Δεν γνωρίζουμε (ακόμη) αν οι εκλογές της 25ης Ιανουαρίου 2015 θα αποδειχθούν οι πλέον σημαντικές της Μεταπολίτευσης μετά από εκείνες του 1981, όπως έχει κατ’ επανάληψη ειπωθεί τον τελευταίο καιρό. Υπάρχουν, ωστόσο, ήδη αρκετές ενδείξεις ότι, αναφορικά με τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, έχουμε να κάνουμε με μια κατά κυριολεξία κρίσιμη αναμέτρηση. Ας εξηγήσουμε το γιατί.
Κατά πρώτον, ένα κόμμα (ο ΣΥΡΙΖΑ), εκτός εκείνων που μέχρι πρότινος εναλλάσσονταν στην κυβερνητική εξουσία, έκοψε καθαρά το νήμα του κομματικού ανταγωνισμού προηγούμενο κατά 8,5 ποσοστιαίες μονάδες εκείνου που τερμάτισε δεύτερο στην εκλογική μάχη (τη ΝΔ). Επιπλέον, περισσότεροι εκλογείς από το 1/6 εκείνων που προσήλθαν στις κάλπες της 25ης Ιανουαρίου επέλεξαν τελικώς ένα διαφορετικό κόμμα από εκείνο που είχαν ψηφίσει στις αντίστοιχες εκλογές του Ιουνίου του 2012.
Εκτός από την αλλαγή στα ηνία της κυβερνητικής διακυβέρνησης που έλαβε χώρα και την ευρεία εκλογική μεταβλητότητα που παρατηρήθηκε στις πρόσφατες εκλογές, η κρισιμότητά τους επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι στο κομματικό σύστημα σημειώθηκαν αλλαγές που αφορούν την ίδια την «αρχιτεκτονική» του. Αναφερόμαστε κατ’ αρχάς στο ποσοστό του δικομματισμού, το οποίο κρατήθηκε κάτω από το 65%, ενώ, με εξαίρεση τον διπλό «εκλογικό σεισμό» του 2012, τα δύο πρώτα κόμματα εμφάνιζαν αθροιστικά στη διάρκεια της Μεταπολίτευσης εκλογική συσπείρωση γύρω στο 80%. Λαμβάνουμε υπόψη, επίσης, τη διάταξη των κομματικών δυνάμεων στον παραδοσιακό άξονα Αριστερά-Δεξιά, η σημασία του οποίου, όσο κι αν (λέγεται ότι) έχει περιοριστεί, εξακολουθεί να παραμένει μια κεντρική ιδεολογική σταθερά για τους ψηφοφόρους, που (με εξαίρεση ένα περίπου 15% του συνολικού αριθμού τους, βλ. ενδεικτικά δημοσκόπηση RASS, 20-21.1.2015) εξακολουθούν να αυτοτοποθετούνται μεταξύ των δύο πόλων του.
Ενώ, λοιπόν, στη δεκαετία του 1990 και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2000 η πλειοψηφία των ψηφοφόρων τοποθετούνταν σε κεντρώες θέσεις του άξονα, από τις εκλογές του 2009 παρατηρήθηκε κάποια εκλογική αποψίλωση του κέντρου και μια αμφίδρομη μετατόπιση ψηφοφόρων προς περιοχές του ιδεολογικοπολιτικού άξονα Αριστερά-Δεξιά που βρίσκονται εγγύτερα προς τα δύο άκρα του. Ως αποτέλεσμα μιας τέτοιας μετακίνησης, οι διπλές εκλογές του 2012 εμφάνισαν μια δικόρυφη κατανομή εκλογέων και κομμάτων, που τοποθετήθηκαν κοντά σε κάθε άκρο του άξονα. Η κατανομή αυτή μεταβλήθηκε στις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου και αυτό που παρατηρήθηκε είναι μια πύκνωση των εκλογέων στις αριστερές και κεντροαριστερές θέσεις, με την κατανομή στον άξονα να γέρνει καθαρά προς τα αριστερά: ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, ΠΑΣΟΚ αλλά και ΚΙΔΗΣΟ από τη μια συγκεντρώνουν σχεδόν το 50% των ψηφοφόρων. Από την άλλη, η ΝΔ συρρικνώθηκε σε ποσοστά χαμηλότερα και από εκείνα ακόμη των εκλογών του 2009, αλλά και του 1981, οι ΑΝΕΛ έχασαν σχεδόν τρεις ποσοστιαίες μονάδες από τον Ιούνιο του 2012, ο ΛΑΟΣ σχεδόν εξαφανίστηκε εκλογικά, ενώ η Χ.Α. απώλεσε τη δυναμική της, παρ’ ότι η κάμψη της συγκριτικά με τις αντίστοιχες προηγούμενες εκλογές υπήρξε ασήμαντη. Αν αθροίσουμε τις εκλογικές δυνάμεις της δεξιάς και ακροδεξιάς περιοχής, αυτές υπολείπονται κατά δέκα ποσοστιαίες μονάδες του αθροίσματος των αριστερών και κεντροαριστερών δυνάμεων.
Η συγκέντρωση της πλειοψηφίας των εκλογέων από το κέντρο και προς τα αριστερά του ιδεολογικοπολιτικού άξονα παρατηρείται σε κομματικά συστήματα από τα οποία απουσιάζει η μεσαία τάξη. Η ραγδαία συρρίκνωσή της μετά το 2009 έκανε δυνατή μια τέτοια μετατόπιση σε ένα κομματικό σύστημα, όπως εκείνο της Μεταπολίτευσης μετά το 1990, στο οποίο η κατανομή εκλογικών δυνάμεων στο ιδεολογικοπολιτικό κέντρο ενθάρρυνε το δικομματισμό και την ομαλή εναλλαγή των κομμάτων στην κυβερνητική εξουσία.
Τα χαμηλά επίπεδα του δικομματισμού σήμερα, η έλλειψη κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, αλλά και τα ίδια τα πολιτικά διακυβεύματα στη συγκυρία μιας παρατεταμένης και πολυεπίπεδης κρίσης, κάνουν αναγκαίες τις κυβερνήσεις συνεργασίας. Ωστόσο, η συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ παρουσιάζει αρκετές ιδιομορφίες. Ο μικρός εταίρος του κυβερνητικού σχήματος, που έχει πρωτοστατήσει στην αντιμνημονιακή ρητορική, διαθέτει τα κύρια γνωρίσματα ενός δεξιού εθνικολαϊκιστικού μορφώματος: υπερεθνικισμός, ξενοφοβία, ομοφοβία, ακόμη και ρητορική με –ευθύ ή υπαινικτικό– αντισημιτικό περιεχόμενο, έχουν αρκετές φορές διαγνωστεί σε τοποθετήσεις στελεχών των ΑΝΕΛ. Οι τελευταίοι δεν είναι μόνο ως προς το περιεχόμενο των πολιτικών τους εκφράσεων αλλά και ως προς το πολιτικό τους ύφος διακριτοί από τον πολιτικό ιδεότυπο που έχει καθιερωθεί στην πολιτική σκηνή της Μεταπολίτευσης.
Η συμβίωση ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ δεν προβλέπεται να είναι εύκολη. Κόμματα του εθνικολαϊκιστικού χώρου που έχουν μετάσχει σε (ή στηρίξει) κυβερνητικά σχήματα ευρωπαϊκών χωρών (Νορβηγία, Αυστρία, Ιταλία, Δανία, Ολλανδία) συχνά έχουν προκαλέσει κλυδωνισμούς και αστάθεια, παρ’ ότι μάλιστα το μείγμα του κυβερνητικού συνασπισμού ιδεολογικά ήταν περισσότερο συμπαγές απ’ ό,τι αυτό συμβαίνει στην εγχώρια περίπτωση και υπήρχαν αρκετές πολιτικές συγκλίσεις μεταξύ των κυβερνητικών εταίρων. Μια τέτοια συμβίωση ριζοσπαστικής Αριστεράς και ριζοσπαστικής-λαϊκιστικής Δεξιάς συνιστά οπωσδήποτε ένα novum, και όσο δυσάρεστο κι αν ακούγεται για πολλούς, θα ήταν εις βάρος της ποιότητας του δημόσιου λόγου να αποουσιαστικοποιηθεί ή να παρακαμφθεί η εθνικολαϊκιστική φυσιογνωμία των ΑΝΕΛ.
Η αναμέτρηση της 25ης Ιανουαρίου ανέδειξε, επίσης, τα προβλήματα που ελλόχευαν στο εσωτερικό της ΝΔ: η αναστροφή στην πορεία της, που σημειώθηκε μετά την εγκατάλειψη της στρατηγικής του «μεσαίου χώρου», έφερε το νυν κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης στο ναδίρ της εκλογικής του επιρροής. Η ΝΔ από το 2012 χάνει ψηφοφόρους και προς τα δεξιά και προς τα αριστερά της, ακριβώς επειδή έπαψε να αποτελεί τον κοινό παρονομαστή για ολόκληρο τον κεντροδεξιό πόλο. Ο πόλος αυτός παρέμενε συμπαγής, συσπειρώνοντας από κεντροδεξιές έως ακραίες δεξιές δυνάμεις, κάθε φορά που πρόσφερε προοπτικές εξουσίας και όχι όταν οικειοποιούνταν μια ακροδεξιά ρητορική ή επιχειρούσε να αναβιώσει τα «ιστορικά ρήγματα» της μετεμφυλιακής δεξιάς παράταξης.
Η ΝΔ επιχειρεί να υποβαθμίσει την ήττα της. Πάντα η διαχείριση μιας εκλογικής ήττας, και για τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών και για τον κομματικό χώρο που τη βιώνει, είναι μια δύσκολη υπόθεση. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, το μέγεθος της ήττας είναι μεγαλύτερο και περισσότερο πολυδιάστατο απ’ όσο επιχειρείται να εμφανιστεί. Η ΝΔ χρειάζεται καθαρή τομή για την επανεκκίνηση και σε αυτόν το στόχο πρέπει να πάει ενωμένη αλλά και αποφασισμένη. Τα ημίμετρα και οι συμβιβασμοί δεν θα επαρκέσουν για να ανταποκριθεί στο ρόλο της ως αξιωματικής αντιπολίτευσης σε μια κοινοβουλευτική και πολιτική σκηνή που αλλάζει άρδην. Σε ένα αντίστοιχο σταυροδρόμι βρέθηκε η ΝΔ και μετά το 1981. Αφού κλυδωνίστηκε ακολουθώντας αναποτελεσματικές αντιπολιτευτικές στρατηγικές, βρήκε το δρόμο της όταν αντιλήφθηκε ότι δεν είναι η κομματική «ψυχή» αλλά η κομματική σκηνή που καθορίζει το πλαίσιο του (εσω-)κομματικού αγώνα.
Για την ποιότητα της δημοκρατίας, αλλά και γιατί η ίδια η χώρα βρίσκεται σε μια καμπή, η καλή λειτουργία του κομματικού συστήματος και η ανταπόκριση όλων των παραγόντων του στον θεσμικό τους ρόλο αποκτά μεγαλύτερη σημασία. Η αντιπολίτευση (μείζων και ελάσσων) διαδραματίζει καίριο ρόλο στη διαμόρφωση της πολιτικής σκηνής και επωμίζεται ευθύνη στην πορεία που θα χαραχτεί και στις αποφάσεις που θα ληφθούν το επόμενο διάστημα.