kathimerini.gr
Κατά την πρόσφατη τελετή παράδοσης και παραλαβής του υπουργείου Εξωτερικών, ο απερχόμενος υπουργός κατέστησε δημόσια γνωστό ότι πρόθεση της κυβέρνησης είναι να προβεί σε μερική επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 ν.μ. στο Ιόνιο και σταδιακά σε άλλες περιοχές εκτός του Αιγαίου και τμήματος της Ανατολικής Μεσογείου, δηλαδή εκτός του πεδίου μιας μελλοντικής οριοθέτησης θαλάσσιων ζωνών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Μετά την ανάληψη των καθηκόντων του υπουργού Εξωτερικών από τον πρωθυπουργό κατέστη γνωστό ότι η επέκταση αυτή που επρόκειτο να γίνει με την έκδοση σχετικών Προεδρικών Διαταγμάτων, θα συζητηθεί με τα κόμματα της αντιπολίτευσης και πάντως ο νομικός τύπος της σχετικής πράξης θα είναι αυτός του νόμου που ψηφίζεται από τη Βουλή σύμφωνα με το άρθρο 27 του Συντάγματος.
Στο μεταξύ, η Τουρκία έσπευσε να επαναφέρει τις γνωστές, αντίθετες προς το Διεθνές Δίκαιο, θέσεις της, τόσο για το ζήτημα της έκτασης των χωρικών υδάτων στο Αιγαίο όσο και για την οριοθέτηση των άλλων θαλάσσιων ζωνών μεταξύ των δύο χωρών. Το έκανε εκλαμβάνοντας ως αφορμή τη δημόσια ανακοίνωση για μια πιθανή μερική επέκταση της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης εκτός περιοχών τουρκικού ενδιαφέροντος, πιθανότητα για την οποία ο τέως ΥΠΕΞ που ανακίνησε το θέμα, λέει («Σίγμα» Κύπρου 26.10) ότι η Τουρκία ήταν ενήμερη. Εθεσε, όμως, με έντονο και προκλητικό τρόπο το ζήτημα των «ειδικών συνθηκών» στο Αιγαίο για να υπογραμμίσει την αντιδιαστολή. Το πραγματικό, άλλωστε, κίνητρό της δεν ήταν η μερική επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων αλλού, αλλά οι έρευνες στην κυπριακή ΑΟΖ και η εφαρμογή του ν. 4001/2011 με παραχώρηση «οικοπέδων» προς έρευνα νότια της Κρήτης, μέσα στα απώτατα εξωτερικά όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ που ο ν. 4001/2011 ορίζει ενόψει της εφαρμογής των προβλέψεων της Διεθνούς Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας περί οριοθέτησης των θαλάσσιων αυτών ζωνών.
Είχα την ευκαιρία να παρουσιάσω τη θέση μου («Τα Νέα», 22.10.2018) ότι η δημόσια ανακοίνωση της πρόθεσης να προβεί η Ελλάδα σε μερική και επιλεκτική επέκταση της χωρικής της θάλασσας στο Ιόνιο και άλλες περιοχές, εμπεριέχει μια επικίνδυνη αντιδιαστολή. Θα χρησιμοποιηθεί από την Τουρκία για την ενίσχυση του ισχυρισμού της περί «ειδικών συνθηκών» στο Αιγαίο που το καθιστούν ημίκλειστη θάλασσα. Και πάντως συνιστά εκ των πραγμάτων υιοθέτηση της τουρκικής πρακτικής της διαφοροποιημένης έκτασης της χωρικής θάλασσας με 6 ν.μ. στο Αιγαίο και στην Ανατ. Μεσόγειο μέχρι τον κόλπο της Αττάλειας και 12 ν.μ. στη Μ. Θάλασσα.
Στην «Καθημερινή» της 27/28. 10.2018, δύο αγαπητοί φίλοι, έγκυροι και έμπειροι στα θέματα που συζητούμε, με τους οποίους είχα στενή συνεργασία ως υπουργός Εξωτερικών, ο καθηγητής Χρήστος Ροζάκης και ο πρέσβης ε.τ. Παύλος Αποστολίδης, θεωρούν, στα διαφορετικά αλλά συγκλίνοντα στο σημείο αυτό άρθρα τους, ότι η μερική επέκταση είναι άσκηση κυριαρχίας, αλλά και βήμα προς τον αναγκαίο συμβιβασμό στο Αιγαίο. Ο Χρ. Ροζάκης, που προφανώς γνωρίζει τις σχετικές προπαρασκευαστικές ενέργειες, μας θυμίζει ότι ενδιαφέρον για τη διατήρηση επαρκών διόδων ανοικτής θάλασσας στο Αιγαίο έχουν όχι μόνο η Τουρκία αλλά και η Ρωσία και οι ΗΠΑ. Μας πληροφορεί επιπλέον ότι σταδιακά θα υπάρξει επέκταση ως προς τις ακτές όλης της ηπειρωτικής χώρας και της Κρήτης, αλλά διαφοροποιημένη λύση, δηλαδή μικρότερη αιγιαλίτιδα ζώνη ως προς τα νησιά. Ομως η αποδοχή της μερικής επήρειας των νησιών σε αιγιαλίτιδα ζώνη ενισχύει, όπως είπαμε, την τουρκική επιχειρηματολογία για μειωμένη επήρεια των νησιών σε άλλες θαλάσσιες ζώνες όπως η υφαλοκρηπίδα και η ΑΟΖ. Αυτό έχει σημασία πρωτίστως για την Ανατ. Μεσόγειο, για το συγκρότημα Μεγίστης, ενδεχομένως όμως ακόμη και για την Κρήτη!
Αυτή ακριβώς ήταν η ένστασή μου. Η διαφοροποίηση ως προς την αιγιαλίτιδα ζώνη της ελληνικής ηπειρωτικής χώρας και αυτής των ελληνικών νησιών στο Αιγαίο ως πιθανό σχήμα συμβιβασμού που θα επέτρεπε το επόμενο βήμα ως προς την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στο Αιγαίο, έχει τεθεί από τουρκικής πλευράς στο πλαίσιο της πολυετούς διαδικασίας των διερευνητικών επαφών μεταξύ των δύο χωρών, χωρίς να γίνει δεκτή. Αντικείμενο των αλλεπάλληλων γύρων από το 2002 είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο, στην πραγματικότητα όμως μέχρι το 2013 συζητήθηκε κυρίως το ζήτημα της αιγιαλίτιδας ζώνης που συνιστά άσκηση ελληνικής κυριαρχίας και όχι απλό κυριαρχικό δικαίωμα. Το μεγάλο όμως ζήτημα –αυτό που αφορά και η τριμερής συνεργασία Ελλάδος – Κύπρου – Αιγύπτου από το 2013– είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ όχι μόνο στο Αιγαίο αλλά και στην Ανατολική Μεσόγειο όπου βρίσκεται το νησιωτικό συγκρότημα Μεγίστης (Καστελλόριζου), αλλά και η περιοχή νότια της Κρήτης.
Για τον λόγο αυτό, μετά τον Ιούνιο του 2013 η χώρα μας έθεσε στις διερευνητικές επαφές το ζήτημα της οριοθέτησης όχι μόνο στο Αιγαίο αλλά και στην Ανατ. Μεσόγειο, το ζήτημα της οριοθέτησης όχι μόνο της υφαλοκρηπίδας αλλά και της ΑΟΖ και το ζήτημα του κοινά αποδεκτού νομικού κανόνα αναφοράς. Ο πρέσβης Π. Αποστολίδης ως εξαίρετος χειριστής – επικεφαλής της αντιπροσωπείας, γνωρίζει καλύτερα από κάθε άλλον τις σχετικές οδηγίες μου, αλλά και τις συζητήσεις που έγιναν σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών.
Η εστίαση στο Αιγαίο χωρίς συμπερίληψη της Ανατ. Μεσογείου με βάση τις γεωγραφικές αναφορές του πρακτικού της Βέρνης ή πολύ περισσότερο η κατάτμηση του Αιγαίου σε επιμέρους περιοχές, διασπά την ενότητα της Δωδεκανήσου και κυρίως διασπά το συνολικό μήκος της ελληνικής ακτογραμμής που είναι ένα από τα κρίσιμα κριτήρια στη νομολογία περί οριοθετήσεων υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ.
Προφανώς, η ακινησία και η ρουτίνα δεν οδηγούν πουθενά. Ο χρόνος λειτουργεί αντιφατικά και επικίνδυνα. Προφανώς, το ζήτημα της οριοθέτησης με την Τουρκία θα λυθεί έπειτα από διαβούλευση και εντέλει από τη διεθνή δικαιοσύνη, η προσφυγή στην οποία προϋποθέτει συμφωνία των μερών. Εχουν σημασία όμως οι ενδιάμεσες κινήσεις. Το 2010-2015 αυτές ήταν:
• Η ψήφιση και εφαρμογή του ν. 4001/2011 με αποτέλεσμα να υπάρχουν τώρα νέα ελληνικά ερευνητικά πεδία.
• Η έγερση στις διερευνητικές επαφές με την Τουρκία του ζητήματος της οριοθέτησης και της ΑΟΖ τόσο στο Αιγαίο όσο και στην Ανατ. Μεσόγειο.
• Η τροποποίηση των δηλώσεων σχετικά με την αναγνώριση από την Ελλάδα της δικαιοδοσίας τόσο του Δ.Δ. Χάγης όσο και του ΔΔΔ Θάλασσας του Αμβούργου ώστε να υπάρχει δικονομική επίγνωση σχετικά με κάθε πιθανή προσφυγή (π.χ. από την Αλβανία).
• Η τριμερής συνεργασία με Αίγυπτο και Κύπρο, με βασικό αντικείμενο την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών με την Αίγυπτο, σε περιοχή που δεν ανήκει σε αυτές που προτείνεται να γίνει τώρα μερική επέκταση.
• Η πρόταση στην Ιταλία για τη μετατροπή της διμερούς σύμβασης οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας του 1977 σε σύμβαση οριοθέτησης και της ΑΟΖ. Αν γίνει επίκληση «ιστορικών δικαιωμάτων» αλιείας μεταξύ κρατών-μελών της Ε.Ε., αυτά θα κριθούν από το Δικαστήριο της Ε.Ε. στο πλαίσιο του αλιευτικού κανονισμού.
• Η ολοκληρωμένη πρόταση προς την Αλβανία για τη διμερή συμφωνία του 2009 που αφορούσε όλες τις θαλάσσιες ζώνες, άρα και την αιγιαλίτιδα με προοπτική επέκτασης και της ελληνικής στα 12 ν.μ.
Η ψύχραιμη και υπεύθυνη συζήτηση με γνώση και σφαιρική συνεκτίμηση όλων των δεδομένων, η ευρεία συναίνεση και η συνέχεια του κράτους είναι τα τρία συστατικά μιας ολοκληρωμένης εθνικής πολιτικής, η συγκρότηση και προώθηση της οποίας είναι το πρώτο καθήκον όλων. Στο στάδιο συνεπώς που βρισκόμαστε, η επιλεκτική και μερική επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης στο Ιόνιο, χωρίς να έχουμε διαμορφώσει με την αναγκαία συναίνεση, διορατικότητα και πρακτικότητα τον σχεδιασμό μας για το Αιγαίο και τις κρίσιμες περιοχές της Ανατ. Μεσογείου, ενώ δεν προσφέρει κάτι επείγον και απτό, προκαλεί ιδιαίτερα προβληματικές αντιδιαστολές.