Διαβάζω στη «Μοντ» ότι οι γάλλοι ευρωπαϊστές, τόσο οι δεξιοί όσο και οι αριστεροί, έχουν ένα μεγάλο πρόβλημα: δεν ξέρουν πώς να πείσουν τους πολίτες να αγαπήσουν την Ευρώπη. Η προπαγάνδα των ευρωσκεπτικιστών κάνει θραύση. Εν μέσω της κρίσης, της ανεργίας και της πτώσης του βιοτικού επιπέδου, η κοινωνία χρειάζεται έναν αποδιοπομπαίο τράγο. Αλλοτε ήταν ο Σαρκοζί, στη συνέχεια τη σκυτάλη πήρε η Γερμανία, τώρα είναι η Ευρώπη. Και η δυσπιστία αυτή δεν περιορίζεται βέβαια στη Γαλλία.
Οι αντιπαραθέσεις μεταξύ των υποψηφίων για την προεδρία της Κομισιόν βοηθούν καθόλου στην αντιμετώπιση αυτού του φαινομένου; Πολύ αμφιβάλλω. Για την Ελλάδα δεν το συζητάμε, δεν ενδιαφέρεται κανείς. Γι? αυτό δεν έσκασε ιδιαίτερα ο Αλέξης Τσίπρας που η αναγκαστική χρήση της αγγλικής στα πρώτα ντιμπέιτ τον ανάγκασε να καταφύγει στην Πράγα και να ασχολείται με τις επιδόσεις του Κομμουνιστικού Κόμματος Βοημίας – Μοραβίας. Η απουσία του μπορεί να συζητήθηκε στην Ευρώπη, δύσκολα όμως θα του κοστίσει έστω και μία ψήφο στην Ελλάδα. Δεν έχει έτσι καμιά αναστολή να επιτίθεται μέσω twitter στον Γιούνκερ και τον Σουλτς επειδή έδειξαν περιφρόνηση στους Ελληνες που δοκιμάζονται και δεν δέχθηκαν πρόσκληση του Πανεπιστημίου Αθηνών για μια συζήτηση στην Αθήνα…
Αλλά και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όσοι βλέπουν αρνητικά την Ευρώπη και τους θεσμούς της μάλλον δεν άλλαξαν άποψη παρακολουθώντας τις συζητήσεις των επίδοξων διαδόχων του Μπαρόζο. Η συζήτηση στο Πανεπιστήμιο του Μάαστριχτ ήταν βέβαια πολιτισμένη και υψηλού επιπέδου. Ελειπε όμως ένας άνθρωπος με το χάρισμα, το πάθος και την καθαρότητα των απόψεων του Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ. Ο πιο ειλικρινής ευρωπαϊστής από τους τέσσερις, ο Γκι Φέρχοφστατ, τάχθηκε μεν υπέρ μιας μεγαλύτερης ενοποίησης της Ευρώπης, φρόντισε όμως ταυτόχρονα να κλείσει το μάτι στους κεντροδεξιούς ψηφοφόρους λέγοντας ότι απαιτείται λιγότερος έλεγχος της ενιαίας αγοράς. Η πιο νέα υποψήφια, η 32χρονη οικολόγος Σκα Κέλερ, επέμεινε ότι πρέπει να ακούγεται περισσότερο η φωνή των πολιτών, στο θέμα της Ουκρανίας όμως είπε διάφορες γενικότητες για την ανάγκη της ειρήνης και του διαλόγου, ενώ στο καυτό ζήτημα της μετανάστευσης περιορίστηκε να ζητήσει μεγαλύτερη προσοχή σε αυτούς που ζητούν άσυλο. Ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ ξεκαθάρισε ότι δεν πρόκειται να συνεργαστεί με την Ακρα Δεξιά, προκάλεσε θυμηδία όμως όταν ισχυρίστηκε ότι η πραγματική εξουσία δεν ανήκει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, αλλά στον λαό. Οσο για τον Μάρτιν Σουλτς, διακήρυξε με σθένος ότι ήρθε η ώρα να αλλάξει η Ευρώπη, όταν ρωτήθηκε όμως για τα ευρωομόλογα παραδέχθηκε ότι δεν είναι ρεαλιστική η υιοθέτησή τους.
Ο καθένας από τους παραπάνω είναι χίλιες φορές καλύτερος από τον Μπαρόζο, που περιοριζόταν να εκτελεί τις εντολές του Βερολίνου. Για να γίνει σέξι όμως η Ευρώπη, χρειάζεται ένα ποιοτικό άλμα. Χρειάζεται αυτό που ζητούσε ο Κίσινγκερ, ένας πραγματικός ηγέτης.