Le jeune Ahmed (Ανάμεσά μας), των Jean-Pierre και Luc Dardenne.

Θόδωρος Σούμας 12 Ιουν 2021

Πηγή: Cinephilia.gr

 

Η πολύ αξιόλογη ταινία Ανάμεσά μας (Le jeune Ahmed) των σπουδαίων, ρεαλιστών Βέλγων σκηνοθετών Ζαν-Πιερ και Λυκ Νταρντέν, πραγματεύεται το πρόβλημα της νεολαίας με αραβική καταγωγή που έχει στραφεί προς τη μουσουλμανική θρησκοληψία, τον σαλαφικό ισλαμισμό και εν δυνάμει προς τον τζιχαντισμό. Το τελευταίο φιλμ των αδελφών Νταρντέν, του 2019, σκιαγραφεί το πορτρέτο ενός νεαρού Άραβα μαθητή στο Βέλγιο, παράταιρου και μάλλον απροσάρμαστου επειδή φλερτάρει επικίνδυνα με την τρομοκρατία και την πλήρη άρνηση των ανθρωπιστικών, φιλελεύθερων ιδανικών της δυτικής κοσμικής δημοκρατίας.  Η προβληματική και η αφήγηση των αδελφών Νταρντέν ξεδιπλώνεται άνετα, φυσικά, με λογική συνέπεια, χωρίς τίποτε βεβιασμένο. Το βλέμμα τους είναι αντικειμενικό, αφανάτιστο, διαυγές κι απροκατάληπτο, χωρίς a priori ιδέες. Η κινηματογράφηση απλή, λιτή, αμερόληπτη, σχεδόν μινιμαλιστική. (Εδώ διαγράφεται η συγγένεια του φιλμαρίσματος, της σκηνοθεσίας των Νταρντέν με αυτό του Ρομπέρ Μπρεσόν). Αυτό όμως δεν σημαίνει πως η ταινία δεν περικλείει πολλά συναισθήματα, απλώς οι Νταρντέν τα χειρίζονται δωρικά, σε χαμηλούς τόνους, ακόμη και το συνταρακτικό τέλος της ιστορίας.

Οι αδελφοί Νταρντέν αναπτύσσουν, ήρεμα και ψύχραιμα, την ιστορία ενός δυσπροσάρμοστου μαθητή, αραβικής καταγωγής, που επηρεάζεται από τον μπακάλη και ιμάμη της περιοχής του προς έναν δογματικό, άτεγκτο τρόπο ζωής και σκέψης σύμφωνα με τις επιταγές του φονταμανταλισμού και της σκληροπυρηνικής ερμηνείας του κορανίου. Ο κινηματογράφος των Ζαν-Πιερ και Λυκ Νταρντέν ήταν πάντα ουσιαστικά φαινομενολογικός, ξεκινά από την (ανα)παράσταση/σύλληψη των φαινομένων για να πλησιάσει την ουσιώδη αλήθεια του όντος, των πραγμάτων και των εκφάνσεων της ζωής και των ανθρώπινων εκδηλώσεων. Παρ όλα αυτά, εμείς θα αποτολμήσουμε να κάνουμε ψυχολογία και να σκιαγραφήσουμε το ψυχολογικό πορτρέτο του πρωταγωνιστή (κόντρα στη λογική των Βέλγων σκηνοθετών). Ο πατέρας του Αχμέτ έχει πεθάνει και ο νεαρός βρίσκει στο πρόσωπο του φανατικού ιμάμη μια νέα πατρική φιγούρα. Στο βάθος, ίσως ο Αχμέτ, παρόλο που φαντασιώνεται τον εαυτό του σαν έναν τζιχαντιστή, δεν είναι παρά ένας κακομοίρης, εύπιστος, λίγο χαζούλης, εμμονικός, φανατικός σαν χούλιγκαν και μυστικοπαθής πιτσιρικάς που γραπώθηκε από το πιο απλοϊκό στήριγμα που βρήκε κοντά του, τον ισλαμισμό που κηρύσσει το τοπικό τζαμί. Ο Αχμέτ φοβάται τις γυναίκες και την “αμαρτία” των ερωτικοηθικών παραπτωμάτων – αποπειράται να σκοτώσει τη φιλελεύθερη, προοδευτική κι ανοιχτόμυαλη δασκάλα του κι αποκρούει λόγω θρησκευτικού πουριτανισμού το φλερτ μιας νεαρής στο αναμορφωτήριο κοινωνικής εργασίας κι επανεκπαίδευσης – και επικαλύπτει τη φοβία του με τα ισλαμιστικά, πουριτανικά  κελεύσματα. Δυσκολεύεται να σηκώσει τη ματιά του, ιδίως προς τις γυναίκες... Πλένεται συνέχεια με νερό με τα χέρια του, ιδίως πριν την προσευχή στο χαλάκι που κουβαλάει αδιάκοπα, γιατί το κοράνι θεωρεί τα τεχνητά προϊόντα, σαπούνι, οδοντόπαστα, οδοντόβουρτσα κ.τ.λ., αφύσικα και ρυπαρά. Μπορούμε να θεωρήσουμε τη μανιακή ιδεοληψία του έναντι του ισλάμ σαν την εξιδανίκευση των ερωτικών ορμών του που αγωνίζεται λυσσαλέα να απωθήσει... Ο μαθητής, μα και το φιλικό και συντροφικό, αραβικό περιβάλλον του υιοθετούν ως εύκολη λύση τη σχηματική και μανιχαϊστική ισλαμιστική ιδεολογία, ο Αχμέτ φλερτάρει με τη σύμπλευση με τη βίαιη, σαλαφιστική ηθική στάση και συμπεριφορά έναντι των “απίστων” και των “προδοτών” του υποτιθέμενου καθαρού μουσουλμανισμού (στο κέντρο του στόχου η δασκάλα του). Είναι πολύ δύσπιστος, κρυψίνους, ύπουλος και αφελής. Ένας εν δυνάμει, στη χειρότερη των περιπτώσεων, τζιχαντιστής τρομοκράτης, εάν τυχόν δεν αντιληφθεί στο μέλλον και δεν αφομοιώσει τις πλουραλιστικές, κοσμικές, φιλελεύθερες, ανεκτικές και δημοκρατικές αξίες και αρχές των δυτικών, ευρωπαϊκών χωρών, εάν δεν καταλάβει πως οφείλει να σεβαστεί τους νόμους της χώρας στην οποία κατοικεί (στο Βέλγιο, ένα κράτος δικαίου και κοινωνικής πρόνοιας, όπως το παρουσιάζουν οι Νταρντέν), όπως και οι υπόλοιποι πολίτες της. Σημειωτέον πως η πρώτη γενιά των αράβων μεταναστών στη Δ.Ευρώπη δεν διακατεχόταν και δεν εμπνεόταν από τη θρησκεία τους, απλά ήταν συνηθισμένοι πιστοί όπως κι οι χριστιανοί συμπολίτες, επιτελούσαν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα και οι περισσότεροι ενστερνίζονταν την μπααθική πολιτική ιδεολογία των πρώην απελευθερωτικών κινημάτων τους (που ήταν ξένη προς τον άκαμπτο ισλαμισμό). Η στροφή προς τον “ριζοσπαστικό” ισλαμισμό μπορούμε να πούμε πως σφραγίστηκε από την επικράτηση του αγιατολάχ Χομεϊνί στο σιιτικό Ιράν και ισχυροποιήθηκε αργότερα από τους ταλιμπάν και την Αλ-Κάιντα σε Αφγανιστάν, Σαουδική Αραβία και λοιπές σουνιτικές περιοχές (ακολούθησε, ισχυροποιούμενο σε πολλά μέρη, το άκρως επεκτατικό “Ισλαμικό Κράτος”). Το κύριο πρόβλημα με τους ισλαμιστές, μας λέει μέσω των εικόνων και των ήχων του το φιλμ των δύο Βέλγων σκηνοθετών (περάσαμε τυχαία, παλαιότερα, από την ίδια βελγική κινηματογραφική σχολή) είναι πως αναφερόμαστε σε έναν πολιτισμό εκ διαμέτρου αντίθετο προς τον δυτικό. Σε μια θρησκευτική κουλτούρα με άλλες αξίες, άλλες αρχές και ιδεώδη, άλλα προτάγματα και με άλλους ατομικούς, προσωπικούς στόχους για τους ανθρώπους, από αυτούς της δυτικής, ανθρωπιστικής κουλτούρας, που πηγάζει από τον Διαφωτισμό, ενώ η εκείθε αντίληψη πηγάζει από μια φονταμανταλιστική αντίληψη της μωαμεθανικής θρησκείας.

Διαπιστώσαμε, σερφάροντας στις κινηματογραφικές στήλες των διαφόρων μέσων στο ίντερνετ, πως υπάρχει ένα πρόβλημα λαθεμένης πολιτισμολογικής και ιδεολογικοπολιτικής κρίσης για αρκετές, δημοσιευθείσες ελληνικές κινηματογραφικές κριτικές, π.χ. στις Εφημερίδα των συντακτών, Documento και Athens Voice, cinemagazine, κ.α.  Οι περισσότεροι των κριτικών "φοβούνται", αδίκως, μην υποπέσουν στο "θανάσιμο" αμάρτημα της "ισλαμοφοβίας" και μ αυτό τον τρόπο υποκύπτουν στο λάθος να σφάξουν με το βαμβάκι το τελευταίο, (επι)κριτικό έναντι του ισλαμισμού, πολύ καλό, συγκροτημένο φιλμ αδέσμευτης κι ακηδεμόνευτης σκέψης, των αδελφών Νταρνέν, με έωλα επιχειρήματα. Ουσιαστικά, λόγω της παραπάνω ιδεολογικής, κατ ουσίαν “ισλαμοαριστερής” άποψής τους καταλήγουν στην ανοχή του ριζοσπαστικού φονταμανταλιστικού ισλαμισμού. (Φωτεινές εξαιρέσεις υποστήριξης της ταινίας των Νταρντέν, υπήρξαν οι κριτικές των εμπειρότερων κριτικών Γ.Ζουμπουλάκη στο ΒΗΜΑ & Ν.Μικελίδη στο enetpress). Μερικοί δημοσιογράφοι κατέκριναν το ότι η ταινία δεν μας εκθέτει τα κοινωνικοοικονομικά αίτια στην πολιτική των δυτικών αποικιοκρατών/ιμπεριαλιστών που οδήγησαν τους μωαμεθανούς στη δυναμική, επιθετική εξέγερση· ωραία, ας ζητήσουμε από τους σεναριογράφους, αυτούς και τους επόμενους, να μας παραθέσουν και εξηγήσουν τις συνέπειες της αποικιοκρατίας στη φιλμική μυθοπλασία τους, έτσι δεν δημιουργούνται τα καλά σενάρια;;; Παντού στη Δύση πλανάται, πλέον, το επιβληθέν σκιάχτρο της εξισωτικής, ισοπεδωτικής, φιλοαριστερής και σχηματικότατης πολιτικής ορθότητας που τείνει να οδηγήσει τους καλλιτέχνες και τους σχολιαστές δημοσιογράφους και διανοούμενους σε αυτολογοκρισία. Το αναπάντεχο, ιδιοφυές, δραματικό και τραγικό τέλος της αναγκαστικής συμφιλίωσης Αχμέτ και δασκάλας δεν άρεσε στα τζίνια τους “προοδευτικούς κριτικούς”, ίσως ως “βιαστικό” κλείσιμο ενός “ιδεολογικού” προβλήματος της σύγχρονης δυτικής κοινωνίας (:) ή ένας Θεός ή ένας Μαρξ ξέρει, ίσως, γιατί...