Δεν είναι η πρώτη φορά που η Ε/Κ πλευρά στρέφει την πολεμική της κατά του Eιδικού Εκπροσώπου του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ. Κατ’ ακρίβεια την ίδια τύχη είχαν 28 προηγούμενοι ειδικοί αντιπρόσωποι που περιγράφηκαν από τους ελληνοκύπριους ως «φιλότουρκοι» και ως «όργανα της Άγκυρας». Για κάποιους, μάλιστα, εκφράσαμε δυσφορία ακόμα και για τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό. Φορείς αυτής της πολεμικής ήταν πάντα οι εκπρόσωποι της «πατριωτικής» γραμμής στο κυπριακό, που σήμερα αντιστοιχούν στα πιο εξτρεμιστικά στοιχεία της κυπριακής πολιτικής ζωής και που αυτοπεριγράφονται ως «ενδιάμεσος χώρος», ενώ στην πραγματικότητα εκπροσωπούν την πιο ακραία, εθνικιστική και σοβινιστική έκφανση της κυπριακής κοινωνίας. Η προσέγγιση αυτή εντάσσεται στα πλαίσια μιας θεωρίας που θέλει τους πάντες να συνωμοτούν εναντίον των ελλήνων, για λόγους και με σκεπτικό που ποτέ κανένας δεν μπήκε στον κόπο να εξηγήσει.
Το ίδιο συμβαίνει και τώρα, μετά το ναυάγιο των συνομιλιών στο Κρανς Μοντανά. Με την διαφορά ότι αυτή τη φορά επικεφαλής αυτής της επίθεσης κατά του Έϊντε βρίσκεται ο ίδιος ο Νίκος Αναστασιάδης, που για πολλά χρόνια κατακεραύνωνε τους επικριτές ως απολίτικους και μονοκόμματους. Τι συνέβη, λοιπόν, τώρα και ο Νίκος Αναστασιάδης όχι μόνον άλλαξε τακτική, αλλά υπερβαίνει και τους προηγούμενους, χρησιμοποιώντας ύβρεις και κοσμητικά επίθετα; Είναι απλό. Ο Νίκος Αναστασιάδης τους τελευταίους μήνες άλλαξε την πολιτική του στο κυπριακό και εν’ όψει των προεδρικών εκλογών του ερχόμενου Φεβράρη, απευθύνεται σε ένα ακραίο και ακροδεξιό ακροατήριο, προσπαθώντας να συσπειρώσει μια μερίδα του δικού του κόμματος, εκτιμώντας ότι ο κύριος αντίπαλος του στις εκλογές είναι ο Νικόλας Παπαδόπουλος, ο αυθεντικός ακραίος εθνικιστής στο κυπριακό. Δεν είναι τυχαίο ότι ενώ μέχρι τον πρώτο γύρο των συνομιλιών στο Μον Πελεράν, οι διαρροές του περιβάλλοντος Αναστασιάδη ενοχοποιούσαν την ακραία πολιτική του κ. Κοτζιά, τον οποίο κατηγορούσαν ως δημιουργό εμποδίων και προσκομμάτων στις συνομιλίες, τώρα οι δύο άντρες συνεργάζονται αρμονικά για την προώθηση μιας γραμμής στο κυπριακό (μηδέν στρατός, μηδέν εγγυήσεις από την πρώτη μέρα), που γνωρίζουν καλά ότι είναι μαξιμαλιστική και εξωπραγματική και ποτέ δεν πρόκειται να οδηγήσει σε λύση. Θα ήταν άλλωστε αφελές να πιστεύει κανένας ότι η Τουρκία θα υποχωρήσει όχι μόνον πέραν των τετελεσμένων του 1974 αλλά και των συμφωνιών της Ζυρίχης του 1960, των οποίων την νομιμότητα κανένας δεν αμφισβητεί.
Αν οι δηλώσεις Έϊντε και τα δημοσιεύματα, που αναφέρουν ως πηγή τους την κα Μογκερίνι, τον κ. Γιούγκερ και κύκλους του ΟΗΕ, είναι ορθές, τότε στις συνομιλίες δεν αξιοποιήσαμε την δυνατότητα κατάργησης των εγγυήσεων και των επεμβατικών δικαιωμάτων της Τουρκίας, έστω και μέσα από ένα χρονοδιάγραμμα, για αποχώρηση όλου του κατοχικού στρατού και παραμονή μόνον της ΕΛΔΥΚ (950 άνδρες) και ΤΟΥΡΔΥΚ (650 άνδρες) με ελαφρύ οπλισμό και αυστηρά στρατωνισμένες σε προκαθορισμένο χώρο. Οι κύριοι Αναστασιάδης και Κοτζιάς αμφισβητούν τον ΟΗΕ και την ΕΕ και ισχυρίζονται ότι δεν ήταν αυτή η τούρκικη θέση. Έστω ότι έχουν δίκαιο. Τότε το ερώτημα που προκύπτει είναι, γιατί δεν προκαλούν τον εκπρόσωπο του ΟΗΕ, εάν αυτή είναι, πραγματικά, η τούρκικη θέση, ότι είναι έτοιμοι να την συζητήσουν και να καταλήξουν σε συμφωνία; Και ακόμα, πως είναι δυνατόν μόνον ο κ. Κοτζιάς και ο κ. Αναστασιάδης να κατάλαβαν τί έγινε και όλοι οι άλλοι (ΟΗΕ, ΕΕ, Βρετανία) να κατάλαβαν διαφορετικά; Η δημοσίευση των Ε/Κ πρακτικών φανερώνει σύγχυση και αποκορυφώνει την σύγκρουση με τον ΟΗΕ με απρόβλεπτες συνέπειες. Το ζητούμενο, ασφαλώς, είναι τι θα εγκρίνει το Συμβούλιο Ασφαλείας και όχι οι πρακτικογράφοι του κ. Αναστασιάδη.
Οφείλουμε να καταλάβουμε ότι όταν ο κ. Κοτζιάς αποκαλεί τον Έϊντε ψεύτη και εκπρόσωπο του τούρκικου υπουργείου εξωτερικών, είναι τον ίδιο τον Γ.Γ του ΟΗΕ που καθυβρίζει. Αυτούς δηλαδή των οποίων την μεσολάβηση επιζητούμε για να λύσουμε το κυπριακό. Αυτούς που ήδη γράφουν την έκθεση τους προς το Συμβούλιο Ασφαλείας για το τί έγινε στην Ελβετία, αυτούς που παρακαλούμε να διατηρήσουν (με υψηλότατο κόστος) την ειρηνευτική δύναμη στην Κύπρο μετά από 53 ολόκληρα χρόνια. Να σημειώσουμε επίσης, ότι τόσο ο Γ.Γ, όσο και το Συμβούλιο Ασφαλείας, τουλάχιστον 3 φορές τους τελευταίους μήνες, συνεχάρησαν τον Έϊντε για την δουλειά του, του εξέφρασαν πλήρη εμπιστοσύνη και στήριξη και τον κάλεσαν να συνεχίσει την προσπάθεια του.
Ως αποτέλεσμα της μαξιμαλιστικής μας θέσης οι συνομιλίες κατάρρευσαν. Ας σημειωθεί ότι στα 43 χρόνια από την εισβολή, η Ελληνική πλευρά ποτέ δεν έθεσε θέμα αποχώρησης της ΤΟΥΡΔΥΚ. Τώρα, ως αποτέλεσμα της «πατριωτικής» γραμμής που επέβαλε ο κ. Κοτζιάς, δεν θα μείνουν 650 Τούρκοι στρατιώτες, αλλά 40.000. Δεκάδες χιλιάδες νέοι έποικοι θα εισρεύσουν ανεξέλεκτα στην Κύπρο, αλλάζοντας ντε φάκτο τον δημογραφικό της χαρακτήρα. Η Αμμόχωστος, η Μόρφου και πολλές άλλες κωμοπόλεις και χωριά μετατρέπονται σε χαμένες πατρίδες. Η Τουρκία δηλώνει ότι ο ρόλος του ΟΗΕ (άρα και τα ψηφίσματα του που προνοούν για λύση επανένωσης και αποχώρηση του στρατού κατοχής) παύει να υπάρχει και ότι θα αναζητήσει άλλους τρόπους επίλυσης του κυπριακού. Προφανώς με διχοτομική λογική, μη αποκλειόμενης και της προσάρτησης των κατεχομένων στην Τουρκία. Με αυτά τα δεδομένα τι σκοπεύουν να κάνουν οι κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Κύπρου; Μήπως η πρώτη θα συνεχίσει να μας διαβεβαιώνει ότι η Ελλάδα θα είναι πάντα στο πλευρό της Κύπρου (?? και η δεύτερη ότι θα συνεχίσει τον αγώνα (?? όταν γνωρίζει ότι κάθε μέρα που περνά καθιστά τα τετελεσμένα της εισβολής μη αναστρέψιμα και την ντε γιούρε διχοτόμηση πολύ πιθανή; Και ποιο είναι το πρακτικό αντίκρισμα αυτών των διακηρύξεων που καταλήγουν να μην είναι τίποτε άλλο παρά ανέξοδοι βερμπαλισμοί;
Ο κυπριακός λαός χόρτασε από λόγια και μεγαλόστομες διακηρύξεις, κενές περιεχομένου, που το μόνο που επιδιώκουν είναι να διευκολύνουν τις πολιτικές φιλοδοξίες στενόμυαλων ανθρώπων. Για μια ακόμα φορά η Κύπρος θα πληρώσει το τίμημα της εξαλλοσύνης, του ανέξοδου πατριωτισμού και της πολιτικής μυωπίας. Το ερώτημα είναι αν ο Αναστασιάδης θα συνεχίσει τις σημερινές του ενέργειες, αναιρώντας τον Αναστασιάδη του 2004 και αν ο κ. Τσίπρας θα συνεχίσει να αφήνει ανεξέλεκτο τον κ. Κοτζιά σε μια πολιτική που μάλλον θυμίζει ακροδεξιά και όχι μια αριστερή κυβέρνηση.