Δυστυχώς τον τελευταίο καιρό χάνουμε τους ανθρώπους «μας». Προσέξτε αυτά τα εισαγωγικά πού τα έβαλα. Σε αυτό το «μας», που σημαίνει πως, άμεσα ή έμμεσα δεν έχει σημασία, ο Λουκιανός Κηλαϊδόνης υπήρξε δικός μας άνθρωπος, αφού τα τραγούδια του καθρέφτιζαν τις ζωές μας, λίγο πριν και αμέσως μετά την έναρξη της αντιπολίτευσης.
Ίσως η είδηση του θανάτου του, σε συνδυασμό με τη συννεφιασμένη Τρίτη 7 Φεβρουαρίου, όταν έσκασε η μελαγχολική είδηση, να έκανε ακόμα πιο βαριά την ατμόσφαιρα της ημέρας. Τα ραδιόφωνα άρχισαν και πάλι να παίζουν τραγούδια του και κάποια αφιερώματα επανέφεραν το μουσικό στίγμα τού Λουκιανού. Την περίπου ροκ παρουσία τού 1970, τον ήχο του και την επιμονή του να ζωγραφίζει, να καταγράφει, να ακτινογραφεί τον περιβάλλοντα κόσμο. Ας μη περιγράψω εγώ τον κόσμο του ’70, του ’80, του ’90. Ξανακούστε τραγούδια τού Λουκιανού και θα «συναντήσετε» εκείνον τον κόσμο που δεν είναι τελείως ξεκομμένος από τον σημερινό, ο οποίος, μέσα στις δυσκολίες και αντιξοότητες που αντιμετωπίζει, νοσταλγεί μελωδίες και στιχάκια που τον περιείχαν…
Ο Λουκιανός, όπως και πολλοί από μας, υπήρξε για αρκετό καιρό αδρανής δισκογραφικά, ίσως επειδή, μεταξύ άλλων, είχε μπροστά του έναν άλλον κόσμο, τον σημερινό, ο οποίος ακολουθεί μια πορεία μέσα από την ανασφάλεια, τον φόβο, τα χρέη και τα γραμμάτια, που απομακρύνει τους ανθρώπους από την ευμάρεια και το ρευστό χρήμα τής Μεταπολίτευσης. Αυτά τα «περασμένα μεγαλεία» δεν ξαναπέρασαν από το κριτικό και σαρκαστικό πνεύμα τού Λουκιανού. Ο εκλιπών, έφτιαξε τα «Μικροαστικά», τα «Απλά μαθήματα πολιτικής οικονομίας», «Μαθήματα πατριδογνωσίας», «Αχ πατρίδα μου γλυκιά», μερικοί μόνο τίτλοι δίσκων του όπου επαρκώς έδειξε την επίμονη τρυφερότητά του στο σύμβολο της Πατρίδας, των πολιτών της, των ηθών και των αδιεξόδων της, με τρόπο συμβολικού και διακριτικού σαρκασμού.
Στη σκέψη μου έχω τον Λουκιανό και την απουσία του. Παρ’ όλο που είχε καμιά δεκαριά χρόνια να συμμετάσχει σε δισκογραφική διαδικασία, ήταν πάντα ένα πρόσωπο που διατηρούσε το όνομά του ως σημείο αναφοράς πολιτικής κι όχι πολιτικάντικης τραγουδιστικής νοσταλγίας… Ο ίδιος νοσταλγός τού παρελθόντος, δεν έπαψε ποτέ να φλερτάρει με τα παλαιά υλικά των επιθεωρησιακών τραγουδιών, το στιλ της κάντρι, την ταύτισή του με τον Λούκυ Λουκ και την εικόνα τού «μοναχικού καουμπόη», τη θύμηση του ηρωικού Γιώργου Θαλάσση, καθώς και άλλων προσώπων που έπαιξαν σπουδαίο ρόλο στην παιδική και νεανική φαντασία τής γενιάς μας…
Θυμάμαι που μια μέρα που έτυχε να με ακούσει με σε μια ραδιοφωνική εκπομπή να μιλάω με κριτική διάθεση για έναν δίσκο του, με πήρε τηλέφωνο ζητώντας μου να πάρω μέρος σε ένα τηλεοπτικό αφιέρωμα που γυριζόταν προς τιμή του. Τον ενημέρωσα αμέσως πως δεν μου άρεσαν οι ευκολίες που χρησιμοποιούσε και το γεγονός ότι, αν και ταλαντούχος, στηριζόταν συχνά σε ξένα μελωδικά και στιλιστικά μοντέλα, αναπαράγοντας μια ελαφρά ατμόσφαιρα εμπορικής στόχευσης… Εκείνος, αφοπλιστικά επέμεινε στην πρόσκλησή να συμμετέχω έστω αρνητικά, ώστε να υπάρξει και η αντίθετη άποψη ανάμεσα στους καλεσμένους του. Με αφόπλισε! Τον εκτίμησα και νίκησε κατά κράτος την τότε αισθητική αλαζονεία μου.
Παρατηρούσα τη δημιουργική σύνδεσή του με το πλήθος των θαυμαστών του και την ξεχωριστή θέση στην οποία ο πολύς κόσμος τον τοποθέτησε με το πέρασμα του χρόνου. Ως συμβολιστή τής γενιάς του και όχι μόνο.
Με λύπησε βαθύτατα η απουσία του. Ένιωσα τις μέρες να γίνονται πιο χειμερινές, παγωμένες, μαζί με την ερημία τής απουσίας ενός έξυπνου μελοποιού τροβαδούρου που, συχνά-πυκνά, μέσα από το παιχνίδι τού σαρκασμού έστελνε τα πιο σοβαρά μηνύματα…
Θα θυμόμαστε πάντα και θα αναφερόμαστε συχνά σ’ αυτόν τον νοσταλγό εξαίσιων στιγμών και εποχών τής κοινής ζωής…