Η Ελένη Βιτάλη είναι εκρηκτικός άνθρωπος και όταν «τα παίρνει» καλό είναι να πας να κρυφτείς… Τη γνωρίζω από τότε που ξεκίνησε τη δισκογραφία της και η γνωριμία μας αυτή κατέληξε σε ηχογράφηση δικών μου τραγουδιών, συναυλίες και-κυρίως-αλληλοεκτίμηση… Τώρα, μου δίνει αφορμή να ασχοληθώ με τα λεγόμενά της γύρω από θέματα του ελληνικού τραγουδιού και της κατάστασης στην οποία έχει… περιέλθει στις μέρες μας.
Συνήθως, οι βολές προς τραγουδιστές-συνθέτες κλπ αποφεύγονται, ώστε να μη δημιουργούνται μεταξύ μας κόντρες, αντιπάθειες και εμπλοκές. Απέναντί μας, μη ξεχνάμε, υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος που μάς παρακολουθεί και του αρέσει να σχολιάζει… Δεν γνωρίζω κατά πόσο αυτό βολεύει τις συντεχνίες τού τραγουδιού, το οποίο λαϊκό τραγούδι, ως μουσικό είδος, από καιρό θεωρώ πως είναι… τελματωμένο και παρουσιάζει ολοφάνερα σημάδια γήρανσης, μέσα στην «άνυδρη εποχή» που ζούμε, όπως αρέσει να γράφουν οι ποιητές… Αναφέρομαι στο είδος εκείνο του ελληνικού τραγουδιού που συνηθίζουν να το ονομάζουν «νεολαϊκό», δίχως να εξετάζεται ούτε η έννοια του «νέου», ούτε και του «λαϊκού».
Η ερμηνεύτρια Βιτάλη είναι χαρακτηριστική και εξαιρετική φωνή του λαϊκού τραγουδιού, άξια των παλαιών (Τσιτσάνη, Παπαϊωάννου, Μητσάκη, Γεωργακοπούλου κα). Έχει διανύσει χιλιάδες φωνητικά χιλιόμετρα, έχει δουλέψει σε νυχτερινά μαγαζιά, πανηγύρια και σκληρή πιάτσα επαγγελματικής πραγματικότητας. Έχει γνωρίσει αυτό τον κόσμο, τα γούστα, τις αντιφάσεις, την ψυχοσύνθεση και τις συμπεριφορές του. Έχει συνεργαστεί με πλήθος παλαιών και νεότερων συνθετών, αποκτώντας γνώση και εμπειρία όσο λίγες στο είδος της. Με λίγα λόγια, «δικαιούται δια να ομιλεί»…
Έτσι λοιπόν, την τελευταία μέρα του Μαΐου, στις 31, υποστήριξε πως: «Δεν μου αρέσει καθόλου η σημερινή λαϊκή σκηνή. Κινδυνεύει να χαθεί τελείως η ελληνική μουσική. Δεν έχει να κάνει καθόλου με τις ρίζες μας. Έχει να κάνει με την εκάστοτε μόδα από όπου κι αν έρχεται από τη Δύση. Είναι μια μίμηση. Πες μου τι σφυρίζεις να σου πω τι ψηφίζεις!»
Μμμμμμ… Για να δούμε λίγο το βαθύτερο νόημα των λόγων της.
Όταν λέει «η σημερινή λαϊκή σκηνή» αναφέρεται σε μια «σκηνή» λαϊκής πίστας, που παρουσιάζει μια άποψη του λαϊκού, μέσα από πλειάδα νέων ερμηνευτών, έτσι όπως έχει εξελιχθεί το είδος, ολοκληρωτικά απομακρυσμένο από την παλαιότερη μήτρα-πηγή ήθους και ύφους του λαϊκού τραγουδιού, όπως αυτό έγραψε ιστορία στον τόπο μας, το οποίο αποτείνεται πλέον σε ένα διαφορετικό κοινό, με άλλα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Αυτή η «νέα σκηνή» ερμηνευτών δεν έχει καμία σχέση με το ηχόχρωμα του παλαιότερου ήχου που άφησε το ανεξίτηλο ίχνος του και χαρακτήρισε το λαϊκό μουσικό ύφος με απτά παραδείγματα-σημεία αναφοράς, τις ηχογραφήσεις και τις καταγραφές του 1940, ’50, ’60 κλπ.
Μέσα σ’ αυτό το χρονικό διάστημα, το ελληνικό λαϊκό τραγούδι (μεταπολεμική μετεξέλιξη του ρεμπέτικου) διαμόρφωσε έναν ήχο (και ήθος, επαναλαμβάνω) το οποίο έφτιαξε τη δική του ταυτότητα-σφραγίδα. Η Βιτάλη, για παράδειγμα, δεν απέχει από την «παρέα» των Καζαντζίδη, Μαρινέλα, Περπινιάδη, Χασκήλ, Μπέλλου, Λύδια, Νίνου, Μπιθικώτση, Μητσιά, Πόλυς και Άκη Πάνου, Μοσχολιού, Αλεξίου, Γλυκερία, Νταλάρα, Παπάζογλου, Δημητράτο, Κορακάκη, κα. Εν γνώση μου αναφέρομαι σε παλαιότερους και νεότερους ερμηνευτές που κράτησαν τον ήχο-ύφος σε μια νοητή εξελικτική αλυσίδα. Δεν αποκόπηκαν ποτέ από το μουσικό «σώμα» εκείνου του τραγουδιού που μοιάζει με το παλαιό καλό κρασί που συνεχίζει να ευφραίνει όχι μόνο τις καρδιές νοσταλγών, αλλά και άλλων πολλών που κρατάνε ζωντανές τις ηχητικές μνήμες και οι συνθέσεις τους συνεχίζουν να αντλούν ήθος και ήχο από την πηγή τής λαϊκής παράδοσης…
Ας μην υποβαθμίζουμε αυτές τις μνήμες. Είναι εκείνες που κάνουν να διατηρούνται οι αξίες τού παρελθόντος χρόνου. Είναι ό,τι γλυτώνει από τη «λήθη» τής ιστορίας, αφού είναι αυταπόδεικτο πως κυρίως η μνήμη κρατάει το νήμα της ιστορίας και της παράδοσης. Οι προαναφερόμενοι τραγουδιστές και πολλοί άλλοι, είναι δημοφιλείς προσωπικότητες ακριβώς επειδή μπόρεσαν, με τη φωνή και το συναίσθημά τους, να ρίξουν γέφυρες και να συνδέσουν τον κόσμο με τη δεξαμενή του παλαιού λαϊκού στοιχείου.
Και, εδώ είμαστε. Οι νέοι τραγουδιστές του «λαϊκού», όπως τους ορίζει η Βιτάλη μέσα από την αναφορά της στον Ρέμο και την Πάολα, είναι το πλήθος τραγουδιστών που αποτείνεται σε ένα διαφορετικό πλέον κοινό, εθισμένο στο αγοραίο συναίσθημα ενός σημερινού τραγουδιστικού μορφώματος. Μιας σουρεαλιστικής κιτσάτης μορφής, βουτηγμένης μέσα στην κολυμβήθρα τής υπεραπλούστευσης και απομάκρυνσης από κάθε πνευματική… «υποχρέωση». Από την… ιστορική περίοδο της Καραμανλικής αντιπαροχής (δεκαετίες ’60, ‘70) όταν η αστυφιλία έδιωξε τον κόσμο από την ύπαιθρο, τον έκλεισε σε διαμερίσματα, σε πόλεις τσιμεντένιες. Εκεί που άρχιζε ο κύκλος του μαύρου χρήματος και της έλξης από λαϊκίστικα ρεύματα. Εκεί μέσα, πλάστηκε ένα άλλο είδος «λαϊκού» παραεφθαρμένου τραγουδιού που έμελλε να επικρατήσει στις κοινωνικές μάζες. Με λίγα λόγια, έχουμε στα αφτιά μας τον πιο ακραίο λαϊκισμό που, όντως, τον ακολουθούν μεγάλα ρεύματα κόσμου.
Οι νεότεροι αυτοί τραγουδιστές σπανίως εμφανίζονται με παλαιό υλικό, διότι το αγνοούν παντελώς! Ασχολούνται, αδαείς και ανίδεοι, με νέες «συνθέσεις» οι οποίες εμφανώς παράγονται (κατασκευάζονται είναι η σωστή λέξη) μέσα από τις μηχανικές ατμόσφαιρες των πλήκτρων ηλεκτρονικής επεξεργασίας. Στίχος με περισσή αφέλεια, απαλλαγμένος από οποιονδήποτε… προβληματισμό. Επιφανειακός «πόνος», «μεράκι», «καημός», «νταλκάς», ένα τραγούδι ουσιαστικά τής εικόνας (θέαμα). Δεν αντέχει στη βάσανο μιας ακρόασης, αλλά συνδυάζεται πάντα με έναν κόσμο που αναζητά την επιδερμίδα και ουδόλως το βάθος…
«Θεά από εδώ, θεά από εκεί… Η Πάολα βγάζει τον πισινό της…» συνεχίζει η Βιτάλη. Απλά, νιώθω πως διατυπώνει με οξύτερο τρόπο την παρά πάνω αναφορά μου…
Και συνεχίζει απτόητη και πάντα εν βρασμώ η Ελένη: «Βγαίνει ο Ρέμος και τα ρεμάκια του… Δεν έχω τίποτα με το παλικάρι αλλά κακά τα ψέματα, ούτε καλός τραγουδιστής είναι, τίποτα δεν είναι!» Βεβαίως, αν παρακολουθεί κάποιος από την αρχή τα Σχολιάκια μου, θα επιβεβαιώσει πως δεν είναι η πρώτη φορά που κάνω αναφορά στην κατάπτωση της νεότερης σκηνής αυτού του «λαϊκού» τραγουδιού. «Ο Ρέμος και τα ρεμάκια του…» το λαμβάνω ως σημείο αναφοράς ενός αγοραίου αντιαισθητικού τραγουδιού, που βρήκε χαραμάδα και χώθηκε, εδώ και χρόνια, στον ανυπεράσπιστο χώρο τού λαϊκού τραγουδιού, μόνο και μόνο επειδή παρουσιάζει την φθαρμένη εκδοχή τού «πονεμένου» και «πληγωμένου ερωτικά» μέσου Έλληνα. Προσφιλές θέμα στον επεξεργασμένο ηλεκτρονικά ήχο του, που διαθέτει τη νεοελληνική μαγκιά και-επαναλαμβάνω-ικανοποιεί την πάντα παρούσα οφθαλμολαγνεία, με τις λικνιζόμενες και ποθητές… οδαλίσκες, οι οποίες συνθέτουν, εν είδει… μουσικής γλάστρας, το απαραίτητο σκηνικό… Θέαμα, που λαμβάνει χώρα μπροστά σε πορτοφόλια γεμάτα μαύρο χρήμα σε τόπους που συνδέονται με «σπάταλη ζωή», κάνοντας δύσκολο τον έλεγχο των εφοριακών κομάντος…
«Ο Ρέμος και τα ρεμάκια του…» δεν είναι παρά το σήμα κατατεθέν εκείνης τής τραγουδοποιίας που απευθύνεται σε εθισμένους στην ελαφρότητα και στην παραμόρφωση του είδους. Όχι, το ελληνικό λαϊκό τραγούδι δεν ταυτίζεται με τον συγκεκριμένο τραγουδιστή-σύμβολο. Όμως το… φαινόμενο διαρκεί πάνω από μια εικοσαετία και δεν λέει να κοπάσει. Δηλαδή, δεν είναι πια «φαινόμενο»… Ίσως επειδή συνεχίζει να εκφράζει και να χαρακτηρίζει ένα μεγάλο κομμάτι τού κοινού τής διαφήμισης, των εκατοντάδων ραδιοφώνων, των σκορποκάναλων της επαρχίας, της ελαφρ’οτητας και της πολιτιστικής κατάπτωσης των μαζών και των μεγάλων τηλεοπτικών καναλιών, τα οποία έχουν γράψει στα παλαιότερα των υποδημάτων τους, την ουσία τού ελληνικού τραγουδιού…
Η καλή μας τραγουδίστρια Βιτάλη είπε αλήθειες, απλώς με οξύ και επιθετικό καταγγελτικό λόγο. Ίσως θα έπρεπε να αναλύσει λίγο περισσότερο ένα τόσο διαρκές φαινόμενο του «τίποτα» και να μην περιοριστεί αποκλειστικά στην ονοματολογία τού φαινομένου. Όλα αυτά είναι στοιχεία τής πραγματικότητας και δεν είναι εύκολο να χωρέσουν σε ένα σχολιάκι, ειδικά αν ο γράφων θέλει να εμβαθύνει στο θέμα.
Οι αλήθειες για την εξέλιξη του ελληνικού τραγουδιού είναι πικρές, όχι μονάχα για την απώλεια των πνευματικών δικαιωμάτων και την ντροπή τής ΑΕΠΙ. Όχι τόσο για την πτώχευση των δημιουργών τού τραγουδιού. Όχι μόνο για την απουσία μιας «πολιτιστικής πολιτικής» των πολιτικών φορέων. Όχι για το μπάχαλο των όποιων, ανύπαρκτων στην ουσία, δισκογραφικών «Εταιρειών». Ούτε για την παντοκρατορία του διαδικτύου επί του πτώματος του ελληνικού τραγουδιού. Αυτά και άλλα πολλά, όντως υπάρχουν.
Αυτό που «καίει» και μας κρατάει ανήσυχους, είναι η απουσία συνείδησης και υποστήριξης του καλού περιεχομένου τού τραγουδιού, θέμα που απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία…