Το 2011, ο Γιάννης Στουρνάρας, ο οποίος δεν κατείχε ακόμα κάποιο περίοπτο δημόσιο αξίωμα, έδωσε τρεις ομιλίες στο προσωπικό της Νοβάρτις με το συνολικό αντίτιμο των 4000 ευρώ προ φόρων. Επτά χρόνια αργότερα, τμήμα του συμπολιτευόμενου τύπου τον παρουσίασε με πηχυαίους τίτλους σαν έμμισθο σύμβουλο της Νοβάρτις. Προς επίρρωσιν του ισχυρισμού, δημοσίευσε την εν λόγω σύμβαση. Η απλή ανάγνωσή της αποδεικνύει το ανυπόστατο της κατηγορίας. Δεν πρόκειται για σύμβαση εργασίας αλλά έργου. Δεν πρόκειται για μισθό μα για εφ’άπαξ αποζημίωση.
«Γιατί όμως δεν μάς ενημέρωσε εκ των προτέρων;» αναρωτήθηκε, με παράπονο, ένας από τους σημερινούς του υποστηρικτές. «Δεν ξέρει ότι εφόσον βρεθείς στο στόχαστρο, θα επιστρατεύσουν εναντίον σου ό,τι τυχόν ξετρυπώσουν; Θα διαστρεβλώσουν τα στοιχεία, θα κάνουν την τρίχα τριχιά;» «Και για ποιό λόγο να το αναφέρει;» αντέτεινε κάποιος άλλος. «Θα πρέπει ο καθένας που κατηγορείται να παίρνει στάση απολογούμενου; Να δίνει λεπτομερή λογαριασμό σχετικά με την επαγγελματική, την οικογενειακή και την κοινωνική του ζωή όχι στον φυσικό δικαστή του αλλά στους οποιουσδήποτε συμπολίτες του τον σπιλώνουν ή θέλουν, αντιθέτως, να του συμπαρασταθούν; Δεν θα αποτελούσε μια τέτοια συμπεριφορά έναν πρώτο θρίαμβο των συκοφαντών;»
Το 1989, η εφημερίδα «Αυριανή» είχε δημοσιεύσει πρωτοσέλιδα το εξής περίπου: «Όποιος από τους αναγνώστες μας γνωρίζει κάτι εναντίον του Μάνου Χατζιδάκι, παρακαλείται να μάς ενημερώσει γραπτά ή τηλεφωνικά. Κι εμείς θα αναλάβουμε τα περαιτέρω.» Πώς θα το ονομάζατε αν όχι πρόσκληση σε διά του τύπου λιθοβολισμό;
Ο Χατζιδάκις τότε, ο Στουρνάρας σήμερα, θα μπορούσαν -θα όφειλαν ίσως- να εκλάβουν τη λάσπη ως φυσική συνέπεια του δημόσιου ρόλου που αυτοβούλως ανέλαβαν. Όσο εκτίθεσαι, τόσο προκαλείς. Εάν είσαι καθαρός, η Ιστορία σε δικαιώνει.
Το πρόβλημα δεν περιορίζεται σε εκείνους που (είτε από φιλοδοξία είτε από πατριωτισμό είτε επειδή έτσι είναι απλώς ο χαρακτήρας τους) βάζουν μονάχοι τους το κεφάλι στον ντορβά. Το πρόβλημα, η καχυποψία, η εχθροπάθεια, αφορά ολόκληρη την κοινωνία. Την εμποτίζει. Τη δηλητηριάζει.
Βρίσκεστε σε μια συναναστροφή και διατυπώνετε την άποψή σας για τυχόν ζήτημα τής επικαιρότητας. Κάποιος από τους παριστάμενους σάς κοιτάει στραβά. Ξεροβήχει κι αμολάει μια σπόντα. Για την εργασία και για τις αποδοχές σας; Για το ερωτικό σας παρελθόν ή παρόν; Για το τι έκανε ο μπαμπάς σας στη Χούντα ή ο παππούς σας στον Εμφύλιο; Το ποιά ακριβώς αχίλλειο πτέρνα νομίζει ότι ανακάλυψε δεν έχει και τόση σημασία. Έχετε δεχθεί βαρύ και ύπουλο πλήγμα.
Δυό δρόμοι ανοίγονται μπροστά σας.
Ο πρώτος να σηκώσετε το γάντι. Να μπείτε, στα καλά καθούμενα, στη διαδικασία να αποδείξετε ότι δεν είστε ελέφαντας. Ο Σίσυφος δεν ματαιοπονούσε χειρότερα. Κάθε δική σας εξήγηση θα δίνει αφορμή για επιπλέον ερωτήσεις. Η φωτιά της κακεντρέχειας αντί να σβήνει, θα φουντώνει. Δίχως καλά-καλά να το συνειδητοποιήσετε, θα ανακρίνεσθε από τη φιλική σας δήθεν ομήγυρη. Εάν αποκρούετε επιτυχώς τις αιτιάσεις, η πειστικότητά σας πιθανόν να μετράει κι εναντίον σας. «‘Έχει φροντίσει να καλύψει τις πομπές του» θα σκέφτονται μερικοί. «Έχει καλά προβάρει το παραμύθι του…».
Ο δεύτερος δρόμος είναι να παραστήσετε ότι δεν καταλαβαίνετε. Να αλλάξετε κουβέντα. Τί θλιβερό να καταπίνεις προσβολές! Πόσο θα το σκεφτείς να εκφράσεις ξανά γνώμη…
(Υπάρχει ασφαλώς και τρίτος δρόμος. Να απαντήσετε στη σπιουνιά με σπιουνιά.. Δεν είστε όμως τέτοιος άνθρωπος. Ή μήπως η περιρρέουσα ατμόσφαιρα σάς έχει αναγκάσει να γίνετε;)
Η χειρότερη -φρονώ- συνέπεια της κρίσης είναι ότι κατακερμάτισε την κοινωνία. Φιλίες κλονίστηκαν συθέμελα, διαλύθηκαν, στο όνομα των πολιτικών παθών.
Πριν και αρκετό καιρό ύστερα από το δημοψήφισμα του 2015, σπανίως έβλεπες να κάθονται στο ίδιο τραπέζι ψηφοφόροι του ΝΑΙ και ψηφοφόροι του ΟΧΙ. Οι δύο παρατάξεις που συγκροτήθηκαν στον άξονα Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο μισήθηκαν – ή τουλάχιστον αλληλοπεριφρονήθηκαν. Οι οπαδοί της μεν έβρισκαν τους απέναντι χαμηλής νοημοσύνης, δημοσιοϋπαλληλικής οκνηρότητας, συμπλεγματικούς απέναντι στην Ευρώπη και στα επιτεύγματα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Εκείνοι, απ’τη μεριά τους, έβριζαν τους «προσκυνημένους», τους «γερμανοτσολιάδες», τους «βολεμένους» στην ελαφρύτερη περίπτωση.
Με την υπογραφή του τρίτου και φαρμακερότερου μνημονίου από τους Συριζανέλ απεδείχθη περίτρανα πόσο δονκιχωτική ήταν -στην καλύτερη περίπτωση- η επαναστατική τους ρητορεία. Το χάσμα ωστόσο είχε κιόλας βαθύνει. Οι ταγοί της κοινωνίας -πολιτικοί, δημοσιογράφοι, διανοούμενοι και καλλιτέχνες- δεν έκαναν, πλην εξαιρέσεων, τίποτα για να το γεφυρώσουν. Τους βόλευε.
Είναι φανερό πως όσο πλησιάζουμε στις επόμενες βουλευτικές εκλογές, η συμπολίτευση δεν θα ορρωδήσει προ ουδενός προκειμένου να συγκρατήσει και να συσπειρώσει τους οπαδούς της. Υπολήψεις θα σπιλωθούν βάναυσα, αίμα θα ρεύσει στην αρένα. Καθένας που αρθρώνει βαρύνοντα λόγο, στην τοπική του έστω κοινωνία, θα δέχεται χτυπήματα κάτω απ’τη ζώνη. Και θα αντιδρά όπως τού υπαγορεύει η αγωγή και όπως του επιτρέπει η ψυχραιμία του.
Πότε και πώς θα κλείσει ο φαύλος κύκλος; Πότε θα πάψουμε να ξύνουμε με μανία τις πληγές εαυτών και αλλήλων, να τυμβωρυχούμε, να είμαστε καθ’έξιν κακόπιστοι; Ίσως μόνο όταν θα ξαναμπούμε, κάποτε, σε εποχή παχιών αγελάδων. Μονάχα πιθανόν η αίσθηση υλικής ασφάλειας είναι ικανή να κατασιγάσει τα φθονερά ανθρώπινα ένστικτα…
Σάς βλέπω που διαβάζετε και μορφάζετε! Δεν συμφωνείτε με τη γνώμη μου; – δεν σάς ικανοποιεί το κείμενό μου; Το κομπιούτερ, αλήθεια, που έχετε μπροστά σας πόσο σάς κόστισε; Μπορείτε να δικαιολογήσετε από τα δηλωθέντα εισοδήματα σας την αγορά του; Σάς το δώρισε ο άνδρας σας; Γιατί, εκεινού του περισσεύουν; Για εξηγηθείτε, σας παρακαλώ πολύ!
capital.gr