Ο πολιτικός λόγος, όπως εκφέρεται από τα κόμματα και το πολιτικό προσωπικό στην Ελλάδα στο πλαίσιο των δημόσιων αντιπαραθέσεων, προκαλεί έντονα ερωτηματικά σε σχέση με τις αλληλοκατηγορίες για λαϊκισμό. Ιδιαιτέρως οι πολιτικοί σχηματισμοί, που διαχειρίζονται κυβερνητική εξουσία ή διεκδικούν την ανάληψη της, πλειοδοτούν σε λαϊκιστική λογική ως προς την καλύτερη έκφραση των «συμφερόντων του λαού» σε αντιδιαστολή με τον αντίπαλο.
Βέβαια όλοι μαζί, κόμματα και πολιτικό προσωπικό, οχυρώνονται πίσω από την «ασπίδα» των κομμάτων του δημοκρατικού τόξου, ώστε να απομονώνουν στο πολιτικό επίπεδο τον εθνικιστικό λαϊκισμό, ο οποίος κάτω από τον μανδύα του γνήσιου εκφραστή των συμφερόντων των «απλών ανθρώπων» και του «έθνους» απειλεί να υφαρπάσει την διαχείριση της εξουσίας από το «πολιτικό κατεστημένο».
Η εντύπωση, που δημιουργείται ακόμη και στον απλό παρατηρητή του πολιτικού και κοινωνικού γίγνεσθαι, είναι, ότι το πολιτικό σύστημα αδυνατεί να κατανοήσει και να συνειδητοποιήσει, πως ο λαϊκισμός εκμεταλλεύεται την αντίδραση των πολιτών στην αποτυχία του πολιτικού κατεστημένου να διαχειρισθεί την πραγματικότητα με σημείο αναφοράς την ανθρώπινη οντότητα και το κοινωνικό συμφέρον. Ταυτοχρόνως λειτουργούν ως καταλύτες για την σταδιακή εμφάνιση και ενδυνάμωση του λαϊκισμού η αδυναμία των κομμάτων να μετεξελιχθούν σύμφωνα με τις ανάγκες της δυναμικής, που αναπτύσσει η πραγματικότητα και η ανυπαρξία εναλλακτικής πολιτικής πρότασης.
Ο λαϊκισμός αποτελεί διέξοδο για τους ψηφοφόρους, οι οποίοι εκφράζουν την αντίδραση τους, όταν το πολιτικό κατεστημένο αδυνατεί να επεξεργασθεί και να προωθήσει με κοινωνική αποδοχή μια εναλλακτική πολιτική πρόταση. Γι`αυτό και δεν αντιμετωπίζεται με τον «ηθικό υποβιβασμό» του στην κριτική, που ασκείται στην κομματική του έκφραση, ούτε και με την «συσπείρωση» των κομμάτων του «δημοκρατικού τόξου», αλλά με πολιτικές απαντήσεις στα ερωτήματα των πολιτών και τα προβλήματα της κοινωνίας.
Ο λαϊκισμός είναι ένα στρατηγικό μέσο για την κατάκτηση της εξουσίας, που βασίζεται στον γενικόλογο ηθικολογικό λόγο με εξιδανικευτικά στοιχεία ως προς το «λαό» και το «έθνος» (ανάλογα με την πολιτική γεωγραφία αναφοράς του πολιτικού φορέα).
Το θέμα είναι, ότι σε μεγάλο βαθμό και τα κόμματα του «κατεστημένου» εκφέρουν πολιτικό λόγο με αυτά τα χαρακτηριστικά. Αυτό επικοινωνιακά δυσκολεύει την ριζική διαφοροποίηση τους από τα κόμματα του λαϊκισμού, διότι όλες οι πλευρές στην επικοινωνιακή διαχείριση της πραγματικότητας στηρίζονται στην αξιοποίηση του συναισθήματος και του θυμικού και όχι στον ορθολογισμό και στην συναινετική λογική για την ανεύρεση μακροπρόθεσμων και βιώσιμων λύσεων για τα προβλήματα του τόπου και την μετεξέλιξη του μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης.
Επίσης ενώ η χώρα, όπως και κάθε άλλη είτε είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε όχι, κινείται σε μια παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα, τόσο ο πολιτικός σχεδιασμός όσο και η νομιμοποίηση της δραστηριοποίησης των κομμάτων έχουν εθνική αναφορά. Σε πολλές χώρες δε, όπως είναι η Ελλάδα, η παγκόσμια διάσταση απουσιάζει από τον σχεδιασμό.
Αυτό συμβάλλει και στην εσωστρεφή λειτουργία των πολιτών και στην έλλειψη αλληλεγγύης σε σχέση ακόμη και με εταίρους, όπως συμβαίνει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στην οποία παρατηρείται άνοδος εθνικιστικών λαϊκιστικών κομμάτων σε αρκετά κράτη-μέλη.
Αυτή η άνοδος πρέπει να προσεχθεί ιδιαιτέρως, διότι το μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης δεν φαίνεται έτοιμο να ακολουθήσει την δυναμική, την οποία αναπτύσσει η πραγματικότητα με την μεγάλη ταχύτητα, που επέβαλαν η επιστημονική γνώση και οι τεχνολογικές της εφαρμογές, καθώς και οι επιπτώσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας, όπως είναι η κλιματική αλλαγή και η ανισόρροπη ανάπτυξη στον πλανήτη με αποτέλεσμα το φαινόμενο της μαζικής μετακίνησης πληθυσμών από τον φτωχό Νότο προς τον πλούσιο Βορρά.
Βέβαια ο τελευταίος αντιμετωπίζει επίσης προβλήματα, τα οποία απειλούν να υποσκάψουν τον τρόπο οικοδόμησης του οργανωτικού μοντέλου, που τον οδήγησε στην ευημερία. Για παράδειγμα η επίδοση και η απόδοση στην εργασία ήταν βασικά κριτήρια της οικονομικής και κοινωνικής ανόδου των πολιτών στο πλαίσιο του καπιταλισμού. Με βάση αυτή την παράμετρο κυρίως διαμορφώθηκε η μεσαία κοινωνική τάξη και καλλιεργήθηκε η λογική της δυνατότητας ατομικής ευημερίας στο πλαίσιο του συστήματος.
Σήμερα αυτά τα δεδομένα αναιρούνται από την πραγματικότητα, διότι η ατομική ευημερία εξαρτάται στο μέγιστο βαθμό από την κληρονομική μεταβίβαση πλούτου, οπότε η πιο ψηλά ιστάμενη από οικονομική άποψη κοινωνική τάξη νέμεται τα πάντα σε βάρος του κοινωνικού συνόλου, με αποτέλεσμα την «ευημερία των κοινωνικών ανισοτήτων». Στην Γερμανία, για παράδειγμα, κληρονομούνται 400 δισεκ. ευρώ κάθε χρόνο (Deutsches Institut fuer Wirtschaftsforschung).
Συμπληρωματικά η ελεύθερη και χωρίς ίχνος πρόθεσης κάλυψης κοινωνικών αναγκών διακίνηση κεφαλαίων στο πλαίσιο του σημερινού μοντέλου της παγκοσμιοποίησης αυξάνει τον ανταγωνισμό των εργαζομένων και συμβάλλει στην μείωση των αποδοχών τους και στην πτώση του επιπέδου της ποιότητας της ζωής τους.
Είναι πλέον εμφανές, ότι ωριμάζουν οι συνθήκες για την πραγματοποίηση των απαραίτητων αλλαγών, οι οποίες αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για την αποκατάσταση των αναγκαίων ισορροπιών μεταξύ της πολιτικής λειτουργίας και της κοινωνίας της γνώσης.
Ειδάλλως ο λαϊκισμός θα «αναζωπυρώνεται» και θα απειλεί τις δημοκρατικές κοινωνίες με επικίνδυνες ανατροπές. Αυτό σημαίνει, ότι θα πρέπει άμεσα η πολιτική να αυτοπροσδιορίζεται με βάση τους στόχους της σε σχέση με την ανθρώπινη οντότητα, την βιωσιμότητα του πλανήτη και το κοινωνικό συμφέρον σε παγκόσμιο επίπεδο, ώστε στην εποχή του κυρίαρχου ρόλου της γνώσης η αξιοποίηση της τεχνολογίας στους διάφορους τομείς δραστηριοποίησης της κοινωνίας να είναι επωφελής για όλους τους πολίτες και να μην χρησιμοποιείται κυρίως για την χειραγώγηση τους (π.χ. στον τομέα της ενημέρωσης, στην καλλιέργεια του καταναλωτισμού κ.λ.π.).
Βασικό εργαλείο σε αυτή την προσπάθεια επανεκκίνησης πρέπει να είναι η πρόσδωση ρόλου ατομικού και συλλογικού πολιτικού υποκειμένου στους πολίτες και στην κοινωνία. Και αυτό προϋποθέτει την αξιοποίηση του ορθολογισμού στην πολιτική επικοινωνία και την σφαιρική και σε βάθος ενημέρωση των πολιτών για το παγκόσμιο γίγνεσθαι.
Για την επίτευξη αυτών των στόχων είναι αναγκαίος ο επαναπροσανατολισμός του πολιτικού σχεδιασμού, από τον τομέα της Παιδείας μέχρι την δημιουργία ακηδεμόνευτων δυναμικών δομών στην κοινωνία, οι οποίες θα αποτελούν συνομιλητές του πολιτικού συστήματος και της κυβέρνησης και όχι προεκτάσεις τους.
Οι περιχαρακώσεις στα στενά όρια της τοπικής κοινωνίας και η στατικότητα σε σχέση με την ροή του χρόνου στην σύγχρονη πραγματικότητα αποτελούν επικίνδυνες παραμέτρους για μια ασφαλή πορεία προς το μέλλον.
Μόνο που η κοινή πορεία της παγκόσμιας κοινότητας πρέπει να βασίζεται στην πλανητικής εμβέλειας λογική της κοινωνικής δικαιοσύνης. Δεν είναι καθόλου εύκολο. Αρκεί να λάβει κάποιος υπόψη του την πολιτική, που ακολουθεί η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής του Donald Trump και θα αποκαλυφθεί ο βαθμός της δυσκολίας.
Δεν υπάρχει όμως άλλος δημοκρατικός δρόμος. Η υπέρβαση των αδιέξοδων παθογενειών του «κατεστημένου πολιτικού συστήματος» (από την αδυναμία κατανόησης και συνειδητοποίησης, ότι ο λαϊκισμός αποτελεί αντίδραση στην αποτυχία του να διαχειρισθεί την πραγματικότητα με σημείο αναφοράς την ανθρώπινη οντότητα και το κοινωνικό συμφέρον μέχρι την ανικανότητα του να μετεξελιχθεί στο πλαίσιο της δυναμικής της κοινωνίας της γνώσης) είναι η μοναδική επιλογή.