Μέχρι χθες, για να παρακολουθήσει κάποιος τη συζήτηση για το μνημόνιο χρειαζόταν να έχει ορισμένες απλές γνώσεις Ιστορίας. Να γνωρίζει για, παράδειγμα, ποιος ήταν και τι σηματοδοτεί ο χαρακτηρισμός «Τσολάκογλου». Οπως επίσης τον ρόλο και την τύχη του καπετάν, μπέη αργότερα, Νενέκου. Οπλισμένος με αυτά, άντε και με την απλή κατανόηση από την αγγλική του όρου «This is Sparta», μπορούσε να αποκωδικοποιήσει τις θέσεις των κομμάτων. Δυστυχώς, τα πράγματα έχουν δυσκολέψει. Και ως προς τη νεότερη ελληνική Ιστορία αρκεί να γνωρίζει επιπροσθέτως τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Απαιτούνται όμως και γνώσεις ευρωπαϊκής Ιστορίας και ειδικότερα της Συνθήκης Μπρεστ Λιτόφσκ μεταξύ των μπολσεβίκων και των κεντρικών δυνάμεων το 1918.
Ευτυχώς, ως προς τους Νενέκους και τους Τσολάκογλου τα πράγματα ήταν εξαρχής απλά. Σε κάθε ζήτημα που έμπαινε από τους εταίρους υπήρχε πάντα μια εθνικά υπερήφανη αντιπρόταση. Εχετε χρέος 360 δισεκατομμύρια αυτοί; Μας χρωστάτε 300 δισεκατομμύρια πολεμικές αποζημιώσεις εμείς. Θέλουμε πίσω τα λεφτά μας αυτοί; Το χρέος είναι επαχθές και επονείδιστο εμείς. Περιορίστε τις δαπάνες αυτοί; Οχι στη γερμανική δικτατορία εμείς. Ετσι πήγαιναν τα πράγματα και οποίος τολμούσε να αμφισβητήσει την ορθότητα αυτής της προσέγγισης ήταν αυτομάτως προδότης. Τσολάκογλου ή Νενέκος δηλαδή. Το «φωτιά και τσεκούρι» ακούστηκε μέσα στη Βουλή και μάλιστα από κόμμα του δημοκρατικού τόξου. Ο Νίκος Παππάς, άλλωστε, όταν υπερασπιζόταν μέτρα αντίθετα με τη συμφωνία που ο ΣΥΡΙΖΑ υπέγραψε με τους θεσμούς τον Φεβρουάριο, απαντούσε στις ενστάσεις της αντιπολίτευσης με τη γνωστή επιτηδευμένη αφέλεια της Αριστεράς: «Εσείς με ποιον είστε; Με μας ή με τους ξένους;». Απλά πράγματα.
Φυσικά, το ερώτημα ήταν λάθος. Θυμίζει τα συνθήματα που κατέκλυσαν τα σόσιαλ μίντια πριν από το δημοψήφισμα του τύπου «ο Κολοκοτρώνης δεν φοβήθηκε μη βγούμε από το γρόσι» και άλλα εξίσου ευφυή. Και ως προς την οικονομική διάσταση, το άτοπο είναι αυταπόδεικτο. Ο μαξιμαλισμός, πατριωτικός ή μη, απλώς οδηγεί τις διαπραγματεύσεις σε αδιέξοδο και τη χώρα στη χρεοκοπία. Οσο για την αξιοπρέπεια ή τη λαϊκή κυριαρχία, είναι προφανώς αμφιλεγόμενη. Ταπείνωση, είπε χαρακτηριστικά ο Πιερ Μοσκοβισί, θα ήταν να εκδιωχθεί η Ελλάδα από το ευρώ.
Το πραγματικό ερώτημα, όμως, είναι αν έχει νόημα να αντιμετωπίζουμε το πρόβλημα με τέτοιους όρους. Αν, δηλαδή, το συμφέρον της χώρας μπορεί να διαχωριστεί από την αξιοπρέπεια και την κυριαρχία. Αν, τελικά, πατριωτικό δεν είναι η επίκληση ηρωικών συνθημάτων ή αφηρημένων αρχών αλλά η διασφάλιση -στην προκειμένη περίπτωση- της οικονομικής βιωσιμότητας με τους καλύτερους δυνατούς όρους. Η αναγκαστική στροφή του ΣΥΡΙΖΑ και η ολοκληρωτική αποτυχία της διαπραγματευτικής πολιτικής του ασφαλώς θα έχει προβληματίσει πολλούς από όσους με τόση βεβαιότητα υιοθετούσαν τη ρητορική της μισαλλοδοξίας. Η πραγματικότητα πάντα εκδικείται.
Υπάρχουν και οι αμετανόητοι. Χωρισμένοι σε δύο σχολές. Η πρώτη αναφέρεται στη Συμφωνία της Βάρκιζας, υπονοώντας ότι η «πρώτη φορά Αριστερά» παρέδωσε τα όπλα και ουσιαστικά ομολόγησε την ήττα. Η δεύτερη αποδέχεται και αυτή ότι βρισκόμαστε σε πόλεμο, επικαλείται όμως τη Συνθήκη Μπρεστ Λιτόφσκ που υπέγραψαν οι μπολσεβίκοι. Σύμφωνα με τη δική τους εκδοχή, η υπογραφή της συμφωνίας με την Ευρώπη επιτρέπει στον ΣΥΡΙΖΑ να αποφύγει τη χρεοκοπία και να σταθεροποιηθεί στην εξουσία, ακριβώς όπως έκανε και ο Λένιν. Ορισμένες εξωτερικές ομοιότητες μοιάζει να επιβεβαιώνουν ότι η Ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα. Ο Τρότσκι, που ήταν ο βασικός διαπραγματευτής, καθυστερούσε την υπογραφή περιμένοντας να ξεσπάσει η προλεταριακή επανάσταση στη Γερμανία. Κάπως σαν τον Βαρουφάκη που περίμενε την έκρηξη των αγορών. Επειδή η επανάσταση καθυστερούσε, ο Τρότσκι επέλεξε τη δημιουργική ασάφεια, «ούτε πόλεμος ούτε ειρήνη» διακήρυξε. Ηλπιζε ότι τα κουρασμένα γερμανικά στρατεύματα δεν θα επαναλάμβαναν την επίθεση. Είχε πέσει και πάλι έξω, όπως και ο κ. Τσίπρας που αντιμετώπισε τη σκληρή στάση των Ευρωπαίων και την απειλή του Grexit στη Διάσκεψη Κορυφής. Καθώς άρχισαν να καταλαμβάνουν ξανά ρωσικά εδάφη, ο Λένιν έδωσε εντολή στον Τρότσκι να κλείσει τη συμφωνία πάση θυσία. Ο τελευταίος, όμως, για να αποφύγει την ξεφτίλα, άφησε έναν υφιστάμενό του, τον Τσακαλώτο του, να υπογράψει.
Εδώ οι ομοιότητες τελειώνουν. Ο Λένιν προχώρησε στην εγκαθίδρυση της κομμουνιστικής δικτατορίας, εθνικοποίησε τις τράπεζες και τις καταθέσεις και καταδίκασε τη χώρα του σε επτά δεκαετίες μιζέριας και πολιτικών διωγμών. Ο Τσίπρας; Θα πρέπει τώρα να ξεκαθαρίσει μέσα του αν η συμφωνία ήταν ένας τακτικός ελιγμός για να κερδίσει χρόνο ή αν πράγματι πιστεύει ότι η θέση της Ελλάδας είναι στη δημοκρατική Ευρώπη και στο ευρώ. Αν πιστεύει το δεύτερο, έχει μια τελευταία ευκαιρία, όπως έγραψαν και οι «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς», να γίνει ο Λούλα της Ελλάδας. Αν προτιμά τον Τσάβες, κακό του κεφαλιού του. Και του δικού μας.