Κύρωση και κύρος

Κώστας Μποτόπουλος 05 Μαρ 2015

Θα μπορούσε η απόφαση περί παράτασης της δανειακής σύμβασης να μην περάσει από την ελληνική Βουλή; Η νομική απάντηση είναι: θα μπορούσε, οριακά, αλλά δεν θα έπρεπε. Η πολιτική απάντηση: παράκαμψη της Βουλής θα δημιουργούσε, για την κυβέρνηση, αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα και, για το πολίτευμα, ένα κακό προηγούμενο.

Το νομικό επιχείρημα στο οποίο εδράζεται, όψιμα, η διαφαινόμενη πρόθεση μη επικύρωσης είναι ότι δεν πρόκειται για νέα συμφωνία αλλά για παράταση μιας παλαιάς και ήδη επικυρωμένης και ότι, σε κάθε περίπτωση, η συμφωνία του Γιούρογκρουπ έχει ήδη υπογραφεί από τα συμβαλλόμενα μέρη –κυβερνήσεις και «θεσμούς».

Ο αντίλογος θα μπορούσε να είναι ότι κάτι συνέβη στο Γιούρογκρουπ των τελών Φεβρουαρίου, μετά μάλιστα από σκληρές διαπραγματεύσεις, και αυτό το κάτι δεν μπορεί παρά να ορίζεται νομικά ως «διεθνής συμφωνία», για την οποία το Σύνταγμά μας (άρθρο 28) ορίζει συγκεκριμένη διαδικασία με αναγκαστική ψήφιση από τη Βουλή. Επίσης ότι η ίδια η «συμφωνία» που παρατάθηκε περιέχει τη διαδικασία ενδεχόμενης αλλαγής/ανανέωσής της, η οποία επίσης προϋποθέτει ψήφιση από τη Βουλή (δυνάμει του ν. 4060/2012), κάτι που ως τώρα έχει γίνει για όλες τις ανανεώσεις/μετενσαρκώσεις «μνημονιακών» συμφωνιών. Τέλος, ότι και αν ακόμα η συμφωνία περί παράτασης έχει ήδη τελειωθεί με την υπογραφή των Υπουργών Οικονομιών στο Γιούρογκρουπ, αυτό δεν εμποδίζει πολλές άλλες χώρες, με πρώτη ήδη τη Γερμανία, να διεξαγάγουν συζήτηση και ψηφοφορία στα Κοινοβούλιά τους, κάτι που ισχύει για μείζονα λόγο για την ίδια τη χώρα την οποία αφορά η παράταση.

Οι πραγματικοί λόγοι είναι όμως πολιτικοί. Αν τελικά η κυβέρνηση αποφασίσει τη μη επικύρωση από τη Βουλή θα είναι για να αποφύγει δύο πράγματα: αφενός να «διαρρεύσει» μέρος (που από τις πρώτες μετρήσεις δεν φαίνεται ασήμαντο) των «αντιμνημονιακών» βουλευτών της συμπολίτευσης και αφετέρου να επικυρώσει μια συμφωνία που, εκ φύσεως, δείχνει να συνεπάγεται παράταση του «μνημονιακού καθεστώτος». Μόνο που αυτή είναι στην πραγματικότητα η ουσία της συμφωνίας του Γιούρογκρουπ. Δεν σημαίνει ότι θα έχουμε «Μνημόνιο» επ’ άπειρον –αντίθετα: το νόημα της «γέφυρας» είναι ότι  μας δίνει χρόνο για να προετοιμαστούμε ώστε να μην έχουμε- σημαίνει όμως, πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι παρατείναμε –με τις γνωστές, φραστικές και άλλες, διαφοροποιήσεις- την υπάρχουσα κατάσταση τουλάχιστον ως τον Ιούνιο.

Η κυβέρνηση είναι σίγουρο ότι θα έβρισκε συμμάχους και από άλλα κόμματα αν έφερνε, με καθαρούς όρους, αυτή τη συμφωνία στη Βουλή. Είναι ακόμα σιγουρότερο ότι θα ωφελούσε τη Δημοκρατία αν ξανάβαζε, όπως εξάλλου είχε υποσχεθεί, τη Βουλή στο επίκεντρο των θεσμικών εξελίξεων και αν έδινε την ευκαιρία για μια σε βάθος συζήτηση και ενημέρωση ενός κοινωνικού σώματος που παλεύει να καταλάβει. Είναι, τέλος, περισσότερο από σιγουρότατο ότι θα ενίσχυε τη διαπραγματευτική της θέση έναντι των εταίρων μας (μην ξεχνάμε ότι οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονται και θα είναι διαρκείς μέσα στο τετράμηνο της παράτασης) προσδίδοντας θεσμικό κύρος και νομιμοποίηση στη συμφωνία που η ίδια διεκδίκησε και πέτυχε.

Η θυσία όλων αυτών των κερδών στο βωμό εντυπώσεων, που ούτως ή άλλως δεν αντέχουν στη βάσανο έστω και επιφανειακής ανάλυσης, είναι, πιστεύω, αδικαιολόγητη. Υπάρχει ευτυχώς ακόμα χρόνος για επικράτηση της λογικής και των θεσμών.