Το πρώτο που πρέπει να παρατηρήσουμε είναι ότι τα κόμματα είναι κάτι σαν την Ελλάδα: επιδοτούμενα, υπερχρεωμένα, αναξιόπιστα και με τους πιστωτές να τα κυνηγάνε. Το δεύτερο που πρέπει να παρατηρήσουμε είναι ότι κάτι έπρεπε να γίνει. Δεν μπορούν να ενταχθούν στο άρθρο 99 για να προφυλαχτούν από τους πιστωτές τους και δεν μπορούν να βάλουν λουκέτο λίγο πριν από τις εκλογές. Μπορούσαν όμως να δείξουν ότι κάτι διδάχθηκαν από την κρίση και μαζί με τα λεφτά να υπέγραφαν ένα «μνημόνιο περικοπής των δαπανών» με τον ελληνικό λαό και να ψήφιζαν κάποιο νόμο συμμόρφωσης για το μέλλον, αντί να περνούν νυχτιάτικα τροπολογίες σε νομοσχέδια που αφορούν το ζωικό κεφάλαιο της χώρας.
Ο τέως υπουργός Εσωτερικών Γιάννης Ραγκούσης πρότεινε στα δύο κόμματα, να δείξουν έμπρακτα ότι αξίζουν τα λεφτά που (ξανα)παίρνουν. Να ψηφίσουν ταυτόχρονα ένα νόμο –είναι έτοιμος και σκονίζεται στα συρτάρια της κυβέρνησης– σχετικά με την κρατική χρηματοδότηση και τις δαπάνες των κομμάτων. Να δείξουν ότι θέλουν να αλλάξουν· ότι σ’ αυτόν τον κόσμο δεν υπάρχει «τζάμπα γεύμα», δηλαδή λεφτά χωρίς υποχρεώσεις.
Μάταια! Τα κόμματα είναι τόσο τυφλωμένα που δεν κουβέντιασαν καν την πρόταση· δεν θέλησαν καν να τη χρησιμοποιήσουν, έστω ως φύλλο συκής, για τα τριάντα εκατομμύρια που παίρνουν από ένα πρωτογενώς ελλειμματικό (και φέτος) κρατικό προϋπολογισμό. Αντ’ αυτών διαβάζουμε στον Τύπο ότι εκφράζεται από τον κ. Βενιζέλο αλλά και κορυφαίους υπουργούς «έντονη δυσφορία» για το πρόσωπο του κ. Γ. Ραγκούση, σχετικά με την πρωτοβουλία του να μην ακολουθήσει τη γνωστή από την εποχή Αβέρωφ τακτική για «μούγγα στη στρούγκα».
Βεβαίως, για τις δυσφορίες υπάρχει ένα μόνο γιατρικό –το ξίδι–, αλλά εδώ ξαναμπαίνει το ερώτημα της τύφλωσης των πολιτικών σχηματισμών μέσα στη θύελλα που ζούμε. Τα κορυφαία στελέχη των δύο κομμάτων θαρρούν πως τα πράγματα είναι όπως παλιά, ότι μπορούν να περνούν τροπολογίες εκατομμυρίων νυχτιάτικα και όλοι οι υπόλοιποι να πληρώνουμε και να χειροκροτούμε. Το χειρότερο είναι ότι αδυνατούν να κατανοήσουν ότι δεν ψιχαλίζει…
Ο Καναδός συγγραφέας Μπράιαν Τρέισι είχε γράψει ότι «κρίση είναι μια αλλαγή που προσπαθεί να συμβεί». Η ελληνική κρίση είναι πολλές αλλαγές που προσπαθούν να συμβούν. Δεν αρκεί να διορθωθούν μόνο οι αριθμοί, να μοιάζουν ότι προσεγγίζουν εκείνους της υπόλοιπης Ευρώπης. Αυτό το κάναμε και δεν μας πήγε μακριά. Πρέπει να εξαλειφθούν οι παθογένειες που παράγουν τα αρνητικά αποτελέσματα. Πρέπει να αλλάξει το κράτος, η αγορά, το πολιτικό σύστημα, ο τρόπος λειτουργίας των κομμάτων· τα πάντα.
Μια ελπίδα έχουν μόνο τα δύο μεγάλα κόμματα. Πρέπει να προχωρήσουν σε γενναία αλλά αληθή αυτοκριτική. Οχι γι’ αυτά που έπρεπε να γίνουν, αλλά γι’ αυτά που δεν έκαναν. Η κριτική στο Μνημόνιο πρέπει να συνοδεύεται με ισοδύναμες προτάσεις. Οχι με τα φανταστικά 18 δισ. του κ. Σαμαρά (πριν από δύο μήνες τρόμαξαν να βρουν 0,35 δισ. περικοπών) αλλά πραγματικές και βιώσιμες λύσεις, όσο οδυνηρές και αν είναι.
Η εποχή χρειάζεται τολμηρές λύσεις και όχι τον βολικό συντηρητισμό. Χρειάζονται τομές και όχι παραμύθια για εύκολη έξοδο από το τούνελ. Από βολικούς μύθους χορτάσαμε. Εκτός αυτού, δεν πιάνουν στους ψηφοφόρους…