Ενώ το 2016 ήταν η χρονιά της λαϊκιστικής έκπληξης, το 2017 θεωρούνταν η χρονιά της λαϊκιστικής νίκης. Καθώς αναμένονταν οι εκλογικές αναμετρήσεις στην Αυστρία, στη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ολλανδία, για να αναφερθούμε στις πιο σημαντικές, όλα τα μάτια ήταν στραμμένα στους «λαϊκιστές», που, στις περισσότερες περιπτώσεις, ήταν η λαϊκιστική ριζοσπαστική δεξιά. Ιδιαίτερα στα βρετανικά και τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης η αφήγηση ήταν ότι οι σεισμοί που προκάλεσαν το Brexit[1] και η εκλογή Τραμπ θα οδηγούσαν σε μαζικές μετασεισμικές δονήσεις στην ευρωπαϊκή ήπειρο, που θα οδηγούσαν στην πτώση των επί σειρά ετών κυβερνώντων κεντρώων ηγετών, όπως η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ στη Γερμανία, και στην άνοδο νέων, λαϊκιστών ηγετών όπως η Μαρίν Λε Πεν στη Γαλλία.
Η κυρίαρχη αφήγηση για έναν ενθαρρυμένο λαϊκισμό που νικάει το εμπόλεμο κατεστημένο δέχτηκε το πρώτο της πλήγμα στις ολλανδικές βουλευτικές εκλογές του Μαρτίου, στις οποίες το Κόμμα για την Ελευθερία (PVV) του Γκερτ Βίλντερς είχε χαμηλότερο ποσοστό από το αναμενόμενο, ακόμα και συγκρινόμενο με τις πιο ρεαλιστικές δημοσκοπήσεις αμέσως πριν τις εκλογές. Αντίθετα, ο πρωθυπουργός Μαρκ Ρούτε ήταν ο μεγάλος πολιτικός «νικητής», παρά το γεγονός ότι ήταν ένας χαμένος των εκλογών, καθώς είχε υιοθετήσει τον λόγο και εν μέρει τις πολιτικές του PVV. Ο Ρούτε δήλωσε ότι ο δικός του «καλός λαϊκισμός» είχε νικήσει τον «κακό λαϊκισμό» του Βίλντερς και τα διεθνή μέσα ενημέρωσης υιοθέτησαν αυτήν την ιδέα. Τώρα είμαστε όλοι λαϊκιστές!
Οι γαλλικές προεδρικές εκλογές τον επόμενο μήνα ήταν, όμως, το πραγματικό τεστ της κυρίαρχης αφήγησης, καθώς ήταν οι μόνες εκλογές στις οποίες ο νικητής κάθε περιφέρειας αναδεικνύεται και τελικός νικητής ανεξάρτητα από το ποσοστό. Τις προηγούμενες χρονιές η Μαρίν Λε Πεν ήταν αυτή που προηγούνταν κατά το μεγαλύτερο μέρος στις δημοσκοπήσεις ως η πιο λαϊκίστρια πολιτικός στη Γαλλία. Ωστόσο, κάτι που δεν προβλήθηκε πολύ, ήταν ότι επίσης ήταν και η πιο μη δημοφιλής πολιτικός στη χώρα, και αυτό έκανε τις πιθανότητες να κερδίσει στον δεύτερο γύρο των εκλογών από ελάχιστές έως μηδενικές. Τελικά, είχε χαμηλότερα από τα αναμενόμενα ποσοστά και στους δύο γύρους, εν μέρει εξαιτίας της αδύναμης προεκλογικής εκστρατείας της και της κακής επίδοσής της στο τηλεοπτικό ντιμπέιτ, και έχασε την επιρροή της από τον νέο σταρ της ευρωπαϊκής πολιτικής, τον Εμμανουέλ Μακρόν, ο οποίος κυριάρχησε απολύτως στις βουλευτικές εκλογές και τον επόμενο μήνα. Αναπόφευκτα, βαφτίστηκε επίσης «λαϊκιστής», επειδή, ανεξαρτήτως γεγονότων, ο λαϊκισμός ήταν ο μεγάλος νικητής του 2017!
Καθώς ο Μακρόν σιγά σιγά επαναπροσδιοριζόταν εκ νέου ως πολιτικός εκτός κατεστημένου, αντί για απόλυτος λαϊκιστής, οι δημοσιογράφοι ξεκίνησαν να προτείνουν μια νέα αφήγηση, τον θάνατο του λαϊκισμού, υπερβάλλοντας για τα χαμηλά ποσοστά της Λε Πεν και του Βίλντερς – κυρίως συγκρίνοντας τα πραγματικά αποτελέσματα με τις μη ρεαλιστικές προσδοκίες. Αυτό έκανε τις επερχόμενες γερμανικές βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου τη στιγμή ζωής ή θανάτου για τον «λαϊκισμό». Θα θριάμβευε η Μέρκελ, και θα έδινε στον λαϊκισμό τη χαριστική βολή, ή το λαϊκιστικό ριζοσπαστικό δεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) θα έδινε τέλος στη δωδεκάχρονη θητείας της ως Καγκελάριου;
Η απάντηση δεν ήταν σαφής τη νύχτα των εκλογών, με το AfD να πετυχαίνει το δεύτερο καλύτερο αποτέλεσμα για τρίτο κόμμα στην πρόσφατη ιστορία, αλλά τη Μέρκελ και το κόμμα της, το CDU/CSU, να παραμένει με διαφορά η μεγαλύτερη δύναμη στη γερμανική πολιτική. Η σύγχυση βασίλεψε στον κόσμο των μέσων ενημέρωσης και των διαμορφωτών της κοινής γνώμης: ο λαϊκισμός κέρδισε ή πέθανε; Την απάντηση θα έδιναν οι νότιοι γείτονες, η Αυστρία, που είχε εκλογές τον επόμενο μήνα. Ωστόσο, οι αυστριακές εκλογές έφεραν ένα άλλο σενάριο, που είχε κάποιες ομοιότητες με την ολλανδική και κάποιες με τη γαλλική περίπτωση.
Ο μεγάλος νικητής των αυστριακών εκλογών ήταν ο νεαρός υπουργός των Εξωτερικών, Σεμπάστιαν Κουρτς, που είχε μεταμορφώσει το δικό του συντηρητικό κόμμα OVP σε προσωπικό πολιτικό όχημα, που θύμιζε κατά κάποιον τρόπο τον Μακρόν στη Γαλλία. Από την άλλη μεριά, είχε κερδίσει με μια στρατηγική παρόμοια με του Ρούτε, αυτήν του «καλού λαϊκισμού», παρουσιάζοντας στην προεκλογική του εκστρατεία την αυταρχική και νατιβιστική του απάντηση στην επονομαζόμενη προσφυγική κρίση. Όμως αντίθετα από τις άλλες χώρες, που όλες εξοστράκισαν τη λαϊκιστική ριζοσπαστική δεξιά, ο Κουρτς κάλεσε το FPO στην κυβέρνηση. Αντίθετα από το 2000, όταν ο προκάτοχός του Βόλφγκανγκ Σούσελ είχε κάνει το ίδιο, αυτή τη φορά δεν υπήρξαν μεγάλες εθνικές ή διεθνείς αντιδράσεις. Η λαϊκιστική ριζοσπαστική δεξιά έγινε πλέον μια κανονικότητα, είτε ως εταίρος είτε ως παρίας.
Κι έτσι φτάνουμε στο 2018, μια χρονιά κατά την οποία πολλές ευρωπαϊκές χώρες με ισχυρά και καλά εδραιωμένα λαϊκιστικά κόμματα, όπως η Ουγγαρία και η Ιταλία, θα πάνε στις κάλπες. Τι μπορούμε να αναμένουμε με βάση τα μαθήματα του 2017; Πρώτον, δεν υπάρχουν γενικά μαθήματα, καθώς η Ευρώπη είναι μια ήπειρος και όχι μια χώρα. Οι εθνικές εκλογές είναι, πρώτα και κύρια, εθνικές! Επομένως, οι εκλογές στην Ουγγαρία θα επηρεαστούν από ουγγρικούς παράγοντες, όπως η εσωτερική διαίρεση της αντιπολίτευσης, και οι εκλογές στην Ιταλία από ιταλικούς παράγοντες, όπως η συνεχιζόμενη κατάσταση με τις προσφυγικές ροές. Δεύτερον, ο λαϊκισμός θα παραμείνει σημαντικός για τις ευρωπαϊκές εκλογές, ιδιαίτερα εκεί όπου τα λαϊκιστικά κόμματα είχαν ήδη σημαντικό ρόλο την τελευταία δεκαετία. Τρίτον, ανεξάρτητα από τα πραγματικά αποτελέσματα των λαϊκιστικών κομμάτων, τα διεθνή μέσα ενημέρωσης θα τα προβάλλουν δυσανάλογα προς αυτά.
Το πρωτότυπο κείμενο δημοσιεύτηκε στο VOXeurop, στις 27 Δεκεμβρίου 2017, http://www.voxeurop.eu/en/2017/populist-movements-2017-2018-5121715
[1] Δες περισσότερα στο http://www.voxeurop.eu/en/content/press-review/5098079-immense-blow-european-project