Λουλούδης και Παπαϊωάννου: δύο απώλειες για την Οικολογία

Κίμων Χατζημπίρος 28 Ιουλ 2014

Έφυγαν πρόωρα δύο σημαντικοί διανοούμενοι του οικολογικού χώρου, παλιοί συνεργάτες και φίλοι, τον Απρίλιο ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, τον Ιούλιο ο Λεωνίδας Λουλούδης. Προσωπικότητες πολύ διαφορετικές, αλλά με κοινά γνωρίσματα τη σοβαρότητα των επιστημονικών αναζητήσεων, μια ανυποχώρητη προσήλωση στην ανανέωση της Αριστεράς, ένα έντονο και γνήσιο ενδιαφέρον για τα περιβαλλοντικά ζητήματα και την οικολογική προβληματική. Η τόλμη στη διατύπωση καινοτόμων και συχνά αιρετικών απόψεων βασιζόταν σε βαθειά γνώση των ζητημάτων της ειδικότητάς τους αλλά και σε πολύχρονη ευρεία μελέτη της πολιτικής, κοινωνικής και φιλοσοφικής βιβλιογραφίας. Ο Δημήτρης, Χημικός Μηχανικός, ειδικός σε θέματα βιομηχανικής ρύπανσης, Καθηγητής στο Πάντειο, φυλακίστηκε τέσσερα χρόνια επί χούντας, περίοδο την οποία χρησιμοποίησε για να διευρύνει τις γνώσεις του σε πολλά επιστημονικά πεδία. Ο Λεωνίδας, Γεωπόνος, ειδικός σε θέματα αγροτικής πολιτικής και οικονομίας, Καθηγητής στο Γεωπονικό, ήταν από τα βασικά μέλη της ομάδας που διαμόρφωσε τον διάλογο ιδεών της Ανανεωτικής Αριστεράς.

Το 1984 εκδόθηκε το μηνιαίο περιοδικό «Νέα Οικολογία» που θεωρείται σταθμός στην πορεία του περιβαλλοντικού προβληματισμού, της Πολιτικής Οικολογίας και του οικολογικού κινήματος στην Ελλάδα. Αποτελούσε έκδοση της «Εταιρείας Οικολογίας και Ανάπτυξης», μιας αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας που ιδρύθηκε γι’ αυτό το σκοπό. Μέλη οι Ηλίας Ευθυμιόπουλος, Αλέκος Λασκαράτος, Λεωνίδας Λουλούδης, Μιχάλης Μοδινός, Δημήτρης Παπαϊωάννου και Κίμων Χατζημπίρος. Η πλούσια αρθρογραφία του περιοδικού ήταν σημείο αναφοράς τόσο για την περιβαλλοντική πολιτική όσο και για την επισήμανση, αξιολόγηση και επανόρθωση περιβαλλοντικών βλαβών, στη χώρα και διεθνώς. Η εταιρεία διαχειρίστηκε την έκδοση επί χρόνια, με ένα πλήθος αξιόλογων συνεργατών, αναπτύσσοντας παράλληλα και άλλες δραστηριότητες για την προστασία του περιβάλλοντος.

Ο Δημήτρης συμμετείχε ενεργά στη σύνταξη του περιοδικού, σχολίαζε πολύ εύστοχα την περιβαλλοντική επικαιρότητα και έγραψε αναλύσεις για πολλά συγκεκριμένα ζητήματα χημικής ρύπανσης στον ελληνικό χώρο. Ιδιαίτερες ήταν και οι θεωρητικές προσεγγίσεις του σχετικά με το πρόβλημα της “ουδετερότητας της τεχνολογίας”, καθώς και της “αυτονόμησης της τεχνικής”. Αν και πολλές φορές κατήγγειλε την ανεπαρκή μέριμνα για τη βιομηχανική ρύπανση, εν τούτοις πάντα υποστήριζε τη λογική βιομηχανική ανάπτυξη και διαπίστωνε ότι, λόγω των αλόγιστων οικολογικών διαμαρτυριών, «δεν υπάρχει χώρος για βιομηχανία στην Ελλάδα». Έπαιξε σημαντικό ρόλο στη ίδρυση του Κέντρου Μελετών Περιβάλλοντος και της Οικολογικής Συνεργασίας που αποτέλεσε πρόπλασμα για τη μετέπειτα δημιουργία οικολογικών κομμάτων στην Ελλάδα. Ο Λεωνίδας θεωρούσε τον εαυτό του πρώτα αριστερό και μετά οικολόγο. Ανέλυσε ιδιαίτερα τα θέματα της αγροτικής πολιτικής, τις περιβαλλοντικές βλάβες από την εντατική γεωργία και τις δυνατότητες ορθολογικής αγροτικής ανάπτυξης με βάση τη νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνέβαλε σημαντικά στην τεκμηρίωση των αρνητικών οικονομικών και περιβαλλοντικών διαστάσεων του έργου της εκτροπής του Αχελώου. Παράλληλα, παρενέβαινε σε θεωρητικά ζητήματα, αμφισβητώντας συχνά τις παραδεδεγμένες απόψεις. Π.χ. για το διεθνές σλόγκαν “Το μικρό είναι όμορφο” έλεγε: “Αυτά είναι επικίνδυνα πράγματα”. Τα τελευταία χρόνια ασχολήθηκε συστηματικά με τον κίνδυνο ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής, επιχειρηματολογώντας με πάθος υπέρ της θέσης των λίγων που βλέπουν στην “περιβαλλοντική αφήγηση” ένα νέο δογματισμό.

Πριν 27 χρόνια, στα τεύχη της Νέας Οικολογίας φούντωσε η διαμάχη για το αν η κρίση είναι του καπιταλισμού ή της ανάπτυξης. Η συζήτηση ξεκίνησε με άρθρο του Μιχάλη Μοδινού (Ν.Ο. τ. 28) ο οποίος υποστήριζε ότι: «Αν και οι οικονομικές σχέσεις παραμένουν αναμφισβήτητα καπιταλιστικές, η θέση ότι η κοινωνία διαμορφώνεται αποκλειστικά από τις μορφές παραγωγής άρχισε ήδη να χάνει την αξιοπιστία της. Νέα φαινόμενα, όπως το τεράστιο κόστος της ανάπτυξης και η αυτονόμηση της τεχνολογίας πείθουν όλο και περισσότερο πως το μεγαλύτερο σήμερα ζήτημα είναι η έκβαση της σύγκρουσης ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση…Μιλώντας για κρίση των κοινωνιών μας δεν δικαιούμαστε πια να μιλάμε για κρίση του καπιταλισμού…Βρίσκω πολύ πιο πρόσφορη τη διατύπωση “κρίση της ανάπτυξης”, ως παραγωγικής διαδικασίας αλλά και ως ιδεολογίας…». Η εκτενής απάντηση του Λεωνίδα Λουλούδη την οποία υπογράφει μαζί με τον Νίκο Μαρτίνο (Ν.Ο. τ. 30) είναι οξεία. Γράφουν μεταξύ άλλων: «Σχηματικά ο καπιταλισμός (στο οικονομικό επίπεδο) δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια τεράστια εξωτερική επιβάρυνση και στη βάση αυτή οργανώνεται η παραγωγή, παρουσιάζεται ο ανταγωνισμός, η διείσδυση του κεφαλαίου κ.λπ. Το ζήτημα δηλαδή είναι πώς το κεφάλαιο θα εκμεταλλευτεί αυτές τις “εξωτερικότητες”. Ό,τι με άλλα λόγια ο Μ.Μ. θεωρεί ως “ανάπτυξη” ή καταστροφή της φύσης…Αν και όχι με δόκιμο τρόπο, ο Μ.Μ. άνοιξε τη συζήτηση ενός θέματος που βρίσκεται στην καρδιά κάθε σύγχρονης πολιτικής –και οικολογικής- προβληματικής… Ελπίζουμε ότι…και άλλοι οικολογούντες συγγραφείς θα εξακολουθήσουν να αρθρώνουν τον κριτικό τους λόγο σε διαλεκτική ένταση με το “στέρεο μαρξιανό πλέγμα” περί καπιταλισμού. Αν όχι γιατί ο καπιταλισμός ζει και βασιλεύει, τουλάχιστον γιατί εμείς δεν πιστεύουμε στην παρθενογένεση της θεωρίας. ΄Οποιος την εμπιστεύεται, ας μυρίζει τον κρίνο του “τρόπου ζωής” ή της “ανάπτυξης”. Σ’ αυτή την περίπτωση, πάντως, υπενθυμίζουμε απλώς ότι τα θαύματα γίνονται μια φορά και αφορούν μόνο όσους πιστεύουν χωρίς να ερευνούν…». Η αντίστοιχη παρέμβαση του Δημήτρη Παπαϊωάννου (Ν.Ο. τ. 32) επισημαίνει ότι «ο καπιταλισμός μέσα από αλλεπάλληλες μεταλλάξεις, τροποποιήσεις προσαρμόζεται τελικά στις εκάστοτε νέες συνθήκες και ανακάμπτει…Το μόνο σίγουρα ανησυχητικό είναι η προϊούσα εξαφάνιση της φυσικής και κοινωνικής ποικιλίας και η ολοένα διευρυνόμενη τεχνικοποίηση της κοινωνίας…Ο Μ.Μ. βιάζεται λίγο να βλέπει τις επιθυμίες του (και επιθυμίες μας) πραγματικότητα και κάνει το μικρό αλλά κρίσιμο λογικό άλμα να περνά από το “πρέπει” στο “είναι”…Αν προφανής σκοπός του συγγραφέα είναι η προσπάθεια υποστήριξης ενός ρεύματος πολιτικού και ιδεολογικού στη βάση της κριτικής της ανάπτυξης, σε αντιδιαστολή με εκείνο ή εκείνα τα ρεύματα που βασίζονται στην κριτική του καπιταλισμού, τότε το εγχείρημα αυτό θα πρέπει να ιδωθεί ως προσπάθεια αυτονόμησης του οικολογικού κινήματος από το υπόλοιπο κίνημα της Αριστεράς στην πορεία υπέρβασης του καπιταλισμού…».

Ήταν μια εποχή όπου η Οικολογία έβγαινε δυναμικά στο προσκήνιο, με δυνατές θεωρητικές βάσεις και συζητήσεις και με μετρημένο ακτιβισμό. Οι αντικειμενικές αντιξοότητες, οι αδυναμίες υποκειμενικών παραγόντων και η έλλειψη διαδόχων έφεραν αποτελέσματα που απέχουν από τις αρχικές προσδοκίες.