Ενα από τα πλέον σημαντικά προβλήματα της Τρίτης Ελληνικής
Δημοκρατίας είναι ο ρόλος και η ισχύς των ομάδων συμφερόντων και των ομάδων
πίεσης. Οπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Χρυσάφης Ιορδάνογλου στο εξαιρετικό
βιβλίο του Κράτος και ομάδες συμφερόντων - Μια κριτική της παραδεδεγμένης
σοφίας, «ο ρόλος των ομάδων αυτών στη λειτουργία της πολιτικής ζωής και της
οικονομίας ήταν και είναι προεξάρχων».
Οι ομάδες συμφερόντων στην Ελλάδα γιγαντώθηκαν στην περίοδο της Μεταπολίτευσης.
Επιδιώκοντας σταθερά το ίδιο όφελος, τη μερικότητα σε βάρος του γενικού
συμφέροντος, κατάφεραν να μετατρέψουν τον πολιτικό ανταγωνισμό σε πλειοδοτικό διαγωνισμό.
Τα πολιτικά κόμματα που κυβέρνησαν τη χώρα, πριν από την κρίση, υποτάχθηκαν στο
φαινόμενο, που απέκτησε παθολογικές διαστάσεις. Την πρακτική τους ακολούθησε
και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, παρά τους περιορισμούς των Μνημονίων.
Αυτονόητο είναι ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη, με δηλωμένο μεταρρυθμιστικό
πρόταγμα, θα έπρεπε να θεωρήσει την καταπολέμηση αυτού του νοσηρού φαινομένου
ως επείγουσα προτεραιότητα. Ως κάτι που θα έπρεπε να δρομολογήσει στην αρχή της
θητείας της, δεδομένου ότι θα συναντούσε έντονες αντιδράσεις από τους
θιγόμενους.
Επτά μήνες μετά την εκλογική της νίκη, η κυβέρνηση μοιάζει να πελαγοδρομεί σε
αυτό το θέμα. Κρίσιμοι θύλακες, κυριαρχούμενοι από την προσοδοθηρική λογική των
ομάδων συμφερόντων, παραμένουν ανέγγιχτοι. Η παραγωγικότητα του δημόσιου τομέα
και η σύνδεσή της με την αξιολόγηση των εργαζομένων είναι εκτός πεδίου
πολιτικών αποφάσεων. Μια μάλλον γενναιόδωρη επιδοματική πολιτική και αυξήσεις
συντάξεων δίνουν την εικόνα μιας δημοσιονομικής αμεριμνησίας.
Νομοθετικές ρυθμίσεις υπέρ ποδοσφαιρικών ομάδων για να μην εκδηλωθούν οπαδικές
αντιδράσεις στέλνουν το μήνυμα ότι οι ομάδες πίεσης συνεχίζουν να έχουν το πάνω
χέρι στον συσχετισμό δυνάμεων με την πολιτική εξουσία.
Παράλληλα, υπάρχουν και κάποια θετικά δείγματα γραφής. Οι αλλαγές στην τριτοβάθμια
εκπαίδευση με την αναγνώριση των τίτλων και της επαγγελματικής ισοδυναμίας των
κολεγίων και ξένων πανεπιστημίων, που δίνει τη δυνατότητα διορισμού
εκπαιδευτικών, αποφοίτων Κολεγίων, στη δημόσια εκπαίδευση, ενσωματώνοντας στο
εθνικό Δίκαιο την Κοινοτική Οδηγία για τα Κολέγια, δίνει λύση σ ένα πρόβλημα
που για πολλά χρόνια η χώρα έκρυβε κάτω από το τραπέζι. Το ότι χρειάστηκε
προειδοποιητική επιστολή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς το υπουργείο Παιδείας
για το θέμα αυτό επιβεβαιώνει ότι πολλές από τις μεταρρυθμίσεις σε αυτή τη χώρα
ήταν «εισαγόμενες», μιας και οι εγχώριες πολιτικές δυνάμεις απέφευγαν να
αναδεχτούν το πολιτικό κόστος τέτοιων αποφάσεων για εκλογικούς λόγους. Οι
αντιδράσεις των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εκπαιδευτικών δείχνουν ότι ο δρόμος
προς τις μεταρρυθμίσεις θα είναι δύσκολος και δύσβατος.
Αξιοσημείωτη είναι η πρόθεση του υπουργείου Παιδείας να συναρτήσει το 20% της
κρατικής επιδότησης στα ΑΕΙ με την αξιολόγησή τους. Θετικό είναι επίσης ότι στο
Πανεπιστήμιο Αθηνών θα λειτουργήσει το πρώτο ελληνικό αγγλόφωνο προπτυχιακό
πρόγραμμα, με δίδακτρα, αποτέλεσμα μιας εξωστρέφειας που ήταν απαγορευμένη για
πολλά χρόνια.
Σίγουρα κανείς δεν περιμένει θαύματα σε επτά μήνες. Φαίνεται όμως ότι οι
δομικές μεταρρυθμίσεις στις σχέσεις του κράτους με τις ομάδες συμφερόντων, και
οι συνακόλουθες συγκρούσεις, δεν είναι στις κυβερνητικές προτεραιότητες. Εάν
αυτό είναι σωστό, τότε θα μιλάμε για μια ακόμα χαμένη ευκαιρία για τη χώρα.