Αν θα υπάρξει λύση στο κυπριακό, (όπως όλα δείχνουν λόγω της πίεσης του διεθνούς παράγοντα), δεν θα οφείλεται σε εμάς τους Κυπρίους. Εμείς, για 39 ακριβώς χρόνια, αποδείξαμε ότι δεν είμαστε άξιοι να την πετύχουμε.
Οι Τουρκοκύπριοι μας εγκατέλειψαν απογοητευμένοι. Μας βαρέθηκαν πια να τους «σώζουμε» από την Τουρκία. Στο Νότιο μέρος του νησιού, καταπατούμε καθημερινά «νόμιμα» την κτηματική τους περιουσία με τη συνδρομή του λεγόμενου κηδεμόνα. Από την άλλη, ακόμη και οι κοινωνικές μας οργανώσεις, δεν στάθηκαν διόλου ικανές να συνυπάρξουν και να συνεργαστούν με τις ομόλογες δικές τους, ούτε και σε επίπεδο λαϊκής βάσης. Ο εθνικισμός και η μισαλλοδοξία κατάντησε δεύτερη μας φύση.
Τους διεθνείς οργανισμούς και φόρα στα όποια συμμετέχουμε ως κράτος, ενώ από τη μια τους ζητάμε επίμονα να μας λύσουν το εθνικό μας πρόβλημα, από την άλλη τους βρίζουμε ασταμάτητα και κουτοπόνηρα κομπάζουμε ότι δήθεν τους ξεγελάμε. Ενταχθήκαμε μισοπαράνομα στην Ε.Ε. χωρίς να σταθούμε άξιοι και ισότιμοι, με τα άλλα κράτη, συνεταίροι. (Το ίδιο μισοπαρανομα πήραμε στα χέρια μας τη διεθνή αναγνώριση από τον ΟΗΕ το 1964, και με βάση αυτήν, ετσιθελικά επιδιώξαμε να μετατρέψουμε την Κυπριακή Δημοκρατία σε 2ο ελληνικό κράτος… πανάθεμα μας).
Γίναμε μέλη στην Ευρωζώνη και καταστήσαμε αίφνης τον τόπο μας σε διεθνές κέντρο περίεργων και παράνομων συναλλαγών.
Εξανεμίσαμε τους κόπους μιας ζωής, των αυθεντικών ανθρώπων του τόπου μας, για να σώσουμε την ΑΤΑ, τον 13ο μισθό και το φιλολαϊκό μας πρόσωπο! Δεχτήκαμε αποσβολωμένοι από το Eurogroup την πιο φρικτή τιμωρία, (πιο φρικτή και από αυτήν της Ελλάδας), γιατί δεν είχαμε την τόλμη να ομολογήσουμε στον κόσμο, ότι οι Τράπεζες μας ζούσαν για μήνες ανήμπορες στον αναπνευστήρα. Η οικονομική μας ελίτ, χωρίς δισταγμούς, μετέφερε εν μιά νυκτή τα κεφάλαια της στο εξωτερικό, με τη συνδρομή της εξουσίας, για να τα επαναπατρίσει σε λίγο χωρίς καμιά συνέπεια.
Φτιάξαμε εξεταστικές επιτροπές, (για δήθεν τιμωρία των ενόχων), αποτελούμενες από συνταξιούχους παππούδες δικαστικούς, που αποδείχθηκαν ανίκανοι και ανεπαρκείς στο έργο τους.
Το ίδιο, σταθήκαμε ελλειμματικοί, στο να τιμωρήσουμε τους ενόχους δυο σχετικά πρόσφατων πολύνεκρων τραγωδιών (΄Ήλιος, Μαρί).
Ιδιοποιηθήκαμε με τον χειρότερο τρόπο το μέλλον των παιδιών μας, αφήνοντας τα χωρίς δουλειά και σπρώχνοντας τα στη μετανάστευση.
Περιμένουμε άπραγοι (στη μοιρασμένη, μόνιμα πια πατρίδα), τη «σωτηρία» από τον φυσικό μας πλούτο, που κι αυτόν είναι αμφίβολο αν στο τέλος θα μπορέσουμε να τον καρπωθούμε.
Θα συμμετέχουμε σήμερα για 39η φορά στις εκδηλώσεις για τη μαύρη επέτειο του δίδυμου εγκλήματος του 1974. Πολλοί θα είναι οι ρήτορες, που με αποξηραμένο σάλιο στα χείλη, θα εκτοξεύσουν πύρινους μελοδραματικούς λόγους για τους αλλότριους πάντα ενόχους. Οι παπάδες, όπως είθισται, θα αρωματίσουν την ατμόσφαιρα, θυμιατίζοντας με τις αγιαστούρες τους, τους άσπρους δίσκους με τα κόλλυβα ηρώων, στα δεκάδες εθνικά μνημόσυνα που θα τελεστούν.
Τέλος, οι περισσότεροι από εμάς που δεν μας έπληξε η κρίση, αφού νιώσουμε ότι ολοκληρώσαμε το καθήκον προς την πατρίδα, θα τρέξουμε βιαστικά στο αεροδρόμιο, ή και στις κοντινές παραλίες, για να αρχίσουμε, ή να ολοκληρώσουμε, περήφανοι για το ηλιοκαμένο μας κορμί… τις χαρούμενες και ανέμελες μας διακοπές!