Η συγκυρία των διεθνών αγορών χαρακτηρίζεται από δύο στοιχεία που η Ελλάδα θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να αξιοποιήσει. Πρώτον, «ξεχειλίζουν» από κεφάλαια, που τους προσφέρουν πάμφθηνα οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες (κυρίως ΗΠΑ, Ιαπωνίας) μέσω «quantitative easing», σε μια απόπειρα να στηριχτεί η ανάκαμψη. Δεύτερον, έχει αναστραφεί η ροή των διεθνών κεφαλαίων. Ενώ από το 2007 κατευθύνονταν από τις ανεπτυγμένες στις αναδυόμενες οικονομίες, μετά το 2010 αλλάζουν ρότα και κατευθύνονται προς τις οικονομίες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού. Η αλλαγή οφείλεται κυρίως (α) στην άρση των μεγάλων αβεβαιοτήτων για την εξυπηρέτηση του χρέους και την οικονομία των ΗΠΑ, (β) στις ισχυρές ενδείξεις ότι ο ανοδικός κύκλος στην Κίνα εξαντλεί τη δυναμικότητά του και (γ) στη βεβαιότητα ότι στον ευρωπαϊκό νότο κρύβονται μεγάλα κοιτάσματα υποτιμημένων αξιών. Γι’ αυτό, ακριβώς, μεγάλες μάζες κεφαλαίου στρέφονται στις χώρες του νότου της Ευρωζώνης.
Η στροφή ενισχύεται από τα αποτελέσματα της προσπάθειας της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας, ενώ η Ιταλία και η Ισπανία βρίσκουν τον βηματισμό τους, με αποτέλεσμα ήδη να δέχονται όχι μόνο βραχυπρόθεσμα αλλά και μακροπρόθεσμα κεφάλαια για επενδύσεις. Η Ελλάδα πόρρω απέχει από αυτόν το στόχο, καθώς στα γνωστά δεινά έχουν προστεθεί, τώρα, τέσσερις αβεβαιότητες για (α) την ανάκαμψη, (β) τη γνησιότητα και βιωσιμότητα του πρωτογενούς πλεονάσματος, (γ) την ισχύ και ικανότητα των τραπεζών και (δ) την αβεβαιότητα ενόψει των εθνικών εκλογών που προεξοφλούνται. Αλλά, πέρα από τα επενδυτικά κεφάλαια, τη χώρα μας δεν την αγγίζουν ούτε τα μεγάλα βραχυπρόθεσμα κεφάλαια και χωρίς ξένα ιδιωτικά κεφάλαια, οικονομική μεγέθυνση δεν γίνεται.
Γιατί η εσωτερική αποταμίευση έχει στερέψει – ή μειώνεται. Οι τράπεζες με το σταγονόμετρο ανταποκρίνονται στις ανάγκες ρευστότητας (κεφάλαια κίνησης) των επιχειρήσεων που βρίσκουν αγορές και έχουν αργούσα παραγωγική δυναμικότητα, ενώ η χρηματοδότηση νέων επενδύσεων δεν κουβεντιάζεται στα σοβαρά. Το μοντέλο δημιουργίας μιας «bad bank» ανά τράπεζα, υπάρχουν φόβοι ότι θα αποδειχτεί εξαιρετικά προβληματικό για τρεις λόγους: (α) Σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ τραπεζών – η μία να ρυθμίζει κι οι άλλες να τραβούν το χαλί προασπίζοντας τα συμφέροντά τους, (β) διαδικασίες που εύκολα, στις σημερινές συνθήκες, μπορούν να καταστούν διαβλητές – ως διακριτική μεταχείριση «ημέτερων» προνομιούχων σε βάρος άλλων και (γ) αδυναμία λήψης ριζικών αποφάσεων στην απαιτούμενη κλίμακα – λόγω του κινδύνου διάβρωσης της κεφαλαιακής επάρκειάς τους. Από την άλλη, το κεϊνσιανό μοντέλο της κλειστής οικονομίας, ίσως έχει βάση για μια μεγάλη οικονομία όπως των ΗΠΑ, είναι άχρηστο για τη μικρή, ανοιχτή ελληνική οικονομία. Πρέπει να δημιουργήσουμε ικανούς διαύλους προσέλκυσης ξένων και δη μακροπρόθεσμων ιδιωτικών κεφαλαίων.
Το θέμα είναι πολιτικό. Εργαλεία υπάρχουν. Μια ιδέα είναι η δημιουργία δύο-τριών ειδικών οχημάτων, venture capitals, με συμμετοχή ιδιωτικών και δημόσιου χαρακτήρα κεφαλαίων (ΕΤΕπ και άλλοι) που θα κερδίζουν από τη στήριξη εταιρειών μεσαίας δυναμικότητας σε τομείς που αναπτύσσονται ακόμα και όταν η υπόλοιπη οικονομία είναι στάσιμη (σε δακτύλιους ανάπτυξης). Αλλη, είναι η δημιουργία μιας ισχυρής επενδυτικής τράπεζας, με συμμετοχή ελληνική και ξένων επενδυτικών τραπεζών δημοσίου χαρακτήρα (όπως η γερμανική KfW και άλλες ευρωπαϊκές), σχεδιασμένη έτσι ώστε να προσελκύσει ξένα ιδιωτικά κεφάλαια, να λειτουργεί (όχι με… μοντέλο ΕΤΒΑ) με επαγγελματικό (και ξένο…) μάνατζμεντ και θα χρηματοδοτεί μεγάλα επενδυτικά προγράμματα δημόσιου και ιδιωτικού χαρακτήρα. Αυτά κι άλλα ανάλογα οχήματα εκτιμάται ότι μπορούν να προσελκύσουν αρκετές δεκάδες δισεκατομμύρια για τη χρηματοδότηση της μεγέθυνσης, με την παράλληλη ορθολογική, διαφανή αξιοποίηση του ΕΣΠΑ (χωρίς να μεσολαβούν σκληροί δακτύλιοι μίζας). Προϋπόθεση, ένα εθνικό σχέδιο που θα προσδιορίζει τους κεντρικούς τομείς ανάπτυξης, πού, πώς, με ποιους όρους θα αξιοποιήσουμε τα κεφάλαια που προσκαλούμε.
Εφόσον αρθεί η πολιτική αβεβαιότητα, αποκατασταθεί στοιχειώδες αίσθημα εμπιστοσύνης (πολιτικής, φορολογικής, με αξιόπιστα δημοσιονομικά στοιχεία) και διαμορφωθεί αυτό το σχέδιο, τότε θα είχε νόημα η έξοδος της χώρας στις αγορές για την άντληση ενός συμβολικού ποσού 2-3 δισ. ευρώ, έστω με διπλάσιο επιτόκιο από το μέσο επιτόκιο που πληρώνουμε (2,5%) για συνολικό χρέος 320 δισ. ευρώ. Η επιβάρυνση θα ήταν ανεπαίσθητη. Ως αντάλλαγμα, υπό αυτές τις προϋποθέσεις, η έξοδος στις αγορές θα τόνωνε σημαντικά την ελληνική αγορά κεφαλαίου και, ειδικότερα, θα έδινε την ευχέρεια σε επιχειρήσεις να αντλήσουν χρηματοδότηση μέσω έκδοσης εταιρικών ομολόγων. Η περιορισμένη έξοδος στις αγορές στο πλαίσιο μιας σχεδιασμένης πολιτικής ανασυγκρότησης, θα διευκόλυνε την προσέλκυση ξένων και σταδιακά μακροπρόθεσμων κεφαλαίων. Διαφορετικά, θα ήταν ένα ακόμη τέχνασμα για ανούσια success stories.