Οι περισσότεροι πολίτες βλέπουμε κάθε νέα κυβέρνηση, και για τόσους λόγους την τωρινή κυβέρνηση, με καλό μάτι . Είμαστε άλλωστε όλοι τόσο κουρασμένοι από την αποτυχία των κυβερνήσεων της κρίσης που δίκαια περιμένουμε αλλαγή τουλάχιστον κυβερνητικής νοοτροπίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να μένει στο απυρόβλητο. Είμαστε υποχρεωμένοι με καλή θέληση να επισημάνουμε ήδη λόγους και πρακτικές της νέας κυβέρνησης. Μετά και τις προγραμματικές δηλώσεις, αφού προηγήθηκαν και οι επισκέψεις στην Ευρώπη , θα επιχειρήσουμε μια πρώτη αποτίμηση. Κι ενώ η επικοινωνιακή καταιγίδα βαίνει στο τέλος της και αρχίζουν τα δύσκολα των ουσιαστικών διαπραγματεύσεων στις Βρυξέλλες.
Το κυβερνητικό σχήμα είναι πολυμελές και προδικάζει την γενικότερη επέλαση πολιτικών αξιωματούχων στο κράτος, κατά τα ειωθότα, ενώ ο κυβερνητικός λόγος ισχυρίζεται το αντίθετο χρησιμοποιώντας τη «μέθοδο» των αναπληρωτών υπουργών. Ήδη λειτουργεί η πολυπραγμοσύνη, και η αδυναμία συντονισμού. Ο καταγγελτικός λόγος της αντιπολίτευσης έγινε τώρα εξαγγελτικός.
Η σύμπραξη με τους ΑΝΕΛ είναι το ουσιαστικότερο αρχικό μήνυμα της νέας κυβέρνησης. Μια αδιανόητη στο ευρωπαϊκό περιβάλλον συνεργασία έγινε με τέτοια ευκολία που πείθει ότι η κίνηση αυτή σχεδιάστηκε εκ των προτέρων. Αυτή η «ιδρυτική» συμμαχία θα επικαθορίζει την όλη λειτουργία ακόμη και την σταθερότητά της κυβέρνησης.
Στην εποχή μας όλες οι κυβερνήσεις των χωρών της ΕΕ και ιδιαίτερα αυτών της Ευρωζώνης κινούνται σε μια διαρκή (και δημιουργική) ένταση ανάμεσα στο εθνικό και το ευρωπαϊκό πολιτικό περιβάλλον. Αυτό δεν συμβαίνει με τον κυβερνητικό λόγο που είναι μονόπλευρος. Θα έλεγε κανείς ότι η όλη πολιτική φιλοσοφία της νέας κυβέρνησης, ενέχει στοιχεία επιστροφής στο εθνικό κράτος. Η στάση αυτή έχει υπερπροσδιοριστεί από τον προεκλογικό της λόγο που ήταν μονομερώς κατευθυνόμενος στο εθνικό ακροατήριο πλην της μιας αόριστης επανάληψης ότι η χώρα θα κινηθεί εντός των ευρωπαϊκών θεσμών. Ο μονομερής εθνικός λόγος ταιριάζει τόσο στην άκρα Δεξιά των ΑΝΕΛ αλλά και στην παλαιοαριστερή πτέρυγα του Σύριζα. Κοινά συνεκτικά στοιχεία των δύο πτερύγων είναι ένας παρωχημένος εθνικισμός (που τον συνοψίζει ο Ν. Κοτζιάς) και ο («μαρξίζων» και δεξιός)κρατισμός που αποβλέπει σε ανανεωνόμενες πελατειακές πρακτικές. Πολιτικά βέβαια υπάρχει η αντιμνημονιακή ρητορεία.
Οι προσπάθειες να υπάρξει μια ενότητα της κοινωνίας με την σύζευξη μιας εθνικής γραμμής σε σύμπνοια με την ΕΕ, για την έξοδο από την κρίση, απέτυχε. Οι κατεστημένες πολιτικές δυνάμεις (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ) που ανέλαβαν τις κυβερνητικές ευθύνες κατάφεραν μεν να κρατήσουν τη χώρα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, έστω με ελεγχόμενη χρεοκοπία. Απέτυχαν όμως πλήρως να κάνουν τις κρίσιμες αλλαγές και μας έφεραν πάλι ενώπιον των μεγάλων διλημμάτων. Οι λόγοι της αποτυχίας είναι πολλοί. Ας μείνουμε στους δύο κυριότερους.
Οι κυβερνήσεις της περιόδου της κρίσης έμεινες δέσμιες ενός πολιτικοδιοικητικού (και οικονομικού) κατεστημένου που ευθύνεται για την κρίση αλλά αρνείται να προσαρμοστεί. Άφησαν άθικτα προκλητικά τα προνόμια τους, φορολογικά και πελατειακά. Εμείς επιμέναμε μάταια ότι η κρίση έχει τέτοιο (και ηθικό) βάθος ώστε χωρίς αυτοθυσιαστική έμπρακτη στάση, πρωτίστως του πολυπρόσωπου και ακριβού πολιτικού κατεστημένου, ήταν αδύνατο να υπάρξει λαϊκή συναίνεση, απαραίτητη προϋπόθεση για να ανασυγκροτηθεί ο τόπος.
Ο δεύτερος λόγος αφορά τη στάση του συνόλου των ελίτ της κοινωνίας μας στη μακρά διάρκεια. Αδυνατούμε να διαμορφώσουμε μια ισορροπημένη ευρωπαϊκή γραμμή. Κινούμαστε μονίμως σε ένα εκκρεμές: Από την μια μεριά βλέπουμε την Ευρώπη, στης οποίας μετέχουμε στον πιο σκληρό πυρήνα, με όρους προστασίας μας, δηλαδή εξάρτησης (συντηρητικοί). Από την άλλη με όρους αντιδυτικής νοοτροπίας (αριστεροί). Ας ειπωθεί, εν παρόδω, ότι η καλύτερη εκδοχή αυτής της συμπεριφοράς έχει αναγορευτεί σε διαρκές αξίωμα από ένα σημαντικό ιστορικό, τον Ν. Σβορώνο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι κυβερνήσεις της πενταετίας συντήρησαν την αντιμνημονιακή ρητορεία ώστε στις πρόσφατες εκλογές να προσφέρεται στους πολίτες μια μόνο αυθεντική αντιμνημονιακή ατζέντα, εκείνη του Σύριζα. Αυτό ενίσχυσε την πολιτική ηγεμονία του κυβερνητικού στρατοπέδου. Ενώ τα δύο κόμματα της πρώην συγκυβέρνησης (ΝΔ- ΠΑΣΟΚ) είναι πολιτικά (και ηθικά) εξουδετερωμένα.
Είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς με ασφάλεια που οδηγούμαστε.
Η γραμμή ρήξης με τους εταίρους φάνηκε σαν να έχει την προτεραιότητα στις δημόσιες παρουσίες των κυβερνητικών στελεχών και του πρωθυπουργού. Αυτή η εκ των πραγμάτων πρώτη εντύπωση οδήγησε στην υπόθαλψη των εθνικολαϊκών στερεοτύπων που ταλανίζουν τη χώρα. Κάποιοι στην κυβέρνηση ενθαρρυμένοι πιστεύουν ότι θα επηρεαστούν αποφασιστικά και οι συσχετισμοί στην Ευρώπη. Εδώ βρίσκεται η αυταπάτη που μπορεί να οδηγήσει, στην ξέρα. Η κυβέρνηση, παρά τις αρχικές καλές εντυπώσεις και στην Ευρώπη, κινδυνεύει να απομονωθεί, όχι μόνο από τις κυβερνήσεις αλλά και από την ευρύτερη ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Ουσιαστικά η κυβέρνηση καταλήγει να απευθύνεται σε απομονωμένες ειδικές πληθυσμιακές κατηγορίες οι οποίες χρειάζονται τουλάχιστον χρόνο για να αποτελέσουν σημαντικά ρεύματα κοινής γνώμης. Ακόμα και στο Νότο . Με άλλα λόγια δεν αντιλαμβάνεται σωστά τους χρονισμούς.
Οι γενικότερες ευρωπαϊκές συνθήκες για μια λογική συμφωνία, χωρίς μαξιμαλισμούς, είναι πλέον πιο ευνοϊκές. Άλλωστε οι πιο σοβαροί Δυτικοί ηγέτες θεωρούν αναπόσπαστο μέρος του ευρωπαϊκού και ευρωατλαντικού συστήματος την Ελλάδα. Και στις σημερινές συνθήκες αστάθειας δεν είναι διατεθειμένοι να την οδηγήσουν σε αδιέξοδο. Αν παρά ταύτα υπάρξει επιμονή σε παραλογισμούς μπορεί, ακόμα και παρά τις προθέσεις της ηγετικής ομάδας της κυβέρνησης, να οδηγηθούμε σε καταστροφικές εξελίξεις. Τότε η χώρα μας θα υποστεί μεγάλες απώλειες .Μας αναμένει μια μεγάλης κλίμακας εθνική κρίση. Κι όπως και άλλες φορές έχουμε αναφερθεί η έξοδος της Ελλάδας από την ευρωπαϊκή ασφάλεια δεν έχει μόνο οικονομικές συνέπειες. Η χώρα θα επιστρέψει στα χειρότερα βαλκάνια. Και προσωπικά δεν γνωρίζω ποιοι θα τολμήσουν τέτοια αποκοτιά. Έστω κι αν, συγκυριακά, έχουν την πλειοψηφία με το μέρος τους.
Η κύρια επιλογή ως εκ τούτου είναι η συνεννόηση με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς παρά το ότι και οι προγραμματικές δηλώσεις συντήρησαν ένα κλίμα ρήξης. Μετά την θύελλα των τηλεοπτικών συγκρούσεων, τις καθυστερήσεις και τις κρίσιμες ημερομηνίες να παρέρχονται μέχρι τις επόμενες θα έλθει η φρόνηση: Διαπραγμάτευση δεν σημαίνει αναγκαστικά ρήξη. Όλοι έχουμε διαβάσει σχετικά εγχειρίδια περί διαπραγματεύσεων…
Όταν τελικά επικρατήσει η συνεννόηση, έστω με αναταράξεις, στο εσωτερικό της κυβέρνησης – γιατί θα υπάρξουν αναταράξεις – η ίδια θα τεθεί ενώπιον του διαρκούς προβλήματος μας . Τη διοίκηση της χώρας με δίκαιη κατανομή πρωτίστως των βαρών της κρίσης. Εκεί που οι κυβερνήσεις της πενταετίας δεν τόλμησαν να προχωρήσουν . Οι οποίες αποδέχονταν το ευρωπαϊκό πλαίσιο συμφωνίας για να το υπονομεύσουν στην πράξη. Η χώρα είναι χωρισμένη σε ομάδες συμφερόντων περί το κράτος και ουσιαστικά δεν διοικείται. Η παρωχημένη κρατιστική πρακτική που φαίνεται να επιλέγουν στην κυβέρνηση δεν είναι καλή αρχή. Λέγαμε, με άλλη αφορμή, ότι όλα τα κόμματα στη χώρα είναι κόμματα δημοσίων υπαλλήλων. Το γεγονός αυτό τα οδηγεί σε «εσωτερικές» διαμάχες περί το πολιτικοδιοικητικό κατεστημένο και τα εμποδίζει να δουν με καθαρό μάτι τη μεγάλη εικόνα.
Στις προγραμματικές δηλώσεις η πιο προχωρημένη πρόταση της κυβέρνησης ήταν εκείνη για τον διαγωνισμό των τηλεοπτικών αδειών. Αλλά ως προς το πολιτικό σύστημα, τον μεγάλο ασθενή, οι προτάσεις της δεν ξεπέρασαν τις πεπατημένες. Δεν ακούστηκε τίποτα περί το εκλογικό σύστημα και τον περιορισμό του αριθμού των βουλευτών και των άλλων «πολιτικών» σωμάτων, ούτε καν περί της χρηματοδότησης των κομμάτων που θα αποτελούσαν τις πρώτες ενδείξεις ότι η κυβέρνηση θέλει να αλλάξει ουσιαστικά τον τρόπο διακυβέρνησης της χώρας….
Το ευρύτερο εσωτερικό τοπίο.
Απέναντι σε μια κυβέρνηση που βρίσκεται στο στάδιο των πειραματισμών, ενώ δεν υπάρχει χρόνος, η χώρα δεν διαθέτει κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις ικανές να διαμορφώσουν άμεσα εναλλακτικές προτάσεις. Ακόμη και να ασκήσουν δημιουργικά το ρόλο της αντιπολίτευσης.
Η κοινωνία βέβαια δεν θα δεχθεί αδιαμαρτύρητα μια διαρκή ταλάντευση ως προς τις σχέσεις μας με την ευρωζώνη. Όπως και άλλες φορές έχουμε σημειώσει μια τάση αυτογνωσίας και ωρίμανσης διατρέχει την κοινωνία, μετά την κορύφωση του κινήματος των αγανακτισμένων, και δεν πρέπει να αυταπατώμεθα επειδή ένα μέρος της κοινωνίας έφερε στην εξουσία το σημερινό κυβερνητικό σχήμα. Η ελπίδα από την οργή απέχει ελάχιστα. Η στάση της κοινωνίας, θα διαμορφώνεται καθημερινά και δεν μπορεί να αγνοηθεί ιδιαίτερα από το σημερινό μπλοκ εξουσίας .
Οι απερχόμενες πολιτικές δυνάμεις υπέστησαν στρατηγικού χαρακτήρα ήττα την οποία δεν είναι εύκολο να την διασκεδάσουν. Η ήττα τους δεν αφορά μόνο την διαχείριση των σχέσεων με τους εταίρους. Αφορά κυρίως την εσωτερική διαχείριση η οποία παρέμεινε στην ίδια ρότα διαπλοκής, πελατειακών σχέσεων, γενικότερης διαφθοράς, ακυβερνησίας της χώρας.
Η Νέα Δημοκρατία χρειάζεται χρόνο και κανένας δεν είναι σίγουρος ότι σύντομα θα μπορέσει να αποτελέσει ένα αξιόμαχο σύνολο στο χώρο της κεντροδεξιάς. Όσο μάλιστα παραμένει ο Σαμαράς επενδύοντας στην «Αριστερή παρένθεση» δεν θα έχει καμιά τύχη. Σίγουρα η χώρα χρειάζεται επιτέλους μια ευρωπαϊκή κεντροδεξιά.
Τα ίδια και χειρότερα ισχύουν για το ΠΑΣΟΚ και τις παραφυάδες του. Το αναγνώρισε άλλωστε και ο Βενιζέλος, σπεύδοντας στην αποχώρηση, χωρίς αυτό να τον απαλλάσσει των ευθυνών για την χαμένη πενταετία. Το ΠΑΣΟΚ έχει ολοκληρώσει προ πολλού την ιστορική του αποστολή.
Ο μόνος πολιτικός οργανισμός, τόσο ανέτοιμος και τόσο νέος, χωρίς ιδιαίτερη πολιτική πείρα και διείσδυση στους πολίτες είναι το Ποτάμι. Είναι ο μόνος οργανισμός (γιατί δεν είναι ακόμα κόμμα) που προσπαθεί να συνταιριάξει την εθνική και ευρωπαϊκή ταυτότητα. Γύρω από αυτό μπορούν ίσως να συγκεντρωθούν οι δυνάμεις της δημοκρατικής αντιπολίτευσης. Είναι δύσκολο, ιδιαίτερα για τους παλιούς από μας, που δυσκολευόμαστε να εγκαταλείψουμε «αδειανά πουκάμισα»…