Παρά τις εκλογές της 17ης Ιουνίου και το αποτέλεσμά τους, η εγχώρια κοινωνική δυστοπία παραμένει υπαρκτή. Ευτυχώς όμως, παράγει, έστω σπερματικά, και την αναγκαιότητα της υπέρβασής της και κινητοποιεί σ’ αυτήν την κατεύθυνση, ατομικά και συλλογικά, αρκετούς πολίτες. Μία απ’ τις εκδηλώσεις αυτής της κινητοποίησης, στο πεδίο της πολιτικής και της ιδεολογίας, είναι και οι αναζητήσεις και ο διάλογος για την ανασυγκρότηση του δημοκρατικού σοσιαλιστικού χώρου.
Η λογική αυτών των αναζητήσεων και των συζητήσεων, προϋποθέτει προφανώς την επανεύρεση του νήματος της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατικής παράδοσης, την ερμηνεία της ιστορικής της επιτυχίας, αλλά και την ανάδειξη της τεράστιας κρίσης που διέρχεται πολλά χρόνια τώρα. Προϋποθέτει όμως και την ανάγκη της υπενθύμισης ότι η σοσιαλδημοκρατία, αλλά και όσα πρώην κομμουνιστικά κόμματα συμβαδίζουν πλέον μαζί της, είχαν σαφέστατες ταξικές και λαϊκές αναφορές και οργάνωναν και εξέφραζαν τον κόσμο της εργασίας και την κουλτούρα του.
Σύμφωνα με την παραπάνω λογική, ο διάλογος και η συζήτηση για την ενοποίηση και την ανασυγκρότηση της εγχώριας σοσιαλδημοκρατίας, θα πρέπει να εντάσσεται στην προοπτική της πολιτικής και θεωρητικής οργάνωσης και εκπροσώπησης των εργαζόμενων λαϊκών τάξεων. Προοπτική δύσκολη και ενδεχομένως μακρινή, διότι προϋποθέτει την εκ νέου δημιουργία μιας αμφίδρομης οργανικής σχέσης και διασύνδεσης με τα στρώματα αυτά. Απαραίτητη δε συνθήκη της όλης διαδικασίας, είναι η επαφή, ο διάλογος, η επικοινωνία και η οργανωτική συνεύρεση, τελικά, των δημοκρατικών σοσιαλιστών και των αντίστοιχων σχημάτων και φορέων. Προέχει δηλαδή η συνάντηση και η συζήτηση μεταξύ των πολιτών που αναφέρονται και στρατεύονται στην υπόθεση του δημοκρατικού σοσιαλισμού, στις εγχώριες εκδοχές του.
Ο διάλογος όμως που έχει ανοίξει, έχει και τα παράδοξά του. Έτσι, αντί να συζητούν και να συνδιαλέγονται οι σοσιαλδημοκράτες και οι αριστεροί μεταρρυθμιστές μεταξύ τους, εσχάτως, προκρίνεται, από ομάδες και διανοούμενους του χώρου, ο διάλογος με τους «φιλελεύθερους», στην προοπτική μάλιστα της συνύπαρξης και της συσπείρωσης. Διάφορα έντυπα δε, δημοσιεύουν έρευνες για την αναγκαιότητα ενός σοσιαλδημοκρατικού σχήματος, όπου με απίστευτη ευκολία και προφανώς και ελαφρότητα, υποψήφιοι ακόμα και της δαρβινικής κοινωνικά «Δημιουργίας Ξανά», αυτοορίζονται ως κεντροαριστεροί (!!!) και διεκδικούν λόγο στη συζήτηση για την ανασυγκρότηση της σοσιαλδημοκρατίας. Οι απόψεις και οι πρακτικές αυτές, αν και καλοπροαίρετες, προφανώς δεν συνεισφέρουν στις διαδικασίες για την επανίδρυση της σοσιαλδημοκρατικής μεταρρυθμιστικής αριστεράς. Αφ’ ενός διότι παραβλέπουν και εντέλει αφαιρούν το κοινωνικό υπόβαθρο της δημοκρατικής σοσιαλιστικής πρότασης και αφ’ ετέρου, γιατί αναγορεύουν τον φιλελευθερισμό ως βασική πολιτική επιλογή. Η στάση αυτή και η επακόλουθη οπτική για τη σύμπλευση, έως και στην ίδια βάρκα, της δημοκρατικής αριστεράς και των φιλελευθέρων, προδίδει, εκτός από τυχόν εμμονές, και μια σύγχυση εννοιών και πολιτικών στόχων. Η σοσιαλδημοκρατική αριστερά και ο φιλελευθερισμός, αποδέχονται την ελευθερία ως απόλυτη αξία. Η σοσιαλδημοκρατική αριστερά όμως, έχει ακόμα στο δικό της ορίζοντα και την επιδίωξη της ισότητας, ενώ ο φιλελευθερισμός, προφανώς όχι. Ο δημοκράτης και μεταρρυθμιστής αριστερός, έχει ενσωματώσει στην πολιτική του πρακτική και στην εν γένει κουλτούρα του, τις αξίες του φιλελευθερισμού. Αντίθετα, ο φιλελεύθερος προσκρούει στο όριο της ισότητας και της δράσης για την επιδίωξή της. Οι σχέσεις, λοιπόν, των αριστερών μεταρρυθμιστών και των φιλελευθέρων, από ένα σημείο και πέρα είναι ασύμπτωτες. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να γίνεται διάλογος με τους φιλελεύθερους. Σημαίνει όμως ότι δεν μπορούν να είναι μαζί στο ίδιο κόμμα και μάλιστα της αριστεράς.
Πάντως, μετά και την επιβεβαίωση στις εκλογές της 17ης Ιουνίου των ισχυρότατων λαϊκιστικών ροπών, δεξιών και «αριστερών», που ενυπάρχουν στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας, εκείνο που προέχει επιτακτικά, είναι η συνεύρεση και η όσμωση πρωτίστως των πολιτών που κινούνται και δρουν στο χώρο της δημοκρατικής αριστεράς και της εγχώριας σοσιαλδημοκρατίας. Τα άλλα, έπονται.