Υπάρχουν δύο αφηγήματα σχετικά με την ελληνική κρίση: Σύμφωνα με το πρώτο, οι ελληνικές κυβερνήσεις των τελευταίων ετών έχουν σχεδόν πλήρως απολέσει την αξιοπιστία τους, μη υλοποιώντας σε ικανοποιητικό βαθμό τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει για τη μεταρρύθμιση της ελληνικής οικονομίας και της δημόσιας διοίκησης. Επιθυμούν, δε, τη συνέχιση της χρηματοδότησης, σχεδόν χωρίς επίβλεψη, για την υλοποίηση των συμφωνηθέντων. Σύμφωνα με το δεύτερο, οι δανειστές στοχεύουν στην πλήρη «παράδοση» του ΣΥΡΙΖΑ για να αποτρέψουν άλλες προσπάθειες αμφισβήτησης του κυρίαρχου μοντέλου ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης. Και τα δύο αφηγήματα περιέχουν σημαντικές αλήθειες και συνθέτουν μια πραγματικότητα, στο πλαίσιο της οποίας λαμβάνει χώρα η διαπραγμάτευση της χώρας μας με τους εταίρους της.
Αν αληθεύουν οι πληροφορίες ότι ελαχιστοποιείται η πιθανότητα για ένα –ποικιλοτρόπως καταστροφικό– σενάριο Grexit/Graccident και ότι βρισκόμαστε κοντά σε μια (μεταβατική) συμφωνία, τότε θα πρέπει να επικεντρωθούμε στην επόμενη ημέρα. Στο μεν εσωτερικό μέτωπο, οφείλουμε να προβληματιστούμε για το μέλλον της χώρας με το τρέχον επενδυτικό κλίμα, τις περιορισμένες προοπτικές ανάπτυξης (εν μέρει λόγω των εμμονών του κ. Σόιμπλε και άλλων ομοϊδεατών του), τη διαφαινόμενη επιστροφή στο μοντέλο του μεγάλου (και αναποτελεσματικού) Δημοσίου και, το σημαντικότερο, την οπισθοδρόμηση της εθνικής παιδείας στην –προβληματική– δεκαετία του 1980.
Στα, δε, εξωτερικά θέματα, υπάρχει μια πολυφωνία, που ασφαλώς δεν συμβάλλει στην ανάκτηση της σχεδόν εξαφανισθείσας αξιοπιστίας της χώρας. Το μεν υπουργείο Εξωτερικών φαίνεται να κινείται στη σωστή κατεύθυνση όσον αφορά στις σχέσεις με την Τουρκία και καλείται να διαχειριστεί την αστάθεια στην ΠΓΔΜ και τις πιθανές συνέπειες στις διαπραγματεύσεις για την ονομασία, αλλά και την ελάχιστα εποικοδομητική συμπεριφορά της Αλβανίας στις έρευνες για υδρογονάνθρακες. Το, δε, υπουργείο Εθνικής Αμυνας ορθά θεωρεί την αντιμετώπιση της παράτυπης μετανάστευσης και τζιχαντιστών/τρομοκρατίας ως ζήτημα των ευρωατλαντικών θεσμών, αλλά σε άλλη ανακοίνωση αναφέρεται στη δημιουργία ΝΑΤΟϊκής βάσης στο Αιγαίο, προφανώς αγνοώντας ότι τέτοιες αποφάσεις λαμβάνονται από τη Συμμαχία ύστερα από μακροχρόνια διαδικασία τεχνικής προετοιμασίας και διαβουλεύσεων και ότι, δεδομένης της ύπαρξης εξαιρετικά σημαντικών στρατιωτικών εγκαταστάσεων στην Κρήτη, δεν είναι προφανές γιατί το ΝΑΤΟ θα ενδιαφερόταν για πρόσθετη βάση στο Αιγαίο. Εσχάτως δε προέκυψε και θέμα ελληνικής συμμετοχής στη λεγόμενη «Τράπεζα BRICS». Και ναι μεν καμιά ιδέα δεν πρέπει να απορρίπτεται εκ των προτέρων, αλλά ουδεμία αναφορά έγινε στην προϋπόθεση πρότερης συμβολής στο κεφάλαιο της Τράπεζας, τα μάλλον υψηλότερα επιτόκια των δανείων από τα αντίστοιχα της Ευρωζώνης για την Ελλάδα, αλλά και την ελαφρώς τραγελαφική εικόνα μιας χώρας-μέλους της Ε.Ε. να συμμετέχει σε ένα τέτοιο σχήμα.
Εν μέσω, λοιπόν, περιφοράς ιερών λειψάνων και ανησυχιών Αγίων Πατέρων για «σιωνιστική συνωμοσία για ισλαμοποίηση της Ελλάδας», καθώς και διαφόρων άστοχων δηλώσεων για αμιγώς εσωτερική κατανάλωση, καλό θα ήταν να ενισχυθεί ο συντονισμός στα εξωτερικά θέματα, με κεντρικό ρόλο του ΥΠΕΞ.