Κατά τα τελευταία 30 χρόνια δεν υπάρχει πιο πολυχρησιμοποιημένη έννοια απ’ αυτή την λαϊκισμού. Πολύ περισσότερο και απ’ αυτήν του νεοφιλελευθερισμού. Αναλυτές, πολιτικοί επιστήμονες, διανοούμενοι αλλά και κομματικά επιτελεία καταφεύγουν συνεχώς στον λαϊκισμό, για να ερμηνεύσουν τα πολυσύνθετα φαινόμενα που οδηγούν στην κρίση των δημοκρατιών. Σύμφωνα με αυτούς ο λαϊκισμός οδηγεί στην αμφισβήτηση των δημοκρατιών. Αντί στο στόχαστρό των αναλύσεών τους να τίθεται η καθοδική κοινωνική κινητικότητα και η εξ αυτής απορρέουσα κοινωνική και ατομική δυσαρέσκεια, αυτοί ξεκινούν από το αποτέλεσμα, τον λαϊκισμό. Το αποτέλεσμα όμως δεν είναι και αιτία.
Έστω και έτσι αποτελεί ο λαϊκισμός ενιαίο σύνολο; Είναι λαϊκισμός οποιαδήποτε αναφορά στο λαϊκό στοιχείο; Είναι λαϊκισμός οποιαδήποτε κριτική στις ελίτ; Και κυρίως είναι λαϊκισμός να διαπιστώνει κανείς πως η έννοια της λαϊκής κυριαρχίας αμφισβητείται από την ελίτ του πλούτου και του χρήματος; Είναι τελικά ο λαϊκισμός η αιτία που πολλοί πολίτες ψηφίζουν ακροδεξιούς σχηματισμούς; Ή μήπως αιτία γι’ αυτό είναι η κυριαρχία στις κυβερνώσες ελίτ και σε μεσαία αλλά και εργατικά στρώματα μιας ιδέας που βρίσκεται στον αντίποδα του λαϊκισμού; Η ιδέα που θέλει μόνο οι άξιοι να επιβραβεύονται. Η ιδέα του κοινωνικού αυτοματισμού. Αν ισχύει το τελευταίο, τότε η θιγμένη αξιοπρέπεια αυτών που δεν μπορούν να παρακολουθήσουν τους ρυθμούς των αγορών είναι φυσικό να αναζητά «προστάτες» στην Ακροδεξιά. Η τελευταία εκμεταλλεύεται την αίσθηση της ανημποριάς ορισμένων στρωμάτων να εξηγήσουν όχι μόνο τι συμβαίνει στον κόσμο αλλά και στην προσωπική και οικογενειακή τους ζωή. Τι συμβαίνει και ενώ μέχρι το 1980 ήταν εγγυημένη η ανοδική κοινωνική κινητικότητα αυτών και των παιδιών τους, τώρα τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους γνωρίζουν πως όχι μόνο τίποτα δεν τούς εγγυάται μια καλύτερη ζωή, αλλά όλα δείχνουν και πως αυτή η ζωή δεν θα είναι ακριβοδίκαιη μαζί τους.
Κι όμως αντί όλα αυτά να στρέφουν τη σοσιαλδημοκρατία προς τα αριστερά της, εξακολουθούν εντός της να κυριαρχούν οι φωνές που την προτρέπουν να γίνει «Μεταρρυθμιστικό και Προοδευτικό Κέντρο». Μια τέτοια θέση φάνταζε εύλογη την εποχή της ανόδου της μεσαίας τάξης. Η μεσαία τάξη ήταν η δεξαμενή του Κέντρου. Σήμερα που όλα αυτά έχουν αλλάξει, περιέργως» κάποιοι επιμένουν στα ίδια. Οι κοινωνίες διχοτομούνται όχι πλέον σ’ ένα και δυο τρίτα, αλλά σε δυο μισά, σ’ αυτούς δηλαδή που παρακολουθούν με κάποια άνεση τις εξελίξεις στην τεχνολογία και την παγκοσμιοποίηση και σ’ αυτούς που δεν μπορούν να ακολουθήσουν τους ρυθμούς της αγοράς. Και παρόλα αυτά κυρίαρχο δόγμα, στους χώρους της επικοινωνίας και μιας ρηχής δημοσιογραφίας, παραμένει η άποψη πως οι μάχες κερδίζονται στο πολιτικό Κέντρο. Αυτοί επιμένουν να υπερασπίζονται ένα αποτυχημένο μοντέλο ερμηνείας της κρίσης των δημοκρατιών, αυτό της αντίθεσης «φίλοι της δημοκρατίας» κατά των «εχθρών» της. Οι περισσότεροι όμως απ’ όσους ψηφίζουν ακροδεξιούς σχηματισμούς δεν είναι εχθροί των δημοκρατιών αλλά απογοητευμένοι από αυτές. Θα ήθελαν να είναι καλύτερες και όχι να τις καταργήσουν.
Ο λαϊκισμός δεν είναι μια ενιαία κατηγορία. Ο συμπεριληπτικός σε αντίθεση με τον ακροδεξιό λαϊκισμό θέτει σοβαρά ερωτήματα για το μέλλον των δημοκρατιών, όπως το τι γίνεται σήμερα με τη λαϊκή κυριαρχία και τη δημιουργική «ελευθερία για». Μάλιστα ο αριστερός συμπεριληπτικός λαϊκισμός θέτει ρεπουμπλικανικές ερωτήσεις που δεν θέτουν οι παλαιοί δύο πόλοι της σοσιαλδημοκρατίας και της Κεντροδεξιάς. Στις απαντήσεις τα χαλάει. Δεν είναι όμως ίδιος με τον ακροδεξιό λαϊκισμό, ο οποίος θέτει και λάθος ερωτήματα και λάθος απαντήσεις. Αυτό όμως που πολλοί αποφεύγουν να τονίσουν είναι πως το μεγάλο πρόβλημα είναι το πάντρεμά του ακροδεξιού λαϊκισμού με τον εθνικισμό. Οι ακροδεξιοί δεν είναι απλά λαϊκιστές. Είναι πρωτίστως εθνικιστές που χρησιμοποιούν τον λαϊκισμό για να εδραιώσουν τον εθνικισμό τους. Το πρόβλημα είναι ο εθνικολαϊκισμός και όχι ο δήθεν ενιαίος λαϊκισμός. Οι «κεντρώοι» κάνουν πως δεν το καταλαβαίνουν αυτό. Γι’ αυτό και από «κεντρώοι» μετατρέπονται σε «ακροκεντρώους». Η άρνηση διάκρισης των λαϊκισμών είναι η πηγή νομιμοποίησης των ακροδεξιών σχημάτων. Αν όλοι οι λαϊκισμοί είναι το ίδιο, κανένας λαϊκισμός δεν είναι πιο επικίνδυνος από τον άλλο. Είναι όμως ίδιος ο εθνικολαϊκισμός της Λεπέν με τον λαϊκισμό του Μελανσόν; Όχι βέβαια. Όπως από την άλλη, δεν είναι ο νεοφιλελευθερισμός του Μακρόν πιο επικίνδυνος από τον εθνικολαϊκισμό της Λεπέν.
Ο αριστερός συμπεριληπτικός λαϊκισμός (δηλαδή το ερώτημα του ποιος εκφράζει τη λαϊκή κυριαρχία) αν συγκλίνει με τη σοσιαλδημοκρατία, μπορεί να ενισχύσει τόσο αυτήν όσο και τη δημοκρατία την ίδια. Αυτό σημαίνει πως δεν μπορεί κορμό των σοσιαλδημοκρατικών πολιτικών να παραμένουν η «κανονικότητα», η τεχνοκρατία, η «κοινωνία των άξιων», «το επιτελικό κράτος», «η αναδιανομή των αγορών». Κορμός των πολιτικών της σοσιαλδημοκρατίας πρέπει να ξαναγίνουν η μάχη κατά των ανισοτήτων, η πλήρης απασχόληση και η κρατική αναδιανομή με όπλο την παγκόσμια προοδευτική φορολογία εισοδημάτων, περιουσιών και κληρονομιών. Οι σοσιαλδημοκράτες ήταν με τις αλλαγές, με την ανανέωση, με τις δημοκρατικές τομές, με τις μεταρρυθμίσεις υπέρ των από κάτω και όχι με μια «σταθερότητα και κανονικότητα» και «μεταρρυθμίσεις» που ενισχύουν τα άνισα ταξικά χαρακτηριστικά των κοινωνιών.
Η στα καθ’ ημάς σοσιαλδημοκρατία πρέπει να συνειδητοποιήσει πως σε πείσμα κοινοτοπιών που διαδίδονται πολύ στη χώρα μας, αυτή δεν ήταν ποτέ η παράταξη του Κέντρου και του γενικευμένου αντιλαϊκισμού, αλλά η παράταξη εκείνης της Αριστεράς από τις πληθυντικές Αριστερές που δεν γεννήθηκε πάνω στην τομή λαϊκισμός- αντιλαϊκισμός, αλλά πάνω στην τομή λαϊκό- αντιλαϊκό.
Πηγή: www.dnews.gr