Κυνηγοί κεφαλών ?

Γιάννης Παπαθεοδώρου 27 Φεβ 2018

«Εμείς είμαστε από άλλο υλικό, δεν τρομάζουμε», είπε ο πρωθυπουργός στην πρόσφατη κοινοβουλευτική συζήτηση για την προανακριτική επιτροπή. Λίγο αργότερα, ο κ. Θανάσης Καρτερός, ένας έμπιστος άνθρωπος του Μαξίμου, φρόντισε να ξεκαθαρίσει ποιο είναι αυτό το υλικό: «Όταν οι αριστεροί κέρδιζαν την αξιοπρέπεια του κυνηγημένου, αυτοί απολάμβαναν την αξιοπρέπεια του κυνηγού. Και τώρα τους κυνηγούν! Δικαιούνται, συνεπώς, τη συμπόνια μας. Απόλυτη, και χωρίς αστερίσκους. Με τόση Νοβάρτις, τόσους τσόγλανους, και τόσα παλούκια που τους έτυχαν, Κύριε, άφες αυτοίς. Ου γαρ οίδασι τι πηδούσι…».[1] Απέναντι λοιπόν στο τεκμήριο αθωότητας των κατηγορουμένων, το φάντασμα του εμφυλίου βγήκε τσάρκα να διεκδικήσει μια καθυστερημένη ρεβάνς, στο όνομα μάλιστα της «Αριστεράς της θυσίας». Πρόκειται για μια από τις πιο ντροπιαστικές σελίδες στην ιστορία της Αριστεράς, γραμμένη από κυνικούς κυνηγούς κεφαλών, οι οποίοι, μπροστά στο αδιέξοδο της αναπότρεπτης ήττας, σκέφτηκαν πως το σύγχρονο κράτος δικαίου της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας της μεταπολίτευσης (για την οποία τόσο πολύ αγωνίστηκε η ιστορική Ανανεωτική Αριστερά) μπορεί να συγκριθεί με μια καρικατούρα της εμφυλιοπολεμικής διωκτικής εθνικοφροσύνης. Θα τρίζουν τα κόκκαλα όλων αυτών των αριστερών πολιτών που πίστεψαν πως η ώριμη πια δημοκρατία μας δεν έχει ανάγκη ούτε τους σκελετούς του παρελθόντος ούτε τα υλικά της εμφυλιακής διχοτόμησης και της ιδεολογικής μνησικακίας.

Αυτή τη δημοκρατική κουλτούρα αμφισβήτησε ανοιχτά ο «αγανακτισμένος» δημοσιογράφος του Μαξίμου, επινοώντας ένα μανιχαϊκό κόσμο, στον οποίο κυριαρχεί ο μόνιμος εθνολαϊκιστικός στιγματισμός των περίφημων «ελίτ». «Ελάτε τώρα στη θέση των άλλων», γράφει ο κ. Καρτερός. «Των απέναντι. Των νομιμοφρόνων. Της ελίτ που ανέδειξε αστυνόμους, ασφαλίτες, εισαγγελείς, υπουργούς, πρωθυπουργούς, στυλοβάτες του καθεστώτος, απηνείς διώκτες κάθε ανατρεπτικού στοιχείου –κόκκινου, ροζ, ακόμα και κίτρινου. Της ελίτ που μας μπαγλάρωνε, μας δίκαζε, μας καταδίκαζε, μας επιφύλασσε κάθε είδους αστυνομικές και δικαστικές περιποιήσεις. Και να βρίσκονται σε θέση κατηγορουμένου κάποιοι από αυτούς;». Η επίθεση στις ελίτ καθώς και η φορτισμένη «διολίσθηση από τους ταπεινούς στους ταπεινωμένους»[2] υπενθυμίζουν πως οι αιτίες για την αναμέτρηση με τους αντιπάλους (που αντιμετωπίζονται διαρκώς ως «εχθροί») βρίσκονται στη βάση μιας αθετημένης υπόσχεσης για την πραγματική εκπροσώπηση των «ταπεινωμένων». Μόνο που, σε αυτή την περίπτωση, δεν έχει σημασία ποιοι εκπροσωπούν τους «ταπεινωμένους» αλλά πώς τους εκπροσωπούν, ιδίως όταν βρεθούν στην εξουσία. Με ποιο πολιτικό ύφος και ήθος;  Υιοθετώντας τη λύση της «τελικής ρήξης» με το παλαιό κατεστημένο, ο αγχωτικός λαϊκισμός διακηρύσσει διαρκώς πως δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει τις επιλογές και τις δράσεις του, επειδή ακριβώς όλες είναι ήδη και πάντα νομιμοποιημένες από τον «λαό». Η κριτική στις ελίτ δεν γίνεται επομένως από μια αυστηρά ταξική οπτική αλλά εξαιτίας της επικίνδυνης απόκλισης της από αυτόν τον ομογενοποιημένο «λαό των ταπεινωμένων». Κάπως έτσι, ακόμη και η κλασική διάκριση Αριστερά-Δεξιά εκφυλίστηκε στο αντιπολιτικό σύνθημα «ή εμείς ή αυτοί» / «ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν».

Στο βιβλίο του για τις «ιδεολογίες της μνησικακίας»[3], ο Marc Angenot υποστηρίζει αναλυτικά πως το έντονο πολεμικό ύφος, συνοδευμένο συχνά από ένα ηθικολογικό ή ψευδο-ιστορικό περίβλημα, δεν είναι τίποτε άλλο από μια ριζοσπαστικά «αλλοτριωμένη εξέγερση»: μια δημαγωγική ρητορεία που αντιστρέφει και αντικαθιστά τις αναγνωρισμένες αξίες με δοκιμασμένα και ανθεκτικά στερεότυπα, μετατρέποντας την τιμωρητική δράση απέναντι στον «εχθρό» σε μια φαντασιακή ταυτοτική αποζημίωση. Από αυτή την άποψη, ο πρωθυπουργός είχε δίκιο. Πράγματι, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι από «άλλο υλικό», μιας και η λαϊκιστική κινητοποίηση των συναισθημάτων της οργής, της αγανάκτησης και του μίσους αποτελεί ήδη τη «δεύτερη φύση» της διακυβέρνησής του. Δεν έχει κανείς παρά να αντιπαραβάλει το συγκινημένο τόνο της ομιλίας του κ. Πικραμένου με το σαρκαστικό γέλιο του κ. Πολάκη για να καταλάβει την απόσταση που χωρίζει πια τον ΣΥΡΙΖΑ από τους στοιχειώδεις κανόνες της πολιτικής αντιπαράθεσης. Δεν έχει κανείς παρά να διαβάσει το αποκρουστικό κείμενο το κ. Καρτερού για να διαπιστώσει πως ο εκ-βαρβαρισμός του πολιτικού διαλόγου δεν θα αργήσει να συμπαρασύρει και τις τελευταίες ιστορικές παρακαταθήκες της Αριστεράς.

Η ιδεολογική μνησικακία έχει πάντα αντιδραστικό χαρακτήρα. Δεν είναι μια αυτόνομη πολιτική πράξη αλλά η επιβεβαίωση της χαμηλής αποδοχής που έχει ένας μη πειστικός λόγος. Στη δημοκρατία, όμως, είμαστε όλοι φτιαγμένοι από το ίδιο υλικό. Όσοι νομίζουν πως είναι φτιαγμένοι από ένα «άλλο υλικό», δεν τιμούν τους νεκρούς του Εμφυλίου αλλά συμβάλλουν στην κατάρρευση της δημοκρατίας. Για αυτό, στη συζήτηση για την προανακριτική επιτροπή δεν δοκιμάστηκε μόνο η αντοχή των πολιτών απέναντι στο κλίμα επιστροφής στη σκανδαλολογία. Δοκιμάστηκε και η νέα συνταγή για ένα φάρμακο, που πρόκειται να δηλητηριάσει ολόκληρη την πολιτική ζωή του τόπου, αν δεν βρεθεί γρήγορα το αντίδοτο στη μισαλλοδοξία. Και ευτυχώς, στις δημοκρατίες, το αντίδοτο δεν βρίσκεται στα φαρμακεία αλλά στις κάλπες των εκλογών.

[1] http://www.kathimerini.gr/950147/article/epikairothta/ellada/8anashs-karteros-gia-novartis-oy-gar-oidasi-ti-phdoysi

[2] Ανδρέας Πανταζόπουλος, Ο αριστερός εθνικολαϊκισμός 2008-2013, Επίκεντρο, Αθήνα, 2013, σ. 59.

[3] Βλ. ενδεικτικά : http://marcangenot.com/wp-content/uploads/2012/02/Ressentiment-tx0.pdf