Λαϊκισμός σε εξοντωτικές δόσεις

Αγγελική Σπανού 16 Απρ 2013

Το ευρωπαϊκό περιβάλλον γίνεται όλο και πιο σκληρό, η κυβέρνηση αποδεικνύεται όλο και πιο ανίκανη, στα μικρά (π.χ. μείωση της γραφειοκρατίας) και στα μεγάλα (π.χ. καταπολέμηση φοροδιαφυγής), έχοντάς απέναντί της μια αξιωματική αντιπολίτευση που δίνει μάχη συντήρησης (της ελληνικής αρρώστιας).

“Ανθρωποθυσίες” για τον ΣΥΡΙΖΑ οι απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων -ακόμη και αν πρόκειται για παράνομους, η αξιωματική αντιπολίτευση δεν κάνει διάκριση. Η κυβέρνηση αφού -όπως και οι προηγούμενες- δεν κατάφερε να κλείσει έναν παρασιτικό οργανισμό και μια αχρείαστη υπηρεσία, αφού δεν βρήκε τρόπο να διακόψει τη μισθοδοσία ακόμη και σε ισοβίτες, τώρα που η ανεργία καλπάζει προς το 30%, σπεύδει να ανακοινώσει «αναγκαστικές αποχωρήσεις».

Η απουσία εναλλακτικής κάνει το ελληνικό αδιέξοδο πλήρες. Οι σημερινοί δεν θέλουν και δεν μπορούν, οι αυριανοί δεν δοκιμάζουν καν να βρουν τι μπορούν να θέλουν, με τις συγκεκριμένες συνθήκες σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Όλοι μαζί κάνουν αυτό που έκαναν πάντα και έφερε τα γνωστά αποτελέσματα: Απευθύνονται στην δυνητική εκλογική πελατεία με όρους λαϊκισμού και δημαγωγίας, με τακτικισμούς και πολιτικαντισμούς, δεν παράγουν πολιτική σκέψη και πρόταση, δεν έχουν ούτε επεξεργάζονται κάποιο σχέδιο για την παραγωγική ανασυγκρότηση, ελπίζουν ότι η αυτοσυντήρησή τους θα επιτευχθεί ελλείψει αντίπαλης υγιούς δύναμης. Και πράγματι, αυτή τη στιγμή δεν διαγράφεται η ανάδυση του νέου πολιτικού κόσμου που θα σάρωνε τον παλιό, ακριβώς επειδή είναι τόσο άκαμπτοι οι κανόνες του παιχνιδιού στη δημόσια σφαίρα, ώστε μόνο πρόσωπα με ειδικά χαρακτηριστικά έχουν πιθανότητες να αντέξουν στην αρένα.

Πριν ξεσπάσει η κρίση, αριστερό ήταν το φιλολαϊκό: Το αίτημα για αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις, περισσότερα κοινωνικά επιδόματα, χαλαρό ασφαλιστικό σύστημα, προσλήψεις στο Δημόσιο. Οποιαδήποτε πρωτοβουλία δημοσιονομικής εξυγίανσης, θεωρούταν νεοφιλελεύθερη και η αντίσταση ήταν καθολική, αφού ο συνδικαλισμός ελεγχόταν κυρίως από το αριστερόστροφο ΠΑΣΟΚ.

Αριστερός ήταν πρωτίστως ο κρατισμός, η αντιμετώπιση του Δημόσιου ως γονέα-τροφό όλων των πολιτών που δεν τα καταφέρνουν στον ιδιωτικό τομέα, ακόμη και αν δεν έχουν προσπαθήσει καν, γιατί είναι επιλογή τους η σιγουριά και η έλλειψη ανταγωνισμού και αξιολόγησης.

Οι αντιλήψεις αυτές ήταν τόσο ισχυρές, ώστε γοήτευσαν ακόμη τους δεξιούς και τους φιλελεύθερους. Η ιδιωτικοποίηση της Ολυμπιακής αλά Χατζηδάκη, είναι αξεπέραστο παράδειγμα αποκρατικοποίησης, το τεράστιο κόστος της οποίας φορτώνεται στο κράτος. Την τελευταία διετία της διακυβέρνησης Καραμανλή, ενώ είχε ξεσπάσει η διεθνής κρίση, έγινε πάρτι ρουσφετολογικών διορισμών και κάθε είδους σπατάλης, με αποτέλεσμα να εκτιναχθεί το έλλειμμα σε ανεξέλεγκτα ύψη. Και πρόσφατα, ο πρωθυπουργός εξαίρεσε από το μέτρο της διαθεσιμότητας τους υπαλλήλους του Μουσείου Ακρόπολης, επειδή ο ίδιος ως υπουργός Πολιτισμού είχε βάλει τη σφραγίδα του στους διορισμούς με βασικό κριτήριο την καταγωγή από τη Μεσσηνία. Από τη Μεσσηνία, άλλωστε, κατάγονται ο επικεφαλής του ΣΔΟΕ και ο διοικητής της Εθνικής.

Με αυτή την έννοια, στο ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν λειτουργεί η σύγκρουση δεξιάς και αριστεράς, με βάση τον διεθνή ορισμό, αλλά αντιπαράθεση μεταξύ δυνάμεων του λαϊκισμού/παλαιοκομματισμού και του ορθολογισμού/εκσυγχρονισμού. Ιδεολογική αντίθεση μπορεί κανείς να διαγνώσει μόνο κατά περίπτωση, για παράδειγμα στην αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής. Η ΝΔ δεν έβγαλε καταγγελτική ανακοίνωση για την εκπομπή του Τράγκα, αφού άλλωστε ο αξέχαστος Παναγιώτης Ψωμιάδης, ως επικεφαλής του γαλάζιου προεκλογικού αγώνα στη βόρεια Ελλάδα, είχε δημόσια εξομολογηθεί ότι και οι Χρυσαυγίτες δικά τους παιδιά είναι. Ωστόσο, ακόμη και αυτή η διαχωριστική γραμμή δεν είναι σαφής και σταθερή, αν λάβει κανείς υπόψη ότι ο Αλέξης Τσίπρας δεν έχει κανέναν ενδοιασμό να αγκαλιάζει τον Πάνο Καμμένο και να απευθύνεται στο πλέον αναχρονιστικό κομμάτι της δεξιάς, επειδή βρίσκει ως σημείο σύγκλισης την αντιμνημονιακή μανιέρα.

Ο πολιτικός ανορθολογισμός τέμνει οριζόντια ολόκληρο το πολιτικό φάσμα. Στελέχη όλων των κομμάτων πολιτεύονται με τους ίδιους όρους, τσιρίζοντας στα τηλεοπτικά παράθυρα και αρθρώνοντας έναν επικίνδυνα απλουστευτικό λόγο, μανιχαϊστικά επιχειρήματα, πέρα από την κοινή λογική και μακριά από κάθε έννοια σοβαρότητας και υπευθυνότητας.

Στην πορεία προς τον πάτο, έχουν ισοδύναμη συμμετοχή κυβερνώντες και αντιπολιτευόμενοι, διασπείροντας σύγχυση και εμποδίζοντας την κοινή γνώμη να αντιληφθεί τα βασικά: Ποιες λύσεις υπάρχουν, πόσο επώδυνες είναι, τι αλλαγές προϋποθέτουν. Τα διλήμματα “ευρώ ή δραχμή”, “μνημόνιο ή αντιμνημόνιο”, επινοήθηκαν ακριβώς για να φτιαχτεί το πολιτικό παιχνίδι στα μέτρα των πρωταγωνιστών του. Συνθηματολογία, διέγερση φοβικών συνδρόμων ή μεταφυσικής αισιοδοξίας, καλλιέργεια του φανατισμού και του δογματισμού, ψεύτικες υποσχέσεις και αστεία προγράμματα, διευκολύνουν τους πολιτικούς αντιπάλους να αναμετρηθούν σε μια πίστα πάνω στην οποία μπορούν να σταθούν. Γιατί αν η συζήτηση πήγαινε αλλού, δεν θα είχαν απολύτως καμία πιθανότητα να χειροκροτηθούν από το ακροατήριο: Τι θα παράγει αυτή η χώρα για να σωθεί, ποιοι κανόνες και πώς θα μπουν στη συνεννόηση πολιτικής και οικονομικής ελίτ, με ποιες διαδικασίες θα εκσυγχρονιστεί το Δημόσιο για να αποκτήσει αναπτυξιακή λογική και να υπηρετεί τον πολίτη, πώς θα αποκατασταθεί η λειτουργία του κράτους δικαίου για να υπάρχει ισονομία και ισοπολιτεία, με ποιες θεσμικές αλλαγές θα εμπεδωθούν κανόνες διαφάνειας και αξιοκρατίας, πώς θα αναβαθμιστεί η παιδεία και πώς θα συνδεθεί με την παραγωγή και με ποια παραγωγή.

Επομένως, ακόμη και αν δεν υπήρχε ο Αλέξης Τσίπρας, ο Αντώνης Σαμαράς θα ήθελε να τον επινοήσει – και το αντίστροφο. Γιατί αν ο πρωθυπουργός είχε απέναντί του έναν αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης με συγκροτημένη πρόταση διακυβέρνησης, τότε θα κινδύνευε η πολιτική του επιβίωση. Και αν ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ είχε απέναντί του έναν ηγέτη που, αντί να ψάχνει στο τηλέφωνο τους υπουργούς του και μετά να το αφήνει να διαρρεύσει, προσπαθούσε να εφαρμόσει ένα σχέδιο με αρχή, μέση και τέλος, τότε δεν θα αρκούσε το ρητορικό του χάρισμα για να διεκδικήσει την πολιτική κυριαρχία. Αλλά, ευτυχώς για τους ίδιους και τους φίλους τους, παίζουν μόνοι τους στο λασπωμένο γήπεδο.