Λογισμός

Κώστας Μποτόπουλος 13 Ιουλ 2016

Στη μνήμη του

Η Ελλάδα δεν έχει πολλούς πνευματικούς ανθρώπους και μένει με όλο και λιγότερους. Όταν βρίσκονται εν ζωή, τους πληγώνει με την εικόνα της. Κι όταν φεύγουν, κάνει ό,τι μπορεί για να τους εξευτελίσει με το δημόσιο έπαινό της. Αλλά δεν τα καταφέρνει πάντα.

Ότι ο Μίμης Μαρωνίτης ήταν ένας πραγματικός διανοούμενος σπάνιου μεγέθους, όχι μόνο για τα ελληνικά δεδομένα, δεν χρειάζεται να το πω εγώ. Το πάντρεμα γραφής και ύφους, αρχαίας και νέας γραμματείας, επιστημονικού και επικαιρικού λόγου, στοχασμού και εξωτερίκευσης, ριζοσπαστικής ιδιωτικότητας και βαρυσήμαντης δημόσιας παρέμβασης, ήταν μοναδικό και αναζωογονητικό –για τους μαθητές, τους αναγνώστες, τους ομότεχνους (στους οποίους δεν χαρίστηκε ποτέ), τους φίλους (στους οποίους δεν τσιγκουνεύτηκε ποτέ), το όλον κοινό, που, σα χορός αρχαίας τραγωδίας, έδινε ρυθμό στη ζωή του χωρίς να συμμετέχει στη δράση της. Αριστερός ως το μεδούλι –πραγματικά, άρα τραυματικά, Αριστερός-, αντισυμβατικός, αυστηρός και δύσκολος, εραστής τεχνών τε και ζωής, δεν ζήτησε αλλά και δεν απαρνήθηκε, και γι’ αυτό γνώρισε εν ζωή, τη δόξα. Αλλά τη δόξα όπως την ήθελε ο ίδιος: το θαυμασμό για τη διάνοια, την αποδοχή της ιδιοτυπίας, το γήτεμα των νιάτων, το δάκρυ συγκίνησης για μια Ιλιάδα που έγινε κάτι-σαν-θέατρο, την ευγνωμοσύνη για την ανακάλυψη του Σινόπουλου.

Σε έναν τέτοιο άνθρωπο, και κυρίως σε αυτούς που τον αγαπούσαν, η ελληνική πολιτεία επιδαψίλεψε διπλή πίκρα: θέλησε να τον κάνει δικό της και προσπάθησε να τον φέρει στα μέτρα της. Από τη «φιλική» απεύθυνση του Πρωθυπουργού στη μία του κόρη, σα να μην υπήρχε η άλλη, ως τις κενοστομίες αρχηγών κομμάτων και πολιτειακών παραγόντων, το μόνο που βγήκε πάλι ήταν η βουλιμία συμμετοχής σε ό,τι, πέραν της πολιτικής αλλά προς χρήση της, σπάει τη ρουτίνα της μετριότητας -από ένα μετάλλιο στους Ολυμπιακούς ως το θάνατο ενός «επωνύμου». Ενώ η ανθρώπινη και σεβαστική στάση –και πάντως σίγουρα για το Μαρωνίτη- θα ήταν η σιωπή και, ίσως (έχω συνείδηση ότι μιλώ για κάτι που είναι αδύνατο), αργότερα, ο στοχασμός για το τι πήγε και συνεχίζει όλο και πιο πολύ να πηγαίνει στραβά σε αυτή τη χώρα, που λες κι έχει βαλθεί να εξοβελίσει την πνευματικότητα και την ανθρωπιά από κάθε της έκφανση.

Ευτυχώς που δεν υπάρχει μόνο ο δημόσιος έπαινος. Ο ιδιωτικός, με τον τρόπο του καθενός, για τέτοιους ανθρώπους, είναι πολύ πιο βαθύς, σιωπηρός και λυτρωτικός.