Καθώς η χώρα έχει συμπληρώσει ήδη ένα χρόνο αριστερής διακυβέρνησης, βιώνει τις συνέπειες των πολιτικών που ακολούθησε αυτή η, φαινομενικά, παράδοξη, λαϊκιστική συμμαχία. Έχοντας βρει κοινό πεδίο επαφής τον αντί – μνημονιακό τους αγώνα, οι ριζοσπάστες αριστεροί του ΣΥΡΙΖΑ και οι εθνικολαϊκιστές των ΑΝ.ΕΛ., έβαλαν στην άκρη τις ιδεολογικές τους διαφορές σε κρισιμότερα ζητήματα και αποφάσισαν να συνεργαστούν με πρόσχημα το καλό της χώρας. Όπως απέδειξε ο πρώτος – πυκνός πολιτικά – χρόνος της διακυβέρνησης αυτής, οι μόνοι ωφελημένοι ήταν όσοι συμμετείχαν στον κυβερνητικό συνασπισμό, σε κάθε εκδοχή του, μιας και απέκτησαν λαϊκά ερείσματα και πρωτόγνωρη δημοσιότητα ? αλλά και ο λαϊκισμός.
Κάνουμε λόγο για λαϊκισμό, καθώς οι μεγαλόστομες διακηρύξεις του ΣΥΡΙΖΑ πριν την επιτυχία τους στις εκλογές του περσινού Γενάρη, αποδείχτηκαν ουτοπίες, που σκοπό είχαν την πλάνη του εκλογικού σώματος. Και πράγματι, πέτυχε απόλυτα στον σκοπό του αυτό, αφού το εκλογικό σώμα τον προτίμησε τον Γενάρη – δηλώνοντας την αποστροφή του για τις πολιτικές του παλαιού δικομματισμού – αλλά και τον Σεπτέμβρη. Την δεύτερη φορά, παρά το ταραχώδες καλοκαίρι που μεσολάβησε, μπορεί να θεωρηθεί ξανά πως η εμπιστοσύνη αυτή ήταν αποτέλεσμα της αδυναμίας άρθρωσης δυναμικού πολιτικού λόγου από τα υπόλοιπα κόμματα, αλλά και της αντίδρασης μεγάλου μέρους του πληθυσμού στις ευρωπαϊκές πολιτικές. Το τελευταίο συνέβη, αφού είχε επιτευχθεί εξαιρετικά, η δαιμονοποίηση της Ευρώπης, ως υπαίτιας όλων των δεινών μας, αυτά τα 6 χρόνια της κρίσης.
Και πάλι όμως, απώτερη κατάληξη ήταν η θεαματική κωλοτούμπα του ΣΥΡΙΖΑ, που από αρνητής της Ευρώπης, μετατράπηκε σε παιδάκι που αποζητά την βοήθειά της, μην ξεχνώντας να την κατηγορεί στην εγχώρια πολιτική σκηνή. Αυτός ο διττός λόγος, είχε σκοπό την διατήρηση του λαϊκισμού σε υψηλά επίπεδα, επιδιώκοντας να συνεχίσει να ελέγχει το εκλογικό σώμα, επιτιθέμενος την ίδια στιγμή στην ουσία της δημοκρατίας. Φοβούμενος πως η κοινωνία μπορεί να δηλώσει την αποστροφή της στο πρόσωπό του, εξαιτίας της διαφθοράς στην οποία ενεπλάκη η νεαρή κυβέρνηση, καθώς και άλλων θεμάτων, επιχείρησε να ελέγξει την ελευθερία της πληροφόρησης και της διατύπωσης ορθής κρίσης, όταν η εξουσία παρεκτρέπεται.
Τα γεγονότα αποδεικνύουν πως υπάρχει ανάγκη από ισχυρό αντίβαρο στις σοβαρές αυτές παρεκκλίσεις που λαμβάνουν χώρα στην δημόσια ζωή. Η ΝΔ φαίνεται πως ακόμα δεν έχει βρει τον δρόμο της προς τις μεταρρυθμίσεις, όπως υποστήριξε και υποστηρίζει σθεναρά ο αρχηγός της, καθώς και πρόσωπα δεξιών ιδεολογικών καταβολών έχουν λάβει κρίσιμες θέσεις στο κόμμα, αλλά και ο λαϊκισμός δεν έχει δώσει τη θέση του σε ρεαλιστικές πολιτικές προτάσεις. Στο σημείο αυτό φαίνεται, όπως επισήμανε η Φώφη Γεννηματά, η ανάγκη για την ανασύσταση του χώρου ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και την ΝΔ. Ο χώρος αυτός γνώρισε την κατάρρευση εξαιτίας εσωκομματικών διαφωνιών, που με την σειρά τους προέκυψαν από την πολιτική κόπωση που προκάλεσε η μακροχρόνια επαφή με την εξουσία, εγωιστικών αρχηγικών τάσεων, την στιγμή που προείχαν ζητήματα ευρύτερης πολιτικής, αλλά και του λαϊκιστικού λόγου που χρησιμοποίηθηκε χωρίς να μπορέσει να παρουσιάσει στο εκλογικό σώμα τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, όταν χρειάστηκε. Συνέπεια, ήταν η πολυδιάσπαση και η αναζήτηση επί μια τετραετία μιας ιδεολογικά και πολιτικά οριοθετημένης πολιτικής διαδρομής.
Στο διάστημα αυτό έλαβαν χώρα πολλά πολιτικά γεγονότα και λάθη, τα οποία μείωσαν την δυναμική του χώρου και επέτειναν τις διασπαστικές τάσεις. Φαίνεται όμως πως η στιγμή της ωρίμανσης έφτασε. Μπορεί σε πρώτο βήμα, η πρωτοβουλία της Φώφης Γεννηματά, να ακολουθήθηκε από μια παρόμοια του Σταύρου Θεοδωράκη (με διαφορετική ονοματολογία), ωστόσο φάνηκε πως υπάρχει το πεδίο για μια συνεκτικότερη πολιτική πορεία. Άλλωστε, όπως φάνηκε και στις δυο εκλογικές διαδικασίες που έλαβαν χώρα το 2015, το μεν ΠΑΣΟΚ – Δημοκρατική Συμπαράταξη διατήρησε ένα σταθερό ποσοστό στο εκλογικό σώμα, μετά από καιρό, το ΠΟΤΑΜΙ όμως δεν είδε ποτέ την εκλογική εκτίναξη στην οποία προσδοκούσε. Αυτό σημαίνει πως το πρώτο φαίνεται να δημιουργεί μια σταθερή βάση, που δεν αρκεί όμως για τον ρόλο που πρέπει να διαδραματίσει ο χώρος, ενώ ως προς το δεύτερο κόμμα πως η πολιτική φρεσκάδα στην οποία απέβλεπε, έχει εξαντληθεί από καιρό. Την ίδια στιγμή, και το ΚΙΝΗΜΑ του Γιώργου Παπανδρέου δεν κατάφερε να έχει το εκλογικό αποτέλεσμα στο οποίο προσδοκούσε, μένοντας στο περιθώριο της πολιτικής σκηνής. Κατάληξη των παραπάνω – και με δεδομένα τα πρωτόγνωρα πολιτικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η πολιτική σκηνή – οφείλει να είναι το πέρασμα σε μια σειρά διεργασιών ανάμεσα στα τρία αυτά κόμματα, τα οποία αναγνωρίζονται και ως οι εν δυνάμει «κομματικοί πυλώνες» του νέου ξεκινήματος. Το ζητούμενο είναι να παρουσιαστεί στην πράξη η βούληση που έχουν και οι τρεις πλευρές ωστόσο και να γίνει κατανοητό σε όλη την δομή του χώρου, από τον εν δυνάμει ψηφοφόρο μέχρι τους αρχηγούς, πως απαιτούνται ρεαλιστικές πολιτικές προτάσεις για όσα βρίσκονται στον αέρα αυτή την στιγμή και όχι νέος λαϊκισμός. Επιδίωξη πρέπει να είναι η σύγκλιση τους ως προς τα κοινά τους σημεία και η διαμόρφωση κειμένων με εφαρμόσιμες πολιτικές, που θα καλύπτουν όλους και όχι η εμμονή στην μορφή διατήρησης των κομματικών σχηματισμών και στο πως θα ονομαστεί το νέο σχήμα («Ελιά», «Κοινοβούλιο», κ.α.).
Για να συμβούν τα παραπάνω, πρέπει οι πολιτικές ενέργειες να κερδίσουν την μάχη απέναντι στον χρόνο που τρέχει. για την χώρα ευρύτερα. Αυτή η μάχη συνεπάγεται ωριμότητα και στην πράξη, κάτι που ισοδυναμεί με απόρριψη του λαϊκισμού σε κάθε μορφή του. Ο λαϊκισμός μπορεί να τράφηκε με ευθύνη όλων μας, όμως η μόνη ελπίδα για να ορθοποδήσει στο σύνολο της η κοινωνική ζωή της χώρας, είναι η πίστη στις αλήθειες, την ορθολογία και τις δομές της δημοκρατίας όπως αυτές χτίστηκαν τα προηγούμενα χρόνια στην χώρα μας. Το ΠΑΣΟΚ – Δημοκρατική Συμπαράταξη, που πολλοί επιμένουν να ταυτίζουν με το παλιό ΠΑΣΟΚ, δήλωσε πως έχει εικόνα των λαθών του παρελθόντος και επιθυμεί μια νέα αρχή, η οποία θα περιλαμβάνει πρώτα απ’ όλα συμμαχίες, με τις δυνάμεις εκείνες, οι οποίες θα συμβάλλουν στην ανάταση της χώρας. Αυτό είναι το σημείο που πρέπει να εμπεδώσουν όσοι επιθυμούν την επαναφορά του συγκεκριμένου πολιτικού χώρου ξανά στο προσκήνιο: όσο καλή και επιθυμητή και αν είναι η καταγγελία του λαϊκισμού και των λαθών του παρελθόντος, αν, σε ένα πολιτικά ρευστό τοπίο, αρνούνται τις συμμαχίες ή τις καθυστερούν λαϊκίζοντας άθελά τους, τόσο πιο εύκολο είναι ο ψηφοφόρος να κουραστεί και οι ίδιοι να περάσουν στην ιστορία ως «θεωρητικά δυναμικοί, πρακτικά όμως αδύναμοι» πολιτικοί παίχτες. Αν δεν λάβουν αυτά χώρα και δεν διεκδικηθεί η παρουσίαση της σύνδεσης Ελλάδας – Ε.Ε., σε επίπεδο επιτευγμάτων και στόχων, αν το όποιο όραμα δημιουργηθεί παραμείνει νεφελώδες και κουβαλάει την κούραση περασμένων ετών, τότε και η πιο σοβαρή προσπάθεια ανασύστασης του σημαντικού αυτού πολιτικού χώρου θα περάσει στην πολιτική ιστορία, ως δείγμα του πολιτικού εγωισμού και της αδυναμίας ορισμένων να προτάξουν το «εμείς» μπροστά από το «εγώ» και την χώρα μπροστά από το όποιο παρελθόν ή φιλοδοξίες τους.