Έχουν περάσει 52 χρόνια από την επιβολή της δικτατορίας τον Απρίλιο του 1967 και το πολιτικό σύστημα ακόμη δεν έχει αναλύσει τα αίτια αυτού του φαινομένου, ώστε με την δική του συμβολή να συνειδητοποιηθούν οι επιπτώσεις του λαϊκισμού και της εθνικιστικής του εκδοχής και να αντιμετωπισθούν αποτελεσματικά τόσο στο πολιτικό όσο και στο κοινωνικό πεδίο.
Αυτό φαίνεται από τις τοποθετήσεις των κομμάτων, τα οποία χρησιμοποιούν αυτή την αρνητική εμπειρία για να αποκομίσουν εκλογικό όφελος. Οι εκλογές δεν είναι μακριά. Το αργότερο θα πραγματοποιηθούν τον Οκτώβριο του 2019.
Η επαλήθευση αυτής της διαπίστωσης γίνεται από τις ανακοινώσεις των κομμάτων, που διεκδικούν την ανάληψη της ευθύνης διαχείρισης της κυβερνητικής εξουσίας.
Ανάλογα με την θέση τους στην αντιπολίτευση ή στην κυβέρνηση διαμορφώνεται και ο εκφερόμενος λόγος. Για τους μεν η ισχυρή κεντροδεξιά κυβέρνηση αποτελεί εγγύηση για την δημοκρατία, για τους δε η αριστερά εγγυάται την ικανοποίηση του λαϊκού συμφέροντος και την διαφύλαξη του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Με άλλα λόγια η εκλογική τους επικράτηση συνεπάγεται και την αντιμετώπιση του εθνικιστικού λαϊκισμού. Δεν «περνά» από το μυαλό τους, ότι μπορεί να ευθύνεται και το πολιτικό σύστημα για την εμφάνιση τέτοιων σχημάτων και την απόκτηση επιρροής στην κοινωνία. Βέβαια η άνοδος του εθνικισμού δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο, αλλά έχει ευρωπαϊκές διαστάσεις, με αποτέλεσμα να αποδυναμώνεται η συνοχή του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, η οποία δυστυχώς δεν αποτελεί προτεραιότητα των εθνικών κυβερνήσεων. Ακόμη κυριαρχεί το «εθνικό συμφέρον».
Τα αίτια για την αυξανόμενη παρουσία του λαϊκισμού και του εθνικισμού είναι πολυδιάστατα και επείγει η ριζική αντιμετώπιση τους, διότι σχηματισμοί με αυτά τα χαρακτηριστικά «κερδίζουν» χώρο στο δημοκρατικό πολίτευμα με την κοινοβουλευτική τους εκπροσώπηση, ενώ οι πολίτες σταδιακά και κάτω από προϋποθέσεις εξιδανικεύουν την εθνική τους ταυτότητα και αρχίζουν να αποδέχονται τους «υμνητές» της ως εναλλακτική πολιτική πρόταση στον αντίποδα του πολύ «διεφθαρμένου» πολιτικού καταστημένου.
Γι’ αυτό δεν αρκεί η επετειακή προσέγγιση των ιστορικών γεγονότων και περιόδων (π.χ. 21η Απριλίου 1967) με επισήμανση των επιπτώσεων τους, θετικών ή αρνητικών. Το πολιτικό σύστημα πρέπει να αναζητήσει, να αναλύσει και να αναλάβει τις πολιτικές ευθύνες αντιμετωπίζοντας τα γενεσιουργά αίτια του λαϊκισμού.
Κατ’ αρχήν η δημοκρατία στην σύγχρονη εποχή, που η λειτουργία των διαφόρων κοινωνικών συστημάτων, από το οικονομικό μέχρι το πολιτικό και της δημόσιας διοίκησης, στηρίζεται στην επιστημονική γνώση και στις τεχνολογικές της εφαρμογές, δεν είναι βιώσιμη, εάν οι πολίτες αντιμετωπίζονται ως ένα μαζοποιημένο σύνολο, του οποίου η επικοινωνιακή διαχείριση βασίζεται στην λογική της διαφήμισης και της κοινωνίας του θεάματος.
Στο μέτρο που η διαμόρφωση πολιτικών στάσεων δεν στηρίζεται στην αξιοποίηση του ορθολογισμού για την προσέγγιση και ανάλυση της πραγματικότητας και του περιεχομένου του πολιτικού λόγου, αλλά στην ενεργοποίηση του συναισθήματος με την χρησιμοποίηση φαντασιώσεων σε σχέση με την ατομική ή κοινωνική ευημερία στο μέλλον, οι πολίτες είναι εύκολο να χειραγωγηθούν. Εξιδανικεύουν τις υποσχέσεις των κομμάτων και του πολιτικού προσωπικού και αντιδρούν «πολιτικά» χωρίς να τις εξετάζουν ως προς την δυνατότητα πραγματοποίησης τους και να θέτουν ερωτήματα σε σχέση με την δυναμική, που μπορεί να δρομολογηθεί, χωρίς να είναι ελεγχόμενη.
Ιδιαιτέρως η σύγχρονη πραγματικότητα είναι πολύπλοκη, ταχύτατα εξελισσόμενη, με υψηλό βαθμό αλληλεξάρτησης των κοινωνιών και με παγκόσμιας εμβέλειας προβλήματα, με αποτέλεσμα να είναι βασική προϋπόθεση η αξιοποίηση του ορθολογισμού στην αντιμετώπιση των εξελίξεων και στην λήψη αποφάσεων τόσο από το πολιτικό σύστημα όσο και από τους πολίτες.
Αυτό σημαίνει, ότι η χειραγώγηση με την συναισθηματική φόρτιση του πολιτικού λόγου και το πολωτικό κλίμα σε συνδυασμό με την αδυναμία συναινετικού διαλόγου, που χαρακτηρίζει τα ελληνικά κόμματα, είναι πολύ επικίνδυνα, διότι αποκρύπτουν την πραγματικότητα και τους κανόνες, που διέπουν την εξέλιξη της. Η επίκληση του «έθνους» ή του «λαού» ως αξιών, που νομιμοποιούν τις πολιτικές εξαγγελίες και την πραγματοποίηση τους στην συνείδηση των πολιτών, πριμοδοτεί την άνοδο του βαθμού διακινδύνευσης των κοινωνιών.
Ως τρόπος σκέψης δε κινείται σε μεγάλο βαθμό στο ίδιο μήκος κύματος με αυτόν, που χαρακτηρίζει ένα λαϊκιστικό με εθνικιστικές προεκτάσεις μόρφωμα. Η κύρια διαφορά είναι, ότι ένας πολιτικός φορέας, που εμφορείται με την λογική του εθνικιστικού λαϊκισμού χρησιμοποιεί και την βία ως μορφή αντιπαράθεσης.
Οι πολίτες είναι ευάλωτοι στον λαϊκισμό στις διάφορες εκδοχές του, όταν είτε ως άτομα είτε ως κοινωνικά μορφώματα δεν λειτουργούν ως υποκείμενα. Στις σύγχρονες μαζοποιημένες κοινωνίες ακόμη και στο πολιτικό πεδίο ενεργοποιούνται ως καταναλωτές.
Ως άτομα δεν διαθέτουν τα απαραίτητα μεθοδολογικά εργαλεία για να αναλύουν, να κατανοούν τις εξελίξεις και να διαμορφώνουν πολιτικές στάσεις. Ούτε και ως μέλη συλλογικών μορφωμάτων (Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις) ενεργοποιούν μηχανισμούς ανάλυσης της πραγματικότητας και απλοποίησης (στο μέτρο του δυνατού) των παραγόμενων γνώσεων, ώστε να είναι κατανοητές από τους απλούς πολίτες και οι πολιτικές τους στάσεις και επιλογές να υπηρετούν το κοινωνικό συμφέρον.
Στην ψηφιακή εποχή μάλιστα, με την μεγάλη ταχύτητα της εξέλιξης και της διακίνησης των πληροφοριών, ο χώρος της πολιτικής δεν κινείται με λειτουργικούς ρυθμούς, ώστε να συμπορεύεται και ανάλογα να σχεδιάζει την πορεία προς το μέλλον. Αυτό δεν αφορά μόνο στο πολιτικό σύστημα, αλλά διαπερνά και τις δομές της κοινωνίας πολιτών, οι οποίες συνήθως αντιδρούν, χωρίς να συμμετέχουν στην λήψη αποφάσεων για την διαμόρφωση της πραγματικότητας.
Γι’ αυτό και τα διάφορα κινήματα, που εκφράζουν κοινωνικές ανάγκες και υπηρετούν την βιωσιμότητα του ανθρώπου, όπως είναι το «Fridays for Future» και το «Extinction Rebellion», δεν είναι σίγουρο, ότι θα έχουν τα επιθυμητά αποτελέσματα στο σωστό χρόνο, ώστε να επιτευχθεί ο στόχος της προστασίας του κλίματος.
Όμως πολιτικοί σχηματισμοί, οι οποίοι βασίζονται επικοινωνιακά στον λαϊκισμό και εξιδανικεύουν το μέλλον, ενώ παράλληλα επαγγέλλονται την βιωσιμότητα του «έθνους», βρίσκουν πρόσφορο έδαφος για την απόκτηση πολιτικής επιρροής σε μαζοποιημένες καταναλωτικές κοινωνίες. Πλειοδοτούν σε αξίες, οι οποίες κινούνται σε ιδεατό επίπεδο και εξιδανικεύουν το μέλλον.
Το ίδιο κάνουν και μη λαϊκιστικοί πολιτικοί σχηματισμοί στον επικοινωνιακό τομέα. Και αυτοί δεν απευθύνονται στην κριτική σκέψη των πολιτών, αλλά επενδύουν στην δρομολόγηση φαντασιώσεων σε σχέση με το μέλλον, ατομικό και κοινωνικό, χωρίς να το προσεγγίζουν και να το επεξεργάζονται στην δυναμική προβολή του στο χρόνο με βάση ρεαλιστικά, τεκμηριωμένα και πλανητικής εμβέλειας δεδομένα της πραγματικότητας. Πολύ αντιπροσωπευτικό παράδειγμα είναι τα «Πασχαλινά μηνύματα» των πολιτικών αρχηγών των κομμάτων, στο πλαίσιο των οποίων αξιοποιείται και το θρησκευτικό συναίσθημα των πολιτών για την καλλιέργεια φαντασιώσεων σε σχέση με το μέλλον. Παράλληλα αμφισβητούν την ικανότητα διαχείρισης κυβερνητικής εξουσίας από τους αντιπάλους.
Γι’ αυτό επείγει η αλλαγή στάσης και οργάνωσης του πολιτικού συστήματος, ώστε να διασφαλίζεται η ουσιαστική δημοκρατική λειτουργία. Για την επίτευξη αυτού του στόχου πρέπει από το ένα μέρος το πολιτικό σύστημα να απαλλαγεί από την λογική της αντιμετώπισης των πολιτών ως ψηφοφόρων καταναλωτών φαντασιώσεων σε σχέση με το μέλλον και από το άλλο οι πολίτες να λειτουργούν ως ατομικά πολιτικά υποκείμενα και συλλογικά στο πλαίσιο της κοινωνίας πολιτών, η οποία όμως επιβάλλεται να αποκτήσει θεσμικό ρόλο στο πλαίσιο του δημόσιου πολιτικού διαλόγου.
Παράλληλα είναι βασική προϋπόθεση η ύπαρξη ανεξάρτητων θεσμοθετημένων τεχνοκρατικών μηχανισμών ανάλυσης των δεδομένων της πραγματικότητας και της απλούστευσης του επιστημονικού λόγου, ώστε να είναι κατανοητός από τους απλούς πολίτες.
Η ανάληψη της ευθύνης για την πραγματοποίηση αυτών των αλλαγών απαιτεί πολύ δύσκολες αποφάσεις. Το πολιτικό σύστημα μπορεί να «σηκώσει» το ιστορικό της βάρος;