Λεβέντες στην εξέδρα

Γιάννης Παπαθεοδώρου 25 Σεπ 2015

Είναι πολύ νωρίς για να βγάλει κανείς συμπεράσματα από τις χθεσινές εκλογές. Ωστόσο, κάποιες πρώτες επιφυλακτικές παρατηρήσεις μπορούν να γίνουν, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις κεντρικές πολιτικές συμπεριφορές που εκφράστηκαν στην κάλπη, με κύριο βέβαια το πρόβλημα της πρωτοφανούς αποχής αλλά και το πρόβλημα της Χρυσής Αυγής. Και τα δύο μεγεθύνουν την κρίση της δημοκρατικής αντιπροσώπευσης και επιτείνουν την απαξίωση του πολιτικού συστήματος ? στοιχεία που δείχνουν ότι το «δημοκρατικό τόξο» δεν διαθέτει ακόμη αρκετά βέλη στη φαρέτρα για να βρει το στόχο του. Ας μείνουμε όμως στο «άλλο μισό» του κοινωνικού σώματος, που εξακολουθεί να θεωρεί ότι οι εκλογές είναι η γιορτή της δημοκρατίας.

Η συντριπτική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ (και η προσωπική νίκη του Αλέξη Τσίπρα) έδειξε, κατ’ αρχάς, ότι υπάρχει μια συμπαγής και ευρεία κοινωνική πλειοψηφία που εμπιστεύτηκε για δεύτερη φορά το ΣΥΡΙΖΑ ως «βασικό κορμό» για τη συνέχεια της διακυβέρνησης. Η ίδια ευρεία πλειοψηφία έστειλε επίσης και ένα μήνυμα στο εσωτερικό της Αριστεράς: το αντιμνηνονιακό «κόμμα της δραχμής» ανήκει πλέον οριστικά (;) στην εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, χωρίς να έχει καταφέρει να κεφαλαιοποιήσει προνομιακά το «Όχι» του δημοψηφίσματος. Η εσωτερική διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ δεν επηρέασε σχεδόν καθόλου το εκλογικό σώμα που τον στήριξε ακόμη και στη «μνημονιακή στροφή» του. Ο «αγνός» Παναγιώτης Λαφαζάνης, η «ηρωική» Ζωή Κωνσταντοπούλου και ο «σελέμπριτι» Γιάνης Βαρουφάκης ήταν τελικά μάλλον ένα γραφικό πρόβλημα του προηγούμενου κυβερνητικού σχήματος, παρά μια οργανωμένη εναλλακτική πρόταση για την κοινωνία. Οι νοσταλγοί του «αντιμνημονίου» δεν απέκτησαν ουδέποτε κοινωνικά ερείσματα και δεν κινητοποίησαν νέες «ριζοσπαστικές» δυνάμεις αμφισβήτησης της νέας πορείας της χώρας.

Εξίσου μάταιη αποδείχτηκε και όλη αυτή η «κουλτούρα της ήττας» που αναπτύχθηκε, με αναλυτική αρθρογραφία, στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ. Απ’ ό,τι φάνηκε επίσης, το μελόδραμα της «αριστερής μελαγχολίας» ήταν ένα εξίσου αδιάφορο έργο για την κοινωνία. Οι πολίτες έδωσαν μια καθαρή νίκη στο ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να ζυγίζουν το ψυχολογικό βάρος που έχουν τα καυτά δάκρυα των συντρόφων της Κουμουνδούρου. Συμπέρασμα πρώτο: το «κόμμα Τσίπρα» εφάπτεται μεν με τον παλαιό ΣΥΡΙΖΑ αλλά δεν ταυτίζεται πλέον με αυτόν. Στην τελική επιλογή των πολιτών μέτρησε περισσότερο η αναμέτρηση με το λεγόμενο «παλαιό» πολιτικό σύστημα, παρά η καθαρότητα της συνέπειας μεταξύ του χειμερινού και του εαρινού ΣΥΡΙΖΑ.

Μεταφράζοντας την ψήφο των πολιτών σε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης ο Αλέξης Τσίπρας έσπευσε και πάλι να ζητήσει τη συνδρομή των ΑΝΕΛ και του Πάνου Καμμένου. Η θεαματική πανηγυρική «συγκατοίκηση» του Αλέξη Τσίπρα με τον Πάνο Καμμένο στην εξέδρα του κεντρικού εκλογικού περιπτέρου του ΣΥΡΙΖΑ δεν αφήνει κανένα περιθώριο για το περιεχόμενο της νέας εξουσίας. Σβήνοντας ταχύτατα όλα τα προεκλογικά ψελλίσματα περί «προοδευτικής διακυβέρνησης», ο Αλέξης Τσίπρας επέλεξε και πάλι τον ίδιο φτηνό κυβερνητικό εταίρο εδραιώνοντας έτσι τον «εθνολαϊκισμό» ως συστατικό στοιχείο της επόμενης διακυβέρνησης. Πρόκειται για στρατηγική επιλογή που δεν συνεχίζει απλώς την προηγούμενη ευκαιριακή συνεργασία των δύο κομμάτων αλλά την αναβαθμίζει σε μόνιμη πλέον ιδεολογική και πολιτική σύμπλευση.

Δεν χρειάζεται βέβαια να υπενθυμίσω ότι έτσι διαλύονται και οι τελευταίες ελπίδες για μια πιθανή μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ σε σύγχρονο κόμμα της ευρωπαϊκής δημοκρατικής αριστεράς. Είναι σχεδόν σίγουρο ότι οι δύο λεβέντες της εξέδρας θα στραφούν σύντομα στον τρίτο «Λεβέντη» για να βρουν ένα χρήσιμο μαξιλάρι υποστήριξης στις επερχόμενες ψηφοφορίες. Φοβάμαι όμως πως έτσι οποιαδήποτε ελπίδα μεταρρυθμίσεων, διαχειριστικής επάρκειας, ορθολογικής συναίνεσης και ευρύτερων συνεργασιών εξανεμίζεται. Η χώρα θα παραμείνει εγκλωβισμένη στο κυβερνητικό κελί μιας παλαιοημελογήτικης ομάδας αριστερών και μιας ανεξέλεγκτης ομάδας ακροδεξιών. Οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ θα  αποτελέσουν το θλιβερό υποκατάστατο της ευρείας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, που δημιουργήθηκε κατά την θερινή ψήφιση του νέου Προγράμματος. Είναι αρκετό άραγε το νέο δικομματικό κυβερνητικό σχήμα των 155 βουλευτών να εφαρμόσει τη συμφωνία και να κρατήσει τη χώρα σε αταλάντευτη ευρωπαϊκή πορεία; Νομίζω πως όχι. Πρόκειται άλλωστε για μια νέα πολιτική τερατογένεση. Συμπέρασμα δεύτερο: η νέα συγκυβέρνηση είναι επισφαλής, ευάλωτη, και «επονείδιστη» ακριβώς επειδή είναι πολιτικά ασύμβατη με την ευρωπαϊκή κουλτούρα και εμπειρία των κυβερνήσεων συνεργασίας.

Υπάρχει όμως και ένα καλό νέο που βγαίνει από τις κάλπες αυτών των εκλογών. Η νέα πολιτική ορατότητα που απέκτησε η «Δημοκρατική Συμπαράταξη» αλλά και η «στριμωγμένη» επιβίωση του «Ποταμιού» μπορούν να επιταχύνουν τις εξελίξεις στο χώρο της Κεντροαριστεράς, με άξονα πλέον την απεύθυνση σε ένα μεγάλο εκλογικό ακροατήριο. Δεν εννοώ βέβαια τη γνωστή τακτική του «ώριμου φρούτου», που πιθανώς να φέρει η φιλοξενία της δυσαρέσκειας από την άσκηση της εξουσίας των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Εννοώ τη συνθετική σύλληψη ενός σχεδίου ανάκαμψης της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας, που πρέπει να μετατρέψει τη δυσαρέσκεια σε προτίμηση γύρω από ένα ολοκληρωμένο εναλλακτικό σχέδιο προοδευτικής διακυβέρνησης. Είναι εξαιρετικά σημαντικό ότι το σχέδιο αυτό έχει πλέον πρωταγωνιστή, διαδικασίες, ομάδες διαλόγου και κυρίως μια αξιόλογη κοινοβουλευτική παρουσία αντιπολίτευσης απέναντι στο νέο κύμα εθνολαϊκισμού των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Από εδώ και πέρα, αυτή η εποικοδομητική κεντροαριστερή αντιπολίτευση μπορεί και πρέπει να δημιουργήσει ένα νέο πολιτικό υποκείμενο. Συμπέρασμα τρίτο: η ενιαία και ομόσπονδη Δημοκρατική Συμπαράταξη είναι πλέον και μετρήσιμη και χρήσιμη. Μπορεί να γίνει όμως και η κρίσιμη δύναμη για τους προοδευτικούς πολίτες αυτού του τόπου, όταν η εξέδρα με τους λεβέντες θα αρχίσει να τρίζει.

Δημοσιεύτηκε στο blog DIMART