Λογοκριμένη μνήμη

Γιάννης Παπαθεοδώρου 04 Οκτ 2019

Πριν από λίγες εβδομάδες, συμπληρώθηκαν 80 χρόνια από την έναρξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Με αφορμή αυτό το γεγονός, τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ενέκριναν πρόσφατα με συντριπτική πλειοψηφία ένα ψήφισμα με τίτλο «Η σημασία της Ευρωπαϊκής μνήμης για το μέλλον της Ευρώπης». Στο ψήφισμα αυτό, η Σοβιετική Ένωση θεωρείται συνυπεύθυνη με τη ναζιστική Γερμανία για το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ παράλληλα καλούνται «όλα τα κράτη μέλη να εορτάζουν την 23η Αυγούστου (σ.σ. ημέρα υπογραφής του Συμφώνου Μολότοφ – Ρίμπεντροπ) ως Ευρωπαϊκή Ημέρα Μνήμης για τα θύματα των ολοκληρωτικών καθεστώτων τόσο σε ενωσιακό όσο και σε κρατικό επίπεδο».[1] Στο ίδιο ψήφισμα δηλώνεται επίσης ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο «ανησυχεί με τη συνεχιζόμενη χρήση των συμβόλων των ολοκληρωτικών καθεστώτων σε δημόσιους χώρους και για εμπορικούς σκοπούς, υπενθυμίζοντας ότι διάφορες ευρωπαϊκές χώρες έχουν απαγορεύσει τη χρήση των ναζιστικών και των κομμουνιστικών συμβόλων». Η πρόσφατη διαφοροποίηση της ψήφου των Ελλήνων ευρωβουλευτών της ΝΔ και του ΚΙΝΑΛ ως προς το ψήφισμα πυροδότησε μια έντονη συζήτηση στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο, που οδήγησε συχνά σε λεκτικές ακρότητες γύρω από το πώς αντιμετωπίζεται σήμερα η «θεσμική μνήμη» της Ευρώπης.[2] Η κριτική, αυτή τη φορά μάλιστα, άγγιξε τους περισσότερους νεοεκλεγέντες ευρωβουλευτές της ΝΔ που ψήφισαν «λευκό», ενώ δεν έλειψαν τα σχόλια για την «απολογητική» τους στάση απέναντι στα εγκλήματα του κομμουνισμού!

Η αλήθεια είναι πως αν διαβάσει κανείς προσεκτικά το ψήφισμα καταλαβαίνει πως όντως εξισώνει τον ναζισμό με τον κομμουνισμό, καθώς στο κείμενο δεν γίνεται καμιά αναφορά στον ιδιαίτερο ρόλο της Σοβιετικής Ένωσης στον αντιφασιστικό αγώνα καθώς και στα εκατομμύρια πολιτών και στρατιωτών της, που έδωσαν τη ζωή τους για τη νίκη κατά του ναζισμού στην Ευρώπη. Η μάχη της Σεβαστούπολης, η μεγαλύτερη πολιορκητική επιχείρηση, που έκρινε το μέλλον του πολέμου, δεν αναφέρεται πουθενά. Ο χρόνος μοιάζει να έχει «παγώσει» στο σύμφωνο Μολότοφ – Ρίμπεντροπ, ενώ άλλες αντίστοιχες συμφωνίες «πολιτικού κατευνασμού» της ίδιας περιόδου δεν φαίνεται να απασχολούν τους συντάκτες του κειμένου. Μια μικρή λογοκριτική σιωπή απλώνεται πίσω από τις λέξεις. Είναι σαφές πως το κείμενο δεν είναι γραμμένο για να εξυπηρετήσει την ιστορική συνείδηση αλλά για να λειτουργήσει ως αντιστάθμισμα της οδύνης και του τραύματος, από τη βίαιη κληρονομιά των ολοκληρωτικών καθεστώτων.   Σε αυτή τη συχνά δύσκολη αναζήτηση μιας ηθικής αποκατάστασης, προστέθηκαν σταδιακά και οι ιδιαίτερες εθνικές ευαισθησίες των χωρών της Βαλτικής και της Ανατολικής Ευρώπης.

Η συζήτηση για τη «μνήμη του Κακού» στον 20ό αιώνα άνοιξε ξανά, χωρίς κανείς να λογαριάσει τους τόνους από μελάνι που έχουν γραφτεί από τους επαγγελματίες ιστορικούς γύρω από αυτά τα γεγονότα. Μερικές φορές άλλωστε η μνήμη είναι πιο βιαστική από την ιστορία? ιδίως όταν είναι επιλεκτική.  Και συνήθως είναι. Τα τελευταία χρόνια,  μαζί με την αποκατάσταση των θυμάτων του ολοκληρωτισμού, αναδύθηκαν φαινόμενα ιστορικού αναθεωρητισμού, αμφισβήτησης του ηθικού μεγαλείου της αντιφασιστικής αντίστασης καθώς και αθροιστικοί συμψηφισμοί μιας αδιέξοδης «πτωματολογίας», προκειμένου να μετρηθεί ποσοτικά το «μεγαλύτερο Κακό», στον 20ό αιώνα. Ποιος άραγε υπήρξε ο θύτης στο μεγαλύτερο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας; Ο ναζισμός ή ο κομμουνισμός; Και πώς άραγε να ζυγίσει κανείς την κρίση του για τα λογής – λογής στρατόπεδα συγκέντρωσης; Οι απαντήσεις δεν είναι ούτε εύκολες ούτε δεδομένες. Δουλειά των ιστορικών είναι να τονίζουν πως η μελέτη μιας ιδεολογίας δεν μπορεί να συρρικνώνεται στην απαρίθμηση των εγκλημάτων που έγιναν στο όνομα της. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως τόσο ο ναζισμός όσο και ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» δεν υπήρξαν αυταρχικά καθεστώτα και —διακριτές μεν αλλά εγκληματικές— εκδοχές του ολοκληρωτισμού. Τίποτε από όλα αυτά όμως δεν μπορεί να ακυρώσει το ιστορικό και αξιακό υπόβαθρο πάνω στο οποίο έχει συγκροτηθεί η παλαιότερη αλλά και η σύγχρονη Ευρωπαϊκή Ένωση: τις στάχτες του Άουσβιτς αλλά και τo τείχος του Βερολίνου. Ο ναζισμός ηττήθηκε και ο κομουνισμός κατέρρευσε. Κάποτε όμως συγκρούσθηκαν μεταξύ τους. Η έκβαση μάλιστα αυτής της σύγκρουσης έκρινε, σε μεγάλο βαθμό, και το μέλλον της Ευρώπης. Ακριβώς για αυτό το λόγο, οι πολιτικοί και τα κόμματα της δημοκρατικής Ευρώπης δεν μπορούν να αντικαθιστούν την ιστορία με «ψηφίσματα μνήμης», έτσι ώστε ο αντι-κομμουνισμός να ενταχθεί πιο ομαλά στη σύγχρονη ατζέντα μιας στρεβλής «πολιτικής ορθότητας».

Πράγματι, το μήνυμα του Σολζενίτσιν άργησε να φτάσει στα φτάσει στα κόμματα της Αριστεράς του δυτικού κόσμου. Μερικά άλλωστε έκαναν πως δεν ήξεραν τίποτα για το «αρχιπέλαγος των Γκουλάγκ». Για αυτό, ακόμα και σήμερα, κάποιοι φανατικοί εξακολουθούν να παρουσιάζουν τον κομμουνισμό, δογματικά και εξιδανικευμένα, ως τη μεγάλη «χαμένη ευκαιρία» του 20ού αιώνα. Κάποιοι άλλοι συγχέουν την ιστορία μιας ιδεολογίας με τα εγκλήματα ενός καθεστώτος. Τέλος, ορισμένοι εξακολουθούν να πιστεύουν ότι η απαγόρευση του σφυροδρέπανου μπορεί να απαλύνει τη δύσκολη μνήμη του παρελθόντος. Όμως, «ο ολοκληρωτικός κομμουνισμός έχει πεθάνει σήμερα και ο αγώνας εναντίον του είναι πια ανεπίκαιρος», γράφει  ο Τσβετάν Τοντορόφ, που μάλλον ήξερε κάτι παραπάνω για τον σταλινικό αυταρχισμό. Πράγματι, ο ολοκληρωτικός κομμουνισμός πέθανε αλλά ο αγώνας για την αποκατάσταση της δημοκρατίας σε μια σειρά από χώρες του πρώην «Ανατολικού μπλοκ» δεν έχει τελειώσει. Η ίδια όμως η ιδέα της δημοκρατίας είναι αυτή που επιβάλλει ότι η λογοκριμένη μνήμη δεν μπορεί να γίνει το αντίδοτο μιας αρκετά πολύπλοκης ιστορίας. Γιατί όταν και όπου συμβαίνει αυτό, οι νοσταλγοί του ολοκληρωτισμού χαίρονται.

[1] http://www.europarl.europa.eu/doceo/document/TA-9-2019-0021_EL.html

[2] https://www.protagon.gr/epikairotita/eisai-erasitexnis-fasistas-eisai-neossos-marksistis-agrios-kavgas-ap-doksiadi-p-kokkali-44341915084