Ακούστηκε και αυτές τις μέρες το γνωστό στερεότυπο, προκειμένου να δικαιολογήσει ορισμένες προσωπικές πολιτικές επιλογές απέναντι στη συμμετοχή στην κηδεία και στις συνθήκες ταφής του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου Γλύξμπουργκ : «ο αποθανών δεδικαίωται». Όπως κάθε στερεότυπο, κρύβει και αυτό τη δική του λειψή ερμηνεία, που οδηγεί σε βέβαιη παρερμηνεία. Αφήνω, όμως, κατά μέρος την ορθή θεολογική άποψη, (ο νεκρός δεν «δικαιώθηκε» για όσα έκανε αλλά επειδή πλέον απαλλάχθηκε από την αμαρτία : «Ο γαρ αποθανών δεδικαίωται από της αμαρτίας», λέει ο απόστολος Παύλος στη γνωστή Προς Ρωμαίους επιστολή), για να επικεντρωθώ στα πολιτικά επιχειρήματα περί ταφής του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου με τις τιμές αρχηγού κράτους, και, μάλιστα, «δημοσία δαπάνη». Η πρόταση αυτή διατυπώνεται από πολιτικά πρόσωπα, ηγέτες αλλά και από πολίτες που, στο όνομα της πολιτικά φιλελεύθερης σκέψης, αναφέρονται απαξιωτικά στο χειρισμό της κυβέρνησης, εγκαλώντας την για «ιστορική μιζέρια», «ατολμία» αλλά και παραβίαση του εθιμικού «πρωτοκόλλου» μιας βασιλικής δημόσιας τελετουργίας. Το επιχείρημα, μάλιστα, ενισχύθηκε και από επικλήσεις στην παράδοση της «ελληνικής» ανθρωπιάς και πολιτισμού, καθώς και από αναφορές στον θεσμικό ρόλο που είχε ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος ως «συνταγματικός ανώτατος άρχων της χώρας και αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων, ενώ υπήρξε και ολυμπιονίκης που τίμησε τα ελληνικά χρώματα διεθνώς».[1]
Φαντάζομαι πως συμφωνούμε όλοι και όλες πως ο θάνατος του τέως βασιλιά δεν εγείρει πολιτειακά θέματα, καθώς αυτά έχουν κριθεί οριστικά με το δημοψήφισμα του 1974 · και με τη δική του συναίνεση, ή, έστω, με τη δική του προσαρμογή στις νέες συνθήκες. Αυτό, επομένως, που πρέπει να εξετάσουμε σε όλη αυτή την μάλλον έωλη επιχειρηματολογία είναι ο θεσμικός ρόλος του τέως. Ο Κωνσταντίνος ήταν ο ανώτατος άρχοντας ενός αυταρχικού μετεμφυλιακού καθεστώτος, που συνδέθηκε με την «καχεκτική δημοκρατία» στον τόπο μας, με σαφείς παραβιάσεις της εκλογικής διαδικασίας και με επιλεκτικό κυβερνητικό ορισμό υπουργών, ενώ, επίσης, ως «αρχιστράτηγος» όρκισε τη Χούντα των Συνταγματαρχών. Αποκαθηλώθηκε με συντριπτικά πλειοψηφική λαϊκή ετυμηγορία το 1974, την οποία σχολίασε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, με ευθύβολο τρόπο : «Ένα καρκίνωμα αποκόπηκε σήμερα από το σώμα του έθνους». Στο αρχείο του Κωνσταντίνου Καραμανλή υπάρχουν επίσης αρκετά τεκμήρια για τις μετέπειτα πιθανές συνωμοτικές και πραξικοπηματικές εκτροπές της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας, από τον τέως βασιλιά. Για τις αθλητικές επιδόσεις του στην ιστιοπλοΐα δεν γνωρίζω πολλά. Το μόνο σίγουρο είναι πως, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, ο ολυμπιακός πρωταθλητισμός εξέπεμπε ένα στίγμα «κοσμικού εκμοντερνισμού» της βασιλείας, που, λίγα χρόνια αργότερα, βούλιαξε στα βρώμικα νερά της «εθνοσωτηρίου επαναστάσεως» των συνταγματαρχών.
Ας αφήσουμε, όμως, τα παλιά και ας γυρίσουμε στην όχι και τόσο μακρινή δεκαετία του ’90. Με την πρότασή του, το 1994, ο Ευάγγελος Βενιζέλος εισηγήθηκε τον νόμο 2215/1994 για την απαλλοτρίωση της «βασιλικής περιουσίας» και τη ρύθμιση των θεμάτων ιθαγένειας των μελών της πρώην βασιλικής οικογένειας. Ως μέλος της μέλος της υπερασπιστικής ομάδας της ελληνικής κυβέρνησης στην υπόθεση της βασιλικής περιουσίας στο Στρασβούργο (1998 - 2002), ο Νίκος Κ. Αλιβιζάτος έχει δημοσιεύσει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου επί του παραδεκτού (1998) καθώς και τις δύο αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για το βάσιμο της υπόθεσης, (2000) και για το ύψος της καταβλητέας αποζημίωσης στον τέως βασιλιά (2002).[2] Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων εκδίκασε τελικά ως δίκαιη ικανοποίηση στους προσφεύγοντες της τέως βασιλικής οικογένειας το 1/40 του συνολικού ποσού που ζητούσαν: αποζημίωση 4,7 δισεκατομμυρίων δραχμών. Ακόμη και για αυτό το ποσό, η δήλωση του τέως βασιλιά ήταν βαθιά λαϊκιστική και απογοητευτική : «Είναι ντροπή να παίρνει η κυβέρνηση το σπίτι μου, τα κειμήλια, τους τάφους των γονιών μου και μετά να βάζει και τον λαό να πληρώσει χρήματα». Μετά τη αντιδικία του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου με το Ελληνικό Δημόσιο για τη βασιλική περιουσία του Τατοΐου, ο πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης διευθέτησε οριστικά το ζήτημα μιλώντας για τη «λήξη μιας εκκρεμότητας που ταλαιπώρησε επί μακρόν τη δημόσια ζωή του τόπου» και δεσμευόταν για τη «για τη μετατροπή του Τατοΐου σε εθνικό πάρκο, προσιτό στους πολίτες για άθληση και ψυχαγωγία».
Σε αυτό το «εθνικό πάρκο» αναπαύεται από σήμερα ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος. Είναι ένας δημόσιος χώρος, ο οποίος, προφανώς, μπορεί να φιλοξενήσει την έκφραση του παρηγορητικού θρήνου για το νεκρό και τα συλλυπητήρια προς την οικογένεια του, χωρίς, όμως, καμιά νοσταλγία για παλιούς «λοχαγούς και βασιλιάδες». Ή, αλλιώς, όπως το έλεγε το τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη σε διασκευασμένους στίχους του Βασίλη Ρώτα : «Άσε μας Θεέ ψηλά/ να θυμόμαστε τ’ απλά/ τώρα που έχουν πια πεθάνει/ όλοι που μας αγαπάνε/ λοχαγοί και βασιλιάδες».[3]