Είπα δημόσια μετά την κυπριακή περιπέτεια –και ισχύει και για την, μικρότερου βεληνεκούς, ελληνική τραπεζική αναστάτωση – ότι, εκτός από όλα τα άλλα, στα οποία περιλαμβάνονται φυσικά και οι δικές τους ευθύνες, οι δύο χώρες «ατύχησαν» γιατί δεν έχει ακόμα τεθεί σε εφαρμογή η Τραπεζική Ένωση. Πιστεύω πράγματι ότι αν υπήρχε ο κοινός μηχανισμός εποπτείας (ο μόνος που, κούτσα – κούτσα και με διαρκείς χρονικές μετατοπίσεις, κάπως προχωράει) και μαζί οι κοινοί μηχανισμοί «διάσωσης» τραπεζών (resolution) και εγγύησης καταθέσεων (τους οποίους η Γερμανία έχει για τα καλά μπλοκάρει), τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι αρκετά διαφορετικά. Πετώντας προς το Δουβλίνο για να μιλήσω γι’ αυτό ακριβώς το θέμα, θα ήθελα να προσπαθήσω, όσο πιο απλά γίνεται, να εξηγήσω τι εννοώ.
Η «διπλής εκτελέσεως» κυπριακή «λύση» -και η αντίστοιχη μεταστροφή στο ζήτημα της συγχώνευσης των δύο ελληνικών τραπεζών- επιβλήθηκαν, σε κάποιο βαθμό, από την τρόικα, γιατί η παρακολούθηση του ζητήματος δεν ήταν συνεχής και γιατί πρυτάνευσαν πολιτικά, και μάλιστα με τη λιγότερο ευγενή έννοια, κριτήρια και όχι τραπεζικά-τεχνοκρατικά. Παραδειγματική τιμωρία μιας χώρας που ξαφνικά ανακαλύφθηκε ότι αποτελούσε φορολογικό παράδεισο, στη μία περίπτωση, (πολλοστή) απόδειξη ότι τα χρονοδιαγράμματα δεν αλλάζουν, στη δεύτερη. Αυτό τα στοιχεία -μαζί με την ενσυνείδητη καθυστέρηση από πλευράς του Προέδρου Χριστόφια στην Κύπρο και τη διαρκώς ανανεούμενη ελπίδα παράτασης των προθεσμιών της ελληνικής συγχώνευσης- επέτρεψαν στην τρόικα, στην κυπριακή περίπτωση να φτάσει στο ύστατο σημείο χωρίς σχέδιο και στην ελληνική, να αλλάξει τα συμφωνημένα σε υπερβολικά προχωρημένο σημείο. Μπορεί να υποστηριχτεί, έστω και αν δεν το μάθουμε ποτέ, ότι αν, αντί για το Γιούργογκουπ και τον αποσπασματικό του τρόπο αποφάσεων, αποφάσιζε για τα δύο τραπεζικά ζητήματα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, συνεχίζοντας να παρακολουθεί την εξέλιξη των πραγμάτων, δεν θα οδηγούμασταν ούτε σε ένα αρχικό κυπριακό σχέδιο που θα δημιουργούσε ανασφάλεια ακόμα και για τις εγγυημένες (με κοινοτική νομοθεσία) καταθέσεις, ούτε σε μια αλλαγή στην καρδιά της ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών, που ξανάφερε στην επιφάνεια την αστάθεια και την αμφιβολία. Χωρίς κανόνες του παιχνιδιού (για το bail –in, αλλά και για τη θέση ολόκληρου του τραπεζικού συστήματος σε μια οικονομία) και με υποτίμηση των συστημικών συνεπειών, όλα είναι δυνατά και κυρίως τα χειρότερα.
Το ζήτημα τώρα είναι αν αυτό το «μάθημα» διαβαστεί με αυτόν τον τρόπο ή με τον αντίθετό του, αν θα οδηγήσει δηλαδή σε συνειδητοποίηση της σημασίας της Τραπεζικής Ένωσης, ή θα θεωρηθεί η έμπρακτη αρχή του τέλους της. Για όσους επιζητούν εξυγίανση και αναμόρφωση του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος στην κατεύθυνση ανάπτυξης της ευρωπαϊκής οικονομίας, καθώς και στενή συνεργασία σε επίπεδο όχι κρατών, αλλά ευρωπαϊκών οργάνων ή μηχανισμών, η επιτάχυνση της Τραπεζικής Ένωσης υπό το φως των γεγονότων της Κύπρου, της Ελλάδας και των επερχόμενων «αδύναμων κρίκων», φαντάζει αυτονόητη. Και δεν θα μπορούσε παρά να επιφέρει και την άμεση ολοκλήρωση του όλου «πακέτου», δηλαδή τη διαμόρφωση και θέση σε εφαρμογή, μαζί με την κοινή εποπτεία, που πια προορίζεται για το Μάρτιο του 2014, και των κρίσιμων κοινών μηχανισμών διάσωσης τραπεζών και εγγύησης καταθέσεων. Προς το παρόν, οι οπαδοί της καθυστέρησης και του βλέποντας και κάνοντας, μοιάζουν, συσπειρωμένοι γύρω από τη Γερμανία, να κερδίζουν. Αυτό όμως δεν αποτελεί -ελπίζω- νομοτέλεια. Γιατί η νομοτέλεια τείνει πια να ταυτιστεί με τη μοιρολατρία και εκείνη με την καταστροφή.