Κυπρομάθημα

Κώστας Μποτόπουλος 09 Μαρ 2016

Μείναμε πια όχι μόνο τελευταίοι αλλά εντελώς μόνοι. Η επίσημη έξοδος της Κύπρου από το Μνημόνιο και την επιτήρηση αυτή την εβδομάδα, ένα χρόνο νωρίτερα από το προβλεπόμενο, κλείνει τον κύκλο των χωρών –Ιρλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία- που πέρασαν από την οικονομική μέγγενη στην κανονικότητα. Έστω κι αν η «κανονικότητα» είναι μια σχετική έννοια, όσο συνεχίζεται η ευρωπαϊκή δημοσιονομική κρίση, και μάλιστα όσο πλαταίνει με την κρίση ταυτότητας λόγω Προσφυγικού, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όλες αυτές οι χώρες, καταφέρνοντας να βγουν από τα Μνημόνια τους υλοποιώντας τα και όχι καταπατώντας τα, βρίσκονται σε ασύγκριτα καλύτερη θέση από μια Ελλάδα που διαρκώς γυρνάει προς τα πίσω.

Τα πράγματα έμοιαζαν –και ήταν- πολύ χειρότερα στην Κύπρο το Μάρτιο του 2013, από ό,τι, τρία χρόνια νωρίτερα, κατά την αντίστοιχη στιγμή αναζήτησης εξωτερικής «σωτηρίας» από την Ελλάδα. Το τίμημα για τη Μεγαλόνησο ήταν δύο πρωτότυπα (στην κυπριακή καμπούρα πειραματίστηκε η Ευρώπη για το περίφημο bail-in) και ταπεινωτικά σχέδια (15 και 24 Μαρτίου, με το δεύτερο οικονομικά δυσμενέστερο αλλά νομικά πιο ορθόδοξο από τον πρώτο), που είχαν ως συνέπεια ένα μεγάλο κούρεμα σε βάρος των καταθετών, πλήρη κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος (μια από τις δύο μεγάλες τράπεζες έκλεισε, ενώ η άλλη αναγκάστηκε να ξαναρχίσει από την αρχή), δρακόντειους περιορισμούς κεφαλαίων και, ιδίως, επίσημη ενοχοποίηση μιας ολόκληρης χώρας για ξέπλυμα χρήματος. Κι όμως το σύστημα πρώτα άντεξε και μετά ανένηψε.

Παρά τη μεγάλη άνοδο της ανεργίας (έφτασε το 17% μέσα στο 2013), την ύφεση (που, όμως, λόγω της δημοσιονομικής πειθαρχίας και της διατήρησης διεξόδων για την οικονομική δραστηριότητα, ήταν, ήδη από τον πρώτο χρόνο, σημαντικά μικρότερη από τις προβλέψεις), την κατακόρυφη αύξηση (ως το 60% του συνολικού όγκου) των «κόκκινων δανείων» -προβλήματα που συνεχίζουν σε αρκετά μεγάλο βαθμό να υφίστανται και μετά την έξοδο από το Μνημόνιο-, η κατάσταση άρχισε να βελτιώνεται αμέσως και ήδη η πρώτη αξιολόγηση (Αύγουστος 2013) ήταν θετική. Δύο ήταν οι κύριοι λόγοι.

Ο πρώτος, πολιτικός: η ψύχραιμη και όχι τυφλή στήριξη του προγράμματος από το σύνολο της πολιτικής τάξης και σιωπηρά από την κοινωνική πλειοψηφία. Δύο εκπληκτικά γεγονότα αγνοούνται σχεδόν πλήρως στην Ελλάδα: η πρόταση του ΑΚΕΛ για έξοδο από την Ευρωζώνη, τον Απρίλιο του 2013, δεν βρήκε ανταπόκριση από κανένα άλλο κόμμα και ούτε από τους ίδιους τους ψηφοφόρους του, ενώ αντίστοιχη πλειοψηφική αδιαφορία συνάντησαν και οι δηλώσεις του Αρχιεπισκόπου Κύπρου περί «πρόστυχων» Ευρωπαίων. Υπήρξαν αντιπαραθέσεις, ακόμα και ακραίες φωνές, αλλά ο Πρόεδρος ενημέρωνε τακτικά και χωρίς μεγαλοστομίες Βουλή, πολιτικούς αρχηγούς και λαό, ο οποίος, και χάρις σε αυτό, δεν υπέκυψε στη μισαλλοδοξία ή τον πανικό. Η Κύπρος δεν γνώρισε ούτε «Ζάππεια», ούτε τακτική νομοθέτηση μέσω Πράξεων Νομοθετικών Περιεχομένου (ή αντίστοιχων παρα-νομοθετικών εργαλείων), ούτε λαφυραγώγηση της κεντρικούς Διοίκησης από ημετέρους, ούτε καμένες πλατείες. Δεν της έλειψαν οι πολιτικές κρίσεις –με κυριότερη την ανοιχτή αντιπαράθεση της κυβέρνησης με τον τότε Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας, ο οποίος παραιτήθηκε μετά από έναν περίπου χρόνο- ούτε τα δύσκολα «περάσματα» μέτρων από τη Βουλή (ακόμα και το 2015, ο νόμος περί «εκποίησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων» πέρασε με τη δεύτερη). Όμως τόσο η αποτίμηση της κατάστασης -η σχετική ερευνητική Επιτροπή εξέδωσε το πόρισμα της τον Οκτώβριο του 2013, μόλις έξι μήνες μετά την έναρξη του Μνημονίου, και δεν χαρίστηκε ούτε στον εν ενεργεία Πρόεδρο, για τον οποίο έκρινε ότι «υπολείφθηκε» ως προς την προετοιμασία του στις κρίσιμες συνόδους του Μαρτίου- όσο και η υπηρέτηση των μέτρων έγιναν με ψυχραιμία και σταθερότητα κι έτσι έβαλαν τις βάσεις για την οικονομική ανάκαμψη.

Στο οικονομικό πεδίο η διπλή επιλογή της δημοσιονομικής εξυγίανσης και της διατήρησης ορισμένων –φορολογικών ιδίως- «ιδιαιτεροτήτων», επέτρεψαν την ανασύσταση του τραπεζικού τοπίου, με πολλές βέβαια απώλειες, και τη διατήρηση στο νησί ξένων κεφαλαίων, κρίσιμων για την οικονομία. Ιδιωτικοποιήσεις, συμφωνημένες στο Μνημόνιο αλλά επιλεγμένες από την κυβέρνηση, άρχισαν να πραγματοποιούνται από τον Οκτώβριο του 2013. Με αυτά τα εργαλεία, η Κύπρος βγήκε στις αγορές από τον Ιούνιο του 2014 (η ταχύτερη έξοδος χώρας υπό Μνημόνιο, ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ήταν αποκλεισμένη από το 2010) και ξανά το Απρίλιο του 2015 -τις ίδιες ακριβώς ημέρες που ο κύριος Βαρουφάκης είχε αρχίσει να καταλαβαίνει, αν όχι να διαπραγματεύεται, το Τρίτο ελληνικό Μνημόνιο. Φυσικά η Κύπρος είναι μικρότερη χώρα και οικονομία, τα χρήματα που δανείστηκε πολύ λιγότερα (10 δις) και το πρόβλημά της, κυρίως τραπεζικό, λύθηκε με βίαιο τρόπο, βλάπτοντας την κοινωνία αλλά επιτρέποντας μια νέα αρχή. Όμως ο τρόπος που χειρίστηκε τα ζητήματα (και τα πρόσωπα: η φίλη μας η κυρία Βελκουλέσκου, εκεί πρωτοέφτιαξε την κομψή εικόνα της) η κυπριακή πολιτική και οικονομική κοινότητα και ο κυπριακός λαός δίνουν πολλά μαθήματα.

Ίσως η πιο εύγλωττη απόδειξη ωριμότητας είναι ότι, μέσα στο καμίνι του Μνημονίου της, η Κύπρος κατάφερε να μετασχηματίσει θετικά τα δεδομένα και του εθνικού της προβλήματος. Χρησιμοποιώντας την σταδιακά κερδισμένη αξιοπιστία της λόγω του τρόπου εφαρμογής του δημοσιονομικού προγράμματος, εκμεταλλευόμενη τις αλλαγές στον ενεργειακό χάρτη λόγω της ανακάλυψης κοιτασμάτων στο υπέδαφός της και πατώντας πάνω στο στέρεο έδαφος μιας εθνικής διαπραγματευτικής ομάδας (και πάλι, τι θλίψη, τρία πράγματα που και στην Ελλάδα ξέραμε ότι πρέπει να τα κάνουμε αλλά τα αγνοήσαμε πλήρως), ο Πρόεδρος έφτασε στη συμφωνία-πλαίσιο του Φεβρουαρίου 2014 με τους Τουρκοκυπρίους και προχωρά σταθερά προς αυτή την κατεύθυνση. Η κοινοβουλευτική ομιλία και συζήτηση του φετινού Φεβρουαρίου για την πρόοδο και τις προοπτικές του Κυπριακού αξίζει να διαβαστούν για τα μαθήματα σοβαρότητας, ψυχραιμίας και αξιοπρέπειας που περιέχουν.

Η Κύπρος δεν έλυσε όλα της τα προβλήματα βγαίνοντας –«ημι-βρώμικα»: χωρίς την τελευταία αξιολόγηση αλλά και χωρίς ανάγκη πιστοληπτικής γραμμής στήριξης- από το Μνημόνιο και την επιτήρηση. Η οικονομία της είναι ακόμα εύθραυστη, ιδίως ενόψει της αναζωπύρωσης των γεωπολιτικών προβλημάτων της περιοχής, και το επίπεδο ζωής χαμηλότερο από ό,τι πριν. Υπάρχουν όμως δύο στοιχεία που λείπουν εντελώς από την Ελλάδα: περηφάνια και ορίζοντας.