Οταν η χώρα βρίσκεται σε συνθήκες μιας πολυμερούς σύνθετης κρίσης, με επίκεντρο την οικονομία κι ένα κοινό νόμισμα που η ίδια δεν ελέγχει, οι «αβεβαιότητες» που δημιουργούνται, εν όψει μιας πιθανής κυβερνητικής αλλαγής με αριστερά χαρακτηριστικά, έχουν πολλές αφετηρίες και πηγές. Δεν τροφοδοτούνται μόνο από τον «φόβο της Αριστεράς», αλλά και από την «άλλη πλευρά», που μάχεται κατά της «πολιτικής αβεβαιότητας» με εκ προοιμίου φοβιστικά επιχειρήματα. Από τις ίδιες τις «αγορές», αλλά και από τη στάση των δανειστών σε ορισμένες περιπτώσεις.
Αλλο μια πολιτική αντιπαράθεση που στοχεύει με επιχειρήματα να πείσει τους ψηφοφόρους για το Α ή το Β και άλλο εάν ο «κεντρικός πυρήνας της» είναι να τους… τρομάξει! Σ’ αυτή την περίπτωση, μιλάμε για μια επικίνδυνη για τη χώρα «στρατηγική φόβου», καθώς τα «επιχειρήματα» γίνονται απειλές, περί πιστωτικών «γεγονότων», «Grexit» κ.λπ. Πρόκειται για τακτική υψηλού ρίσκου. Μεγαλύτερου από τα προσδοκώμενα μικροπολιτικά οφέλη, καθώς είναι ενδεχόμενο να έχουμε στο τέλος διαλύσει τον «ασθενή οικονομικό ιστό» της χώρας, πριν ακόμη φθάσουμε στις… εκλογές, και άνευ λόγου!
Δυστυχώς, κατά τα φαινόμενα, έχουμε «μπει σε κίνδυνο», πολύ πριν από τις… «επάρατες εκλογές». Τουλάχιστον, να αποφύγουμε μία «αυτοεκπληρούμενη προφητεία» καταστροφής. Απολύτως ασφαλής δρόμος δεν υπάρχει. Ο λιγότερο επικίνδυνος, πάντως, είναι ο «κανονικός». Ή βγαίνει Πρόεδρος της Δημοκρατίας ή οδηγούμεθα σε εκλογές, όπως προβλέπει το Σύνταγμα.
Το να εμφανίζονται οι εκλογές ως η «απόλυτη καταστροφή» για τη χώρα είναι όντως μία… πρωτότυπη αντίληψη για ένα δημοκρατικό πολίτευμα, ιδίως μάλιστα όταν αυτό γίνεται από ανθρώπους που πιστεύουν στη Δημοκρατία! Ο πρώτος γύρος της εκλογής Προέδρου «πάγωσε» τις κυβερνητικές προσδοκίες, γιατί το αποτέλεσμα ήταν κατώτερο του αναμενόμενου.
Δημιούργησε εσωτερικές αναταράξεις. Τόσο στο εσωτερικό της ΝΔ όσο και στις σχέσεις ΝΔ – ΠΑΣΟΚ. Εφερε στην επιφάνεια εκ νέου διάφορα «συναινετικά» ενδιάμεσα σενάρια, τα οποία, όταν είχαν πρωτοδιατυπωθεί, είχαν απορριφθεί από τον κυβερνητικό συνασπισμό.
Μπορεί να έχουν τύχη 10 ημέρες πριν από την τελική εκλογή; Δηλαδή, την τελευταία στιγμή και μετά το αποτέλεσμα των 160 ψήφων; Πολύ δύσκολο. Γιατί η «συναίνεση» οποιασδήποτε μορφής για να είναι σοβαρή και αποδοτική χρειάζεται αφενός «χρόνο ωρίμανσης», απ’ όλες τις πλευρές, και αφετέρου να μη βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη «κομματικές στρατηγικές», που είναι εξαιρετικά δύσκολο να ανακοπούν. Ο Σαμαράς, είναι προφανές, ότι δεν δέχεται ούτε κυβέρνηση «ειδικού σκοπού» ούτε «ημερομηνία εκλογών», που θα καταστήσει την πρωθυπουργία του «υπό προθεσμία».
Κάτι τέτοιο θα είχε ενδεχομένως -αν ερευνηθεί απ’ όλες τις πλευρές- τελικά αρνητικές συνέπειες, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, με κίνδυνο να ερμηνευθεί ως παράταση της «πολιτικής αβεβαιότητας». Επιπλέον, δεν αντιστοιχεί στη «μετωπική στρατηγική φόβου» που έχει επιλέξει έναντι του ΣΥΡΙΖΑ, ιδίως όταν κάποιες δημοσκοπήσεις δείχνουν μείωση της διαφοράς.
Από την άλλη πλευρά, «ενδιάμεσες λύσεις» ούτε τα κόμματα της αντιπολίτευσης θέλουν (ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝ.ΕΛ, ΔΗΜΑΡ, ΚΚΕ). Την ιδέα μιας ενδιάμεσης – συναινετικής λύσης προωθεί ένας κύκλος στελεχών της ΝΔ, που όμως το Μαξίμου την αντιλαμβάνεται ως κίνηση εναντίον του Σαμαρά και την απορρίπτει. Προβάλλεται, επίσης, από μια μερίδα ανεξάρτητων βουλευτών, που οι προϋποθέσεις που αρχικά τουλάχιστον είχαν θέσει για να ψηφίσουν Πρόεδρο δύσκολα μπορούν να γίνουν αποδεκτές, ακόμα και από συμπλέουσες απόψεις.
Και εσχάτως, από το ΠΑΣΟΚ, που η ηγεσία του από «σκληρή και μετωπική», εν όψει εκλογών, γίνεται «γλυκιά και συναινετική» παίρνοντας αποστάσεις από τη ΝΔ, καθώς η «μετωπική» Σαμαρά – Τσίπρα δεν διευκολύνει εκλογικά το ΠΑΣΟΚ, που συνυπολογίζει και τον… Γιώργο και την… επόμενη ημέρα. Ετσι όπως έχουν έρθει τα πράγματα, οι «καθαρές λύσεις» είναι το καλύτερο. Διαφορετικά, ο κίνδυνος να γίνουν τα πράγματα χειρότερα δεν είναι μικρός…