Λογικό;

Κώστας Μποτόπουλος 15 Ιουν 2016

Ό,τι και να πούμε, ό,τι και να κάνουμε, όπου κι ρίξουμε τη ματιά ή την προσοχή μας, το μεγάλο πολιτικό γεγονός της εποχής είναι ένα και είναι παγκόσμιο: η υποχώρηση της λογικής, ή τουλάχιστον αυτής της ιδιότητας που, με λογικά κριτήρια, θα ονομάζαμε λογική.

Αρκεί να σκεφτούμε τρεις μόνο εξελίξεις: στη Βρετανία, το «όχι» στην Ευρωπαϊκή Ένωση κερδίζει διαρκώς έδαφος –σε λίγο έκπληξη θα είναι να κερδίσει το «ναι». Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Τραμπ όχι μόνο επικράτησε στο ρεπουμπλικανικό στρατόπεδο, όχι μόνο διεκδικεί επ’ ίσοις όροις την Προεδρία, αλλά φαίνεται να εννοείται και από την τραγωδία του Ορλάντο. Στη χώρα μας, η κυβέρνηση θεωρεί συνταγματικές τις διαδηλώσεις των φίλων της και αντισυνταγματικές των αντιπάλων της κι όχι μόνο παραμένει άνετη στη θέση της  αλλά κάνει και σημαία της τη συνταγματική μεταρρύθμιση.

Γιατί όλα αυτά δεν είναι «λογικά»; Για κάποιον αναγνώστη αυτού του ιστότοπου και αυτών των γραμμών και μόνο η ερώτηση είναι παράλογη: κανονικά οι πολιτικές απαντήσεις θα έπρεπε να δίνονται με βάση στοιχεία και με ζύγισμα των συνεπειών τους. Μια έξοδος της Βρετανίας από την Ευρώπη θα της στερήσει ένα σωρό πλεονεκτήματα, ενώ δεν θα της προσφέρει τίποτα πιο «απτό» από μια «κυριαρχία» που είναι εγγενώς αντίθετη όχι στο πνεύμα αλλά στις συνθήκες της εποχής μας. Μια εκλογή του Τραμπ θα θέσει σε κίνδυνο –πυρηνικό, θεσμικό, οικονομικό, πολιτιστικό- την Αμερική και την ανθρωπότητα με μόνο κέρδος ένα πείραμα «αντιπολιτικής» από το οποίο ποτέ καμία χώρα δεν κέρδισε το παραμικρό (ας ρωτήσουν και τους Ιταλούς). Μια διατήρηση της ηγεμονίας της σημερινής ελληνικής κυβέρνησης είναι βέβαιο ότι θα βαθύνει την ύφεση, τον κοινωνικό διχασμό, το αδιέξοδο.

Κι όμως. Και στις τρεις περιπτώσεις μεγάλες κοινωνικές μάζες δεν ακούνε ή πείθονται από «επιχειρήματα» που δεν στέκονται –κι όσοι τα υποστηρίζουν έχουν πλήρη συνείδηση ότι δεν στέκονται. Είτε πρόκειται για την απόκρουση των μεταναστών (λες και τους στέλνει η Ευρωπαϊκή Ένωση ή λες και θα σταματήσουν να πηγαίνουν σε μια χώρα αν αλλάξει η σχέση της με την Ευρωπαϊκή Ένωση), τα ποσά που δίνει η Βρετανία στην Ένωση (λες και δεν παίρνει τα υπερπολλαπλάσια πίσω μέσω επιδοτήσεων, προγραμμάτων, κάθε είδους παροχών), την «κυριαρχία». Είτε για τον αντικομφορμισμό, τον «αντικαθεστωτισμό» και το επιχειρηματικού πνεύμα ενός Τραμπ, που όχι μόνο διευθύνει τις επιχειρήσεις του ως ο κατεξοχήν «ινσάιντερ» αλλά και τις έχει ρίξει όλες έξω. Είτε για την «αριστεροσύνη», την «πρώτη φορά» και το «ηθικό πλεονέκτημα» ενός ΣΥΡΙΖΑ που…. τα ξέρετε, δεν χρειάζεται να σας κουράσω.

Για την εξέλιξη αυτή δεν αρκεί να μοιρολογούμε, πρέπει και να την κατανοήσουμε. Τρεις πρόχειρες εξηγήσεις δίνω περιμένοντας την έναρξη ενός σε βάθος και με ουσία διαλόγου. Την αποτυχία του συστήματος: όταν η καθεστηκυία τάξη -πολιτικό σύστημα και διαμορφωτές γνώμης- έχει, μετά από πολλά χρόνια ηγεμονίας σπαρμένης μόνο με εναλλαγές του ίδιου μοντέλου εξουσίας και θεσμικά μερεμέτια, οδηγήσει σε μια τόσο «λίγη» μπροστά σε κάθε μεγάλη πρόκληση Ευρωπαϊκή Ένωση, σε μια τόσο ελλειμματική στον πολιτικό πυρήνα της Αμερική και σε μια τόσο αποκομμένη από το κοινό καλό Ελλάδα, τότε η αποστροφή και η τιμωρία της –τέτοιου είδους- λογικής σαρώνει κάθε άλλη επιχειρηματολογία. Την γοητεία της αλλαγής (ιδίως όταν παραμένει θολή): σε έναν κόσμο και σε κοινωνίες χωρίς έρμα, το απίθανο γίνεται πιθανό και όχι μόνο δεν φοβίζει αλλά γίνεται καταφύγιο γι’ αυτούς –τους όλο και πιο πολλούς- που δεν έχουν να χάσουν τίποτα. Και –κάτι που λέγεται πολύ λιγότερο- την αλλαγή στο τρόπο πρόσληψης της πραγματικότητας –δεν θα δίσταζα να κάνω λόγο για χαμήλωμα του επιπέδου- στην εποχή του διαδικτύου, όπου κάθε βρισιά και μπαρούφα θεωρείται «γνώμη», όπου ανώνυμα πλήθη όχι μόνο χωρίς πρόσωπο αλλά και χωρίς ιδέες αποκαλούνται «λαός», όπου η ψευδαίσθηση ότι όλοι ξέρουμε τα πάντα, μπορούμε να επηρεάσουμε και να αλλάξουμε τα πάντα οδηγεί σε μια διαρκώς ανατροφοδοτούμενη αυταρχικότητα στις επιλογές, τις πράξεις αλλά και τις επιθυμίες.

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον πρέπει να πολεμήσουμε όσοι συνεχίζουμε να πιστεύουμε στον «ορθό λόγο». Υπερνικώντας πρώτα τη δική μας αμφιβολία περί ορθού σε έναν αναποδογυρισμένο κόσμο.