Μετά τη θεσμικά πρωτόγνωρη κίνηση του πρωθυπουργού να προαναγγείλει την ημερομηνία των εκλογών σε ζωντανή τηλεοπτική σύνδεση, βρίσκεται σε εκκρεμότητα η επίσκεψή του στην Πρόεδρο της Δημοκρατίας, που μάλλον θα πραγματοποιηθεί τη Δευτέρα 24 Απριλίου. Σε αυτή τη συνάντηση, ο Μητσοτάκης, προκειμένου να ζητήσει τη διάλυση της Βουλής και τη διεξαγωγή εκλογών για τις 21 Μαΐου, θα επαναλάβει την κακή πρακτική των προκατόχων του και θα προφασιστεί “εθνικό θέμα μείζονος σημασίας”. Αξίζει, λοιπόν, λίγο πριν την επίσημη έναρξη της προεκλογικής περιόδου και καθώς οι επόμενες δύο εβδομάδες θα είναι εορταστικές, να ρίξουμε μια ματιά στα μέχρι στιγμής πολιτικά δεδομένα.
Τα νέα γκάλοπ
Καταρχάς, οι μετά τα Τέμπη δημοσκοπήσεις φανερώνουν μια μικρή μεταβολή στην εικόνα που είχαμε πριν, αν και δεν είναι τέτοιου μεγέθους που να μπορεί να χαρακτηριστεί ανατροπή. Ήδη η αρχική μικρή φθορά του κυβερνώντος κόμματος δείχνει να “μαζεύεται”, αν και η πιθανότητα σχηματισμού κυβέρνησης -ειδικά μονοκομματικής-, τόσο στην αναμέτρηση του Μαΐου όσο και στην ήδη εξαγγελλόμενη δεύτερη κάλπη στις αρχές Ιουλίου, είναι πλέον μικρή.
Οι κάλπες της Ν.Δ.
Η Ν.Δ., λοιπόν, παραμένει πρώτη δύναμη μεν, με καθήλωση ή πτώση ποσοστών δε, που ωστόσο δεν μεταφράζεται σε μετακίνηση των εν δυνάμει ψηφοφόρων της σε άλλο κόμμα, αλλά σε προσωρινή “στάθμευση” στη γκρίζα ζώνη των αναποφάσιστων. Σε αυτό το στοιχείο άλλωστε βασίζει ο Μητσοτάκης την εκτίμησή του ότι τελικά η αυτοδυναμία θα κερδηθεί, έστω και αν χρειαστεί να καταφύγει, όχι στις δύο κάλπες που έχει ήδη ανακοινώσει, αλλά ακόμα και σε τρίτη, που θα στηθεί κάποια στιγμή στις αρχές του φθινοπώρου.
Καθηλωμένος ΣΥΡΙΖΑ
Αυτή η μη “μετακόμιση” των ψηφοφόρων της Ν.Δ. επηρεάζει καθοριστικά τα ποσοστά των υπολοίπων κομμάτων και κυρίως του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ, που είχαν την ελπίδα να κερδίσουν κάποιους από αυτούς. Η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση αδυνατεί να καρπωθεί την όποια φθορά της Ν.Δ., να αμφισβητήσει την πρωτιά της και τελικά να ανατρέψει τα δεδομένα και να κερδίσει τις εκλογές. Εξάλλου, τα συνεχή πηγαινέλα μεταξύ σοβαρότητας και “πολακισμού” και μεταξύ θεσμικής υπευθυνότητας και αντισυστημικών συνθημάτων, εμποδίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ να βρει σε ποιο κοινό θέλει να απευθυνθεί και να το κατακτήσει στην κάλπη.
Το “σωσίβιο” ΠΑΣΟΚ
Το ΠΑΣΟΚ από την πλευρά του, μετά τη δημοσκοπική άνοιξη του 2022, βρίσκεται κολλημένο σε οριακά διψήφια ποσοστά, ενώ η θεσμική αντεπίθεση που επιχειρεί με την κατάθεση προτάσεων και προγράμματος, συχνά χάνεται σε εσωκομματικά ζητήματα, τα οποία γίνονται πρώτο θέμα στα φιλικά προς την κυβέρνηση ΜΜΕ. Την ίδια στιγμή βέβαια, Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ έχουν πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού τους το ενδεχόμενο κάλεσμα συνεργασίας προς το ΠΑΣΟΚ προκειμένου να τους “ξελασπώσει” από την πιθανή ακυβερνησία.
Αριστερές καταγραφές
Στην υπόλοιπη αριστερά τα πράγματα δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Το ΚΚΕ, για ακόμα μία φορά, θα αρκεστεί σε ένα ποσοστό κοντά στο 5,5%, ενώ το ΜέΡΑ25 -που συμμαχεί με τη ΛΑΕ-, αφού έχει καταγράψει για μεγάλο χρονικό διάστημα δημοσκοπικά ποσοστά κάτω από 3%, δείχνει πλέον να έχει εξασφαλίσει το εισιτήριο εισόδου στη Βουλή. Απλή καταγραφή δυνάμεων θα κάνουν και τα κόμματα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς (ΑΝΤΑΡΣΥΑ, Πλεύση Ελευθερίας κλπ).
Ο νεοναζισμός απειλεί
Σχετικά με τις εξελίξεις στην ακροδεξιά, πέραν της βέβαιης επανεισόδου της Ελληνικής Λύσης στη Βουλή, το ναζιστικό κόμμα του Κασιδιάρη καταγράφει ποσοστά σταθερά πάνω από το 3%, με αποτέλεσμα -αν τελικά ο Άρειος Πάγος εγκρίνει τη συμμετοχή του στις εκλογές- να έχει σίγουρη την κοινοβουλευτική παρουσία. Μάλιστα, το προσωπείο που θέλει να αποκτήσει, με αχυράνθρωπους που θα παριστάνουν τους αρχηγούς, δεν είναι τίποτα περισσότερο από την προσπάθεια να ξεπεράσει τον σκόπελο της νομοθετικής παρέμβασης που υποτίθεται ότι βάζει εμπόδια στη νεκρανάσταση της Χρυσής Αυγής. Επίσης, στον ίδιο χώρο υπάρχουν σχηματισμοί (Τζήμερος-Κρανιδιώτης, Μπογδάνος, Εμφιετζόγλου κλπ) που βρίσκονται σε συνεχή κίνηση, με συμμαχίες, διασπάσεις και εκ νέου συνεργασίες, που όμως δεν δείχνουν ιδιαίτερη δυναμική.
Ζητήματα αποχής
Τέλος, εκείνο που πάντα έχει τη δική του ιδιαίτερη σημασία είναι το ποσοστό της αποχής. Σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, όλο και περισσότεροι πολίτες μένουν συνειδητά μακριά από την κάλπη. Πέραν όσων έχουν αναπτύξει σχέση απέχθειας με την πολιτική και τον κοινοβουλευτισμό, υπάρχουν και εκείνοι που επισημαίνουν τα αδιέξοδα και τις συνεχείς καθυστερήσεις στον εκσυγχρονισμό και τη μεταρρύθμιση βασικών δομών του κράτους και τελικά αυτή τους η απογοήτευση, την ημέρα των εκλογών, τους κρατά στον καναπέ. Το στοίχημα για όλες τις πολιτικές δυνάμεις είναι να καταφέρουν, μέσα από τον σοβαρό τους λόγο και τις ρεαλιστικές τους προτάσεις, να τους ενεργοποιήσουν και πάλι. Ωστόσο, για όλα αυτά θα μπορέσουμε να μιλήσουμε πιο καθαρά μετά την επίσημη προκήρυξη των εκλογών.
Μέχρι τότε… καλό Πάσχα.