Η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης, όπως κάνει το Μνημόνιο, έχει δύο σκέλη. Τη μείωση των μισθών κατά 50% και τη βίαιη προσαρμογή των δημοσίων οικονομικών κατά 20% του ΑΕΠ ή περίπου 40 δισ. Η πολιτική αυτή έχει συρρικνώσει σε χρόνο-ρεκόρ την πραγματική οικονομία από 240 δισ. το 2009 σε 190 δισ. σήμερα, σε 175 το 2013.
Προσδοκά ότι η οικονομία θα ανακάμψει με την προσέλκυση ή την τόνωση των ιδιωτικών επενδύσεων λόγω του νέου χαμηλού εργατικού κόστους και λόγω των ιδιωτικοποιήσεων. Μόνο που οι δεύτερες θα φέρουν στην καλύτερη περίπτωση 10 δισ. την επόμενη 5ετία, άρα 2 δισ. ετησίως, και το πρώτο θεωρεί ότι η χώρα μπορεί να γίνει παραγωγός χαμηλού κόστους που απλώς είναι λάθος στρατηγική επιλογή. Σε κάθε περίπτωση, η μεταστροφή της οικονομίας απαιτεί σήμερα τεράστιους επενδυτικούς πόρους της τάξης των 30-40 δισ.
Συνεπώς η έξοδος από το Μνημόνιο πρέπει να συνοδευτεί με τρεις κρίσιμες επιλογές για τις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
1. Κάθε επιχειρηματική δραστηριότητα, ιδιωτική, κρατική ή συνεταιριστική, που λειτουργεί επιτυχώς σήμερα, παρά τις σημερινές αρνητικές συνθήκες, πρέπει να ενισχυθεί. Το κράτος έχει πρακτικά εγκαταλείψει όλα τα συνήθη αναπτυξιακά εργαλεία που στηρίζουν τις εξαγωγικές επιχειρήσεις, την εγχώρια παραγωγή, την καινοτόμο επιχειρηματικότητα. Ταυτόχρονα διατηρεί στο ακέραιο το περίπλοκο και κατακερματισμένο θεσμικό πλαίσιο, μαζί και το φορολογικό, που διατηρεί την πολιτική διαμεσολάβηση ως μόνιμη συνθήκη κάθε επιχειρηματικής δραστηριότητας. Τα πετυχημένα οικονομικά δίκτυα πρέπει συνεπώς να ενισχυθούν με την άρση των θεσμικών εμποδίων και τη θετική αρωγή που θα τα ενισχύσει.
2. Οι νέες αναπτυξιακές δυνατότητες, φυσικά, θα προκύψουν από συντεταγμένες παρεμβάσεις στους παραγωγικού τομείς, στη γεωργία και τη μεταποίηση, όπου υπάρχουν τεράστιες δυνατότητες παραγωγικής αναβάθμισής τους. Εδώ προέχει η επικέντρωση στη στροφή σε νέα ποιοτικά προϊόντα, υψηλής προστιθέμενης αξίας και η ανάπτυξη μικρών και ευέλικτων έργων υποδομών που αρμόζουν στην ανανέωση του παραγωγικού δυναμικού της οικονομίας. Από εκεί και πέρα είναι μιας μακράς πνοής επιλογή για τον τρόπο ανάπτυξης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, του τουρισμού, του τομέα ανακύκλωσης και κυρίως των καινοτομικών δραστηριοτήτων. Σε όλους αυτούς του τομείς υπάρχουν ήδη εξαιρετικές πρωτοβουλίες, τεράστιο ανθρώπινο κεφάλαιο και πετυχημένα εγχειρήματα.
3. Κάθε κύκλος ανόδου της ελληνικής οικονομίας, ιστορικά, ταυτίζεται με έναν κύκλο μεγάλων επενδύσεων. Αυτό παραμένει ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα στη σημερινή συγκυρία. Στη δεκαετία του 1990 αυτό αναπληρώθηκε με τα μεγάλα έργα και την επέκταση των ελληνικών επιχειρήσεων στα Βαλκάνια και στην Αν. Ευρώπη. Σήμερα το πρόβλημα παραμένει αδιευκρίνιστο. Το κενό φαίνεται να καλύπτεται από την υπερεκτίμηση των προοπτικών του ορυκτού πλούτου, τη φευγαλέα προβολή φαραωνικών σχεδίων για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, για ζώνες ελεύθερου εμπορίου ή για μεγαλεπήβολα σχέδια οικιστικής και εμπορικής ανάπτυξης. Η πραγματικότητα επιβάλλει, όμως, να αναζητήσουμε τελείως διαφορετικούς δρόμους.
Τι μπορεί να περιλαμβάνει ένας νέος κύκλος μεγάλων έργων υποδομής; Μπορούμε να σκεφτούμε τις διακρατικές συμφωνίες με νέο πνεύμα για την επίτευξη συνεργασιών μεγάλης κλίμακας; Μήπως έργα και επενδύσεις ενδιάμεσης κλίμακας να μπορούν να κινητοποιήσουν ένα νέο κύμα ιδιωτικών επενδύσεων και επιχειρηματικών πρωτοβουλιών που να είναι πιο συμβατό με το μορφωμένο ανθρώπινο κεφάλαιο που διαθέτει σε αφθονία η χώρα; Αυτά τα ερωτήματα επιβάλλουν μία πιο εμπεριστατωμένη συζήτηση πριν αποφανθούμε γι’ αυτά.
Προέχει η στροφή σε νέα ποιοτικά προϊόντα, υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Ο Γιώργος Σταθάκης είναι βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Χανίων και καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης