Η αστοχία του «προγράμματος σωτηρίας» τεσσάρων χωρών της ευρωζώνης είναι πια πανθομολογούμενη. Η χτεσινή ομιλία του Ιταλού Προέδρου Ναπολιτάνο στο Ευρωκοινοβούλιο, με όλο το βάρος της ιστορίας και της σοφίας του συγκεκριμένου προσώπου, ήταν η τελευταίο προσθήκη σε μια σειρά που περιλαμβάνει σχεδόν ολόκληρη την επιστημονική κοινότητα και, πιο έμμεσα, ένα τουλάχιστον κομμάτι της ίδιας της τρόικας, το ΔΝΤ.
Σημαίνει άραγε αυτή η συνειδητοποίηση ότι η ευρωπαϊκή Δημοκρατία απέτυχε στη μεγαλύτερη, μέχρι σήμερα, δοκιμασία της; Ή μήπως, ακόμα περισσότερο, ότι η ουσία των προγραμμάτων σωτηρίας, και γενικότερα του τρόπου αντιμετώπισης της κρίσης, δηλαδή η άμετρη αυστηρότητα –ελληνιστί: λιτότητα- ανάτρεψε την ίδια την έννοια της ευρωπαϊκής δημοκρατίας; Οι ενδείξεις πάντως δεν λείπουν: υποχώρηση του κράτους δικαίου σε όλη την Ένωση και ιδίως στις χώρες υπό Μνημόνιο, ραγδαία μείωση της ελκυστικότητας της ενωμένης Ευρώπης ως πολιτικού σχεδίου, διαρκής απομάκρυνση των Ευρωπαίων πολιτών από την ίδια την πολιτική.
Είναι «πραγματική Ευρώπη» η Ευρώπη που πήρε το δρόμο των τελευταίων χρόνων; Αυτό είναι, σε κάθε περίπτωση και πέρα από τις φυσιολογικές μικρότητες και τις εθνικές ιδιαιτερότητες, το μείζον ζήτημα των επερχόμενων ευρωεκλογών, το ερώτημα με βάση το οποίο, συνειδητά ή ασυνείδητα, θα κληθούν να απαντήσουν οι λαοί.
Τιθέμενο στην Ουκρανία, αυτό το ερώτημα μοιάζει να παίρνει θετική απάντηση. Ναι, ακόμη κι αν συνεπάγεται θυσίες και λιτότητα, ακόμα και αν τιμωρεί τα μέλη της που έπεσαν, με δική τους αλλά και κοινή ευθύνη, σε βαθιά κρίση, η ευρωπαϊκή δημοκρατία, αυτό το μίγμα αρχών, δικαιωμάτων και συμπόρευσης μέσα από τη διαφορετικότητα, συνεχίζει να αποτελεί ένα πολιτικό ιδανικό. Φυσικά δεν είναι αυθεντικά φιλευρωπαίοι όλοι οι Ουκρανοί που εξεγείρονται για την απομάκρυνση της χώρας τους από την Ευρώπη. Φυσικά διαβάζουμε τα μέσα ενημέρωσης που μας πληροφορούν ότι πολλοί από τους εξεγερμένους είναι ακραία στοιχεία ή ποδηγετούνται από τέτοια. Όμως η ανάγκη Ευρώπης έρχεται από τα σπλάχνα της χώρας, της μισής τουλάχιστον χώρας –και λέει πολλά για την εικόνα της πολιτικής Ευρώπης στα μάτια όσων δεν την βιώνουν.
Ιδωμένο μέσα από την ελληνική εμπειρία, το ερώτημα οδηγεί σε άλλα μονοπάτια. Ιδού μια χώρα που δήλωνε και αισθανόταν μέχρι πρόσφατα εξαιρετικά φιλευρωπαία -μην υποτιμούμε ποτέ τον οικονομικό παράγοντα στη διάπλαση και ιδίως στην εγκατάσταση μη οικονομικών αρχών. Μια χώρα όμως που έγινε (οριστικά;) αντι- ή φόβο-ευρωπαία, έχοντας βιώσει τον τρόπο που την «έσωσε» η Ευρωπαϊκή Ένωση και ξεχνώντας συχνά ότι το πιο σημαντικό, ό,τι άλλο και να συνέβη, είναι ακριβώς αυτό, ότι τελικά την έσωσε η Ευρώπη την Ελλάδα, από τη χρεοκοπία και ίσως και από τον εαυτό της. Ανεργία, ανέχεια, πολιτική για τους αριθμούς και όχι για τους ανθρώπους, αίσθηση αναξιοπρέπειας δεν είναι δα και μικροί λόγοι (πόσο μάλλον όταν τους βοηθά το ταμπεραμέντο ενός ολόκληρου λαού) για μια τέτοια μεταστροφή. Θα αλλάξει άραγε άποψη αυτός ο λαός όταν, κάποια στιγμή (που όλα δείχνουν ότι δεν θα αργήσει πια πολύ), τα πράγματα θα αρχίζουν να αλλάζουν, ή έστω να φωτίζονται με άλλο φως; Είμαστε ακόμα πολύ κοντά στα έγκατα του ηφαιστείου για να το πούμε.
Πρέπει μάλλον, λοιπόν, για να αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε πώς θα απαντηθεί, στις 25 Μαΐου, το ερώτημα, να στραφούμε, ήδη από τώρα, σε άλλους, «ψυχρότερους» λαούς. Να ψηλαφήσουμε και να συνθέσουμε τη γρήγορη απάθεια των Κροατών, τη συγκολλητική χρήση των Βέλγων, την πορεία προς την απομόνωση των Ολλανδών, την αδύνατη ζεύξη θεωρίας και πράξης των Γάλλων, την κρυφή περηφάνια των Βαλτικών χωρών, την αμήχανη βεβαιότητα των πρώην ανατολικών χωρών –και τόσες άλλες εθνικές αντιδράσεις και, συχνά, αποδράσεις. Κυρίως όμως πρέπει να ρωτήσουμε, ο καθένας, μέσα μας: είναι αυτή η Ευρώπη που μας αξίζει, που αξίζει στο ίδιο το αρχικό σχέδιό της; Και κυρίως: υπάρχει ακόμα χρόνος και δρόμος για να αλλάξει πορεία χωρίς να διαλυθεί και να αφήσει, κατά πάσα βεβαιότητα, τη θέση της σε κάτι χειρότερο;
Σε αυτά τα ερωτήματα έχει τελικά χρέος να απαντήσει, μέσα στους επόμενους τρεισήμισι μήνες, η μόνη δύναμη που μπορεί να το κάνει: η πολιτική και ιδίως η σοσιαλδημοκρατία. Που οφείλει ακόμα να πιστεύει στην πολιτική, άρα και στην Ευρώπη.