Ο θάνατος του Τσάβες και ο απολογισμός της ζωής και του έργου του, φέρνουν στην επιφάνεια τη διάκριση μεταξύ της δράσης υπέρ των πολλών (δηλαδή, ειδικά στη Λατινική Αμερική, των πιο αδύναμων) και της δράσης εκτός των κανόνων της Δημοκρατίας. Επειδή ο Τσάβες τα έκανε και τα δύο, έχει νομίζω ενδιαφέρον να ψάξουμε τα όρια και να σκεφτούμε πότε η (ευπρόσδεκτη) λαϊκότητα, μετατρέπεται σε (επικίνδυνο) λαϊκισμό.
Το να δίνεις ευκαιρίες και να βάζεις στο παιχνίδι του μοιράσματος του εθνικού πλούτου όσους ως τώρα «δεν είχαν στον ήλιο μοίρα», είναι λαϊκότητα. Το να το χρησιμοποιείς αυτό για να αντλείς απευθείας δύναμη από τους ευεργετηθέντες, ώστε να τους εκμαυλίζεις, είναι λαϊκισμός (η σύγκριση με τα πεπραγμένα του πρώιμου κυβερνητικού ΠΑΣΟΚ θα απέφερε ενδιαφέρουσες συγγένειες).
Το να «μιλάς τη γλώσσα του λαού» και να στοχεύεις στο συναίσθημα, δηλαδή στην καρδιά του, είναι, καταρχήν, λαϊκότητα. Το να μιλάς τη γλώσσα που ξέρεις ότι θα ήθελε να ακούσει ο λαός, ακόμα και αν ξέρεις ότι δεν είναι η γλώσσα της αλήθειας, είναι πάντα λαϊκισμός (τον οποίο, για να είμαστε δίκαιοι, λίγοι ηγέτες παγκοσμίως αποφεύγουν, και όσοι το κάνουν, δύσκολα ξανακερδίζουν τη λαϊκή ψήφο).
Το να τονίζεις τις εθνικές ανησυχίες, επιδιώξεις και προβλήματα, ακόμα και σε ένα πλήρως διεθνοποιημένο περιβάλλον, είναι λαϊκισμός –αρκεί να μην εκπίπτει στον εθνικισμό. Η έκπτωση όμως στον εθνικισμό είναι σχεδόν αυτόματη, όταν ο λόγος είναι «πύρινος», συναισθηματικός, ιδεολογικοποιημένος, δηλαδή λαϊκιστικός (αυτού δε του είδους ο λαϊκισμός, οδηγεί με βεβαιότητα σε πλήγμα κατά των λαϊκών συμφερόντων, αφού καμία χώρα και κανένας λαός δεν μπορεί να κερδίσει σήμερα κάτι μέσα από τη διεθνή απομόνωση).
Το να αλλάζεις θεσμούς, κανόνες, ακόμα και Συντάγματα, για να απεικονίσεις ένα νέο, υπέρ του γενικού συμφέροντος, συσχετισμό δυνάμεων, θα μπορούσε να ενδυναμώσει τη Δημοκρατία –αρκεί να μη γίνεται σε βάρος του Κράτους Δικαίου. Το να τα αλλάζεις όλα αυτά, επειδή σε διευκολύνουν, ώστε να συνεχίσεις να υπηρετείς, όπως εσύ νομίζεις, τα συμφέροντα του λαού, είναι εξ ορισμού παραβίαση της Δημοκρατίας και του Κράτους Δικαίου (πόσο μάλλον που, για να το πετύχεις, συνήθως αναγκάζεσαι να κάνεις να σιωπήσουν, με διάφορους τρόπους, εκείνοι που αντιστέκονται στην κάμψη αυτών των κανόνων).
Το να σε αγαπάει ο λαός σου, είναι δείγμα λαϊκότητας. Το να σε θεωρεί υπεράνθρωπο ή αθάνατο, δείχνει πώς καλλιέργησες την προσωπολατρεία, δηλαδή το λαϊκισμό.
Τα πολύ μεγάλα λόγια και η πολύ δουλεμένη θεατρικότητα, οι υπερβολές, οι ύβρεις, ο μεσιανισμός και η καταστροφολογία, στην πολιτική είναι πάντα λαϊκισμός. Ακόμα, ή μάλλον κυρίως, όταν εκφέρονται στο όνομα του λαού.