Κυπριακό: Και όμως κινείται

Δημήτρης Καλουδιώτης 11 Μαϊ 2013

Στα μέσα της δεκαετίας του ’80, συμμετείχα στην επιτροπή συμπαράστασης στον κυπριακό αγώνα. Μέλη της επιτροπής, μεταξύ άλλων, ήταν οι αείμνηστοι Γιάννος Κρανιδιώτης και ο διπλωμάτης Αλέκος Ξύδης και πολλοί άλλοι. Ως εκτελεστική επιτροπή συναντηθήκαμε με τα πολιτικά κόμματα για να ακούσουμε τις απόψεις τους για την πορεία του Κυπριακού. Μία από αυτές τις συναντήσεις, ήταν με τον πρόεδρο τότε της ΔΗΑΝΑ και μετέπειτα πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωστή Στεφανόπουλο. Σε μια δική μου παρατήρηση του είδους ότι το πολιτικό σύστημα φοβάται την Τουρκία, ο Κωστής Στεφανόπουλος με διέκοψε και με ευγένεια αλλά και αυστηρότητα, τόνισε ότι « Η Τουρκία είναι μεγάλη χώρα…».

.

Αυτή του την επισήμανση, αν και με ξένισε τότε, δεν την ξέχασα ποτέ. Όταν κυρίως σκέφτομαι τις τύχες του Κυπριακού. Άλλωστε η επιχειρηματολογία  μου, με την οποία στήριζα την επιλογή και του σχεδίου Ανάν, βασιζόταν στην πεποίθηση ότι οι συσχετισμοί εκείνη την περίοδο ήταν για πρώτη φορά ευνοϊκοί για το αδύναμο μέρος, την ελληνική πλευρά.

.

Η Τουρκία έβγαινε από μια μεγάλη οικονομική και πολιτική κρίση, ο Ερντογάν δεν είχε ακόμα εδραιωθεί και η ευρωπαϊκή προοπτική, τόσο για την Τουρκοκυπριακή κοινότητα, όσο και για την ίδια την Τουρκία, αποτελούσε τότε αναμφισβήτητη επιλογή με στρατηγικό βάθος.

.

Η Ελλάδα ήταν ενισχυμένη με την συμφωνία του Ελσίνκι, η οποία έδινε μια προοπτική σταθεροποίησης των σχέσεων με την Τουρκία και επέκτασης της ζώνης σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο. Είχε μια επιτυχημένη προεδρία στην ΕΕ (διαχείριση της κρίσης με την επέμβαση στο Ιράκ). Είχε καταλήξει, σε συνεργασία με την κυπριακή ηγεσία (Σημίτης – Κληρίδης) σε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο παράκαμψης του Ντενκτάς, κ.λπ. Τα δεδομένα αυτά θα επέτρεπαν στην ελληνική πλευρά, έχοντας την πρωτοβουλία των κινήσεων, να βελτιώσει το σχέδιο Ανάν στην τελική διαπραγμάτευση και να δώσει δημοκρατικό περιεχόμενο στις εξελίξεις κατά την υλοποίηση της συμφωνίας.

.

Η εισαγωγή δεν είναι τυχαία. Οι ιστορικές ευκαιρίες προετοιμάζονται με κόπο και στηρίζονται στην αξιοποίηση πολλών αντιφατικών παραγόντων  και είναι δύσκολο να επαναληφθούν σε σύντομο χρονικό διάστημα.

.

Παρά ταύτα, φαίνεται ότι κάτι κινείται και τώρα. Από πολλές πλευρές: Ευρωπαϊκή Ένωση, ΟΗΕ, Τουρκία . Άρχισε να τίθεται και πάλι θέμα επίλυσης του Κυπριακού. Και βέβαια, το πλαίσιο δεν μπορεί να είναι και πολύ διαφορετικό από εκείνο που προτάθηκε σχεδόν μία δεκαετία πριν.

.

Η ελληνοκυπριακή πλευρά δεν έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων, ή καλύτερα ένας από τους λόγους που την έχασε, ήταν ο τρόπος που την διαχειρίστηκε όταν την είχε. Και βέβαια, βιώνει την μεγαλύτερη κρίση σε Ελλάδα και Κύπρο.

.

Υπάρχουν όμως κάποια αντίβαρα. Η επιδείνωση της κατάστασης στην περιοχή της Μέσης Ανατολής (τώρα το Συριακό) και το γεγονός ότι η Τουρκία θέλει ανοικτή την ευρωπαϊκή διέξοδο και ειρηνικές σχέσεις προς Δυσμάς και ιδίως με την Ελλάδα. Από την άλλη πλευρά, η προηγούμενη κυπριακή κυβέρνηση άνοιξε το θέμα της αξιοποίησης των ΑΟΖ κι εμείς σπεύσαμε να την επικρίνουμε γιατί δεν ενέτασσε αυτό το άνοιγμα στην υπηρεσία της επίλυσης του Κυπριακού.

.

Η πρωτοβουλία της αξιοποίησης των υδρογονανθράκων, τότε μόνο θα έχει σημασία, όταν ενταχθεί σε μια πολιτική «αντίβαρων», με στόχο όμως τη συμφωνία επίλυσης του Κυπριακού και όχι τη συνέχιση της έντασης με άλλα μέσα. Μάλιστα, μια τέτοια πρόοδος στην επίλυση του Κυπριακού, μπορεί να αποτελέσει και την απαρχή μιας μεγάλης πολιτικής επίλυσης προβλημάτων με την Τουρκία, ένταξής της στα ευρωπαϊκά στάνταρ και επέκτασης της σταθερότητας σε μια περιοχή που και πάλι μετατρέπεται σε «ζώνη των καταιγίδων».

.

Και ακόμα πιο αισιόδοξα. Μια συμφωνία για το Κυπριακό και την εκμετάλλευση του υποθαλάσσιου πλούτου μεταξύ Ε/Κ και Τ/Κ, μπορεί να αποτελέσει πρόκριμα και για ανάλογες προσπάθειες, τηρουμένων των αναλογιών, μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, μέσα σε ένα διευρυμένο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Και γιατί όχι, έναρξη ενός νέου αναπτυξιακού κύκλου, όχι μόνο στην Κύπρο (όπως επιχειρηματολογεί στη Μεταρρύθμιση ο φίλος Λάρκος Λάρκου), αλλά και στη χώρα μας.

.

Σκέψεις είναι αυτές, σε ένα δύσκολο εθνικό περιβάλλον, για προβλήματα που δεν έχουν εύκολες λύσεις, ενώ οι καιροί επιβάλλουν μεγάλα ανοίγματα.