Στον πολιτικό ανταγωνισμό ισχύει ένας κανόνας: Κερδίζει εκείνος που διατηρεί αυθεντική σχέση με τη ζώσα πραγματικότητα. Το πλεονέκτημα αυτό επιδρά καταλυτικά στη διαμόρφωση και ενίσχυση των τάσεων και των ρευμάτων, τα οποία διαπερνούν το κοινωνικό σώμα.
Η ηγεσία η οποία μπορεί να ενσαρκώσει και να εκφράσει τις ανάγκες της εποχής της διασφαλίζει απήχηση, επιρροή και κυριαρχία. Διαφορετικά, βρίσκεται σε δυσαρμονία με τις επικρατούσες αντιλήψεις - ιδεολογικοπολιτικές, ακόμη και πολιτισμικές.
Αν ανατρέξουμε στα όσα έχουν μεσολαβήσει τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας, διαπιστώνουμε τις αυτονόητες αυτές παραδοχές. Το ίδιο παρατηρούμε και σήμερα μελετώντας όλες τις έρευνες της κοινής γνώμης.
Η επικράτηση του Κυριάκου Μητσοτάκη ούτε τυχαία είναι ούτε παράδοξη. Η αποδοχή που απολαμβάνει δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας διαστροφής των πολιτών. Εύκολα ερμηνεύεται. Δεν χρειάζονται βαθυστόχαστες αναλύσεις. Ουσιαστικά πρόκειται για εξηγήσιμο γεγονός. Οφείλεται στις ιδέες και στις απόψεις τις οποίες πρεσβεύει ο πρωθυπουργός, καθώς και στον τρόπο που πολιτεύεται.
Η κεντρώα του ταυτότητα, τα πολιτικά ανοίγματα , η μεταρρυθμιστική του επαγγελία αποτελούν τα ισχυρά του όπλα. Επενδύοντας σ? αυτά διευρύνει το ακροατήριό του. Ταυτόχρονα, τα χρησιμοποιεί προκειμένου να ελέγξει και να επιβληθεί στον συντηρητικό πυρήνα της Νέας Δημοκρατίας.
Με την κυβέρνηση άτυπου συνασπισμού που συγκρότησε –δεξιοί, κεντροδεξιοί, φιλελεύθεροι, κεντρώοι και κεντροαριστεροί- εξασθενεί και καταλύει τις παλιές φορτίσεις. Δημιουργεί γέφυρες επικοινωνίας με κοινωνικές και επαγγελματικές κατηγορίες που με δυσκολία θα έστρεφαν το ενδιαφέρον τους σε ένα αμιγώς δεξιό σχήμα. Είτε για λόγους ιδεολογικούς. Είτε διότι οι ιστορικές μνήμες είναι ισχυρές.
Τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων επιβραβεύουν τις στρατηγικές επιλογές του. Αποκρυπτογραφώντας εύστοχα τις τάσεις που καταγράφονται στη κοινή γνώμη, αντιλαμβανόμαστε ότι η κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν είναι επίπλαστη. Πόσω μάλλον κατασκευασμένη, όπως διάφοροι φωστήρες σπεύδουν να υποστηρίξουν.
Αναμφίβολα, η ανθεκτικότητα του πρωθυπουργού θα κριθεί από τη διαχείριση των κρίσιμων ζητημάτων που αντιμετωπίζει ο τόπος. Οι επιδόσεις του αξιολογούνται διαρκώς στην πράξη. Οι διαφορετικές ταχύτητες μεταξύ του ίδιου και των υπουργών του τού προσδίδουν προβάδισμα. Δύσκολα, όμως θα αποφύγει, το κόστος των δυσλειτουργιών ή και της ανεπάρκειας αρκετών υπουργών του. Άλλωστε, οι παρενέργειες διαχέονται.
Μοναδικός αποτρεπτικός παράγοντας της διάχυσής τους είναι η αυστηρή αξιολόγηση με γνώμονα την αποτελεσματικότητα. Καθώς, βέβαια, και η αποφυγή των πολιτικών και κομματικών ισορροπιών. Κάτι που αναπόφευκτα οδηγεί στη νόθευση και ακύρωση των στόχων που έχουν τεθεί. Η εμπειρία δείχνει ότι όταν επικρατούν οι λογικές συγκερασμού και μέσου όρου, ακόμη και οι καλύτερες πρωθυπουργικές επιδόσεις απομειώνονται και υπονομεύονται.
Οι δυσκολίες του εγχειρήματος Μητσοτάκη δεν έγκεινται μόνο στις διαχρονικές ελληνικές παθογένειες . Ούτε στη συντεχνιακή οργάνωση της κοινωνίας. Και πολύ περισσότερο στο υπερτροφικό, αντιπαραγωγικό και παρασιτικό μοντέλο οργάνωσης και διοίκησης της χώρας Οφείλονται και στα πρόσθετα και ζωτικά προβλήματα, τα οποία καλείται να διαχειριστεί ο πρωθυπουργός, με πρώτο εκείνο της πανδημίας και των δραματικών επιπτώσεών της στην οικονομική και παραγωγική δραστηριότητα.
Το συγκριτικό πλεονέκτημα του Κυριάκου Μητσοτάκη ήταν και είναι ότι τοποθετήθηκε σωστά από τη στιγμή που ανέλαβε την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας. Η μέχρι τώρα στρατηγική του αποδείχθηκε αποτελεσματική. Η αρμονική του σχέση με το κοινωνικό σώμα τον καθιστά ισχυρό παίχτη, έναντι των ανταγωνιστών του.
Ως εκ τούτου, η πολιτική κυριαρχία δεν είναι παράδοξη. Είναι εξηγήσιμη και αυτονόητη. Ωστόσο δοκιμάζεται και κρίνεται στην πράξη, που είναι και το μοναδικό κριτήριο της αλήθειας.
Πηγή: www.capital.gr