα τέτοιο εγχείρημα ένα σημαντικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας.
Ας το πάρουμε αλλιώς: στη σημερινή τρικομματική κυβέρνηση οι δύο από τους τρεις κυβερνητικούς εταίρους ανήκουν στον ευρύτερο χώρο της «Κεντροαριστεράς», της «Σοσιαλδημοκρατίας», του «δημοκρατικού σοσιαλισμού» – το πώς θα το ορίσουμε έχει μικρή σημασία.
Αυτός ο πολιτικός και κοινωνικός συσχετισμός δεν τους δίνει μόνο τη ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ αλλά και την ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να δημιουργήσουν προγραμματικές συγκλίσεις. Οχι με «συμφωνίες επί χάρτου» ούτε σε επίπεδο κορυφής. Αλλά στη χάραξη και στην άσκηση πολιτικής – στο πλαίσιο της κυβέρνησης συνεργασίας – σε συγκεκριμένα, νευραλγικής σημασίας, θέματα και τομείς που «ακουμπάνε» και «πονάνε» την ελληνική κοινωνία: ανεργία νέων, αντιμετώπιση φτώχειας, παραγωγική ανασυγκρότηση, φορολογική δικαιοσύνη, πολιτικό σύστημα, μεταναστευτικό κ.λπ., κ.λπ.
Ετσι, αντί «να διαμαρτύρονται εκ των υστέρων» για κάποιες από τις επιλογές και τις πολιτικές Σαμαρά, μπορούν «να ενεργούν εκ των προτέρων», φέρνοντας στο προσκήνιο τα αποτελέσματα μιας κεντροαριστερής ατζέντας που ανοίγει τον ορίζοντα μιας πιο αισιόδοξης προοπτικής για τη χώρα και τους πολίτες και αποδεικνύει ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ τη διαφορετικότητα του να είναι κανείς σοσιαλδημοκράτης/ σοσιαλιστής, αντί των ατέρμονων θεωρητικών συζητήσεων για την ανασυγκρότηση της Κεντροαριστεράς.
Με τον τρόπο αυτόν μπορούμε να δοκιμάσουμε στην πράξη και τις πραγματικά εναλλακτικές πολιτικές, αντί των «ισοδύναμων μέτρων» που διαψεύστηκαν με πάταγο…
Ας ξεκινήσουμε.