Με άρθρο στο iefimerida.gr ο Ευάγγελος Βενιζέλος σχολιάζει τα λάθη του πρωθυπουργού, την προσπάθεια του Αλέξη Τσίπρα για μία κυβέρνηση εναλλασσόμενης πλειοψηφίας και πολλαπλού εκβιασμού, ενώ μιλάει για την ευθύνη της αντιπολίτευσης.
Ολόκληρο το άρθρο του κ. Βενιζέλου στο iefimerida.gr
Στην ψηφοφορία της 15.7.2015 για τον νόμο 4334/2015 «Επείγουσες ρυθμίσεις για τη διαπραγμάτευση και σύναψη συμφωνίας με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ)» 39 βουλευτές της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας αρνήθηκαν να υπερψηφίσουν το νομοσχέδιο που περιείχε και την υιοθέτηση της δήλωσης / συμφωνίας της Συνόδου Κορυφής της Ευρωζώνης της 12.7.2015 που δημοσιεύθηκε ως προμετωπίδα του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Α 80/ 16.7.2015).
Η δήλωση «παρών» (6 βουλευτές) σε μια ψηφοφορία που κρίνεται επί των παρόντων ισοδυναμεί νομικά με το «όχι» (32 βουλευτές), ενώ η μια απουσία νομικά δεν προσμετράται ως αρνητική στάση, πολιτικά όμως εκλήφθηκε ως τέτοια. Συνεπώς από τους 162 βουλευτές της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας ( 149 ΣΥΡΙΖΑ και 13 ΑΝΕΛ ) 39 διαφοροποιήθηκαν. Όλοι δε αυτοί ανήκουν στην ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ που μετρά μόλις 110 θετικές ψήφους επί συνόλου 149 βουλευτών.
Στη συνεδρίαση της Βουλής της 15ης Ιουλίου κατεγράφησαν στα πρακτικά αφενός μεν η σαφής δήλωση του Πρωθυπουργού ότι η ψήφος στο νομοσχέδιο λειτουργεί πολιτικά ως ψήφος εμπιστοσύνης προς την Κυβέρνηση, αφετέρου δε οι αντιφατικές δηλώσεις των διαφωνούντων βουλευτών ότι δεν αποδέχονται τη συμφωνία της 12ης Ιουλίου, δηλαδή το πλαίσιο της κυβερνητικής πολιτικής και τα μέτρα που απορρέουν από τη συμφωνία αυτή, αλλά εξακολουθούν να στηρίζουν την Κυβέρνηση που θα εφαρμόσει την πολιτική και τα μέτρα που καταψήφισαν ως εσφαλμένα, απαράδεκτα, εκβιαστικά και καταστροφικά!
Ο ίδιος ο κ. Τσίπρας που έσπευσε να απομακρύνει από την κυβέρνηση τους υπουργούς που καταψήφισαν την κυβερνητική πολιτική, αποδέχεται την ερμηνεία ότι αυτοί που καταγγέλλει ως υπονομευτές της κυβέρνησης, αυτοί που αρνήθηκαν να πουν «ναι» σε μια ψηφοφορία που πολιτικά είχε ο ίδιος αναγορεύσει σε ψήφο εμπιστοσύνης, εξακολουθούν να στηρίζουν την κυβέρνησή του!
Με πρωτοφανή μάλιστα αλαζονεία κάλεσε την αντιπολίτευση, αν θέλει να υποβάλει πρόταση δυσπιστίας για να αποδειχθεί ότι οι 39 σε μια ψηφοφορία με αντικείμενο την εμπιστοσύνη ή τη δυσπιστία προς την κυβέρνηση, θα επιλέξουν ένα ηχηρό «ναι» στην κυβέρνηση, όσο ηχηρό ήταν το «όχι» στη συμφωνία του τρίτου μνημονίου και τα συναφή μέτρα! Πρόκειται άλλωστε για το ίδιο σχήμα που ακολούθησαν οι 123 βουλευτές της πλειοψηφίας που ψήφισαν «ναι» στο Μνημόνιο 3, ενώ είχαν ψηφίσει ηχηρά «όχι» στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου!
Πρόκειται για την ίδια μαγική εικόνα που λειτουργεί από τον Ιανουάριο με το εκλογικό σώμα να δίνει σχετική πλειοψηφία στο «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» αλλά τώρα να εφαρμόζεται το Μνημόνιο 3 που κατέστησαν αναγκαίο τα λάθη, τα ψέμματα και οι ψευδαισθήσεις της κυβέρνησης. Πρόκειται για την ίδια μαγική εικόνα που μετέτρεψε εν μια νυκτί το «όχι» του δημοψηφίσματος σε συγκεκριμένα κείμενα, σε ετοιμότητα αποδοχής μέτρων πολύ πιο σκληρών από τα προβλεπόμενα στα κείμενα που απορρίφθηκαν στο δημοψήφισμα !
Ο ίδιος ο κ. Τσίπρας έχει την ευθύνη για την τεράστια βλάβη που υπέστη η εθνική οικονομία και συνολικά η χώρα τους τελευταίους έξι μήνες, με αποκορύφωμα την προκήρυξη του δημοψηφίσματος και όσα επακολούθησαν.
Αυτός επέλεξε και στήριξε τον κ. Βαρουφάκη, τις αντιλήψεις του, το ύφος του, τους δήθεν σχεδιασμούς του και τα εν ου παικτοίς παίγνια του για διπλό νόμισμα, δραχμή κοκ.
Αυτός κατέστησε Πρόεδρο της Βουλής την κα Κωνσταντοπούλου και προσέδωσε τεχνητό κύρος στην συνομωσιολογική προσέγγιση θεμάτων μείζονος σημασίας, όπως το δημόσιο χρέος.
Αυτός καλλιέργησε επικοινωνιακά επί έξι μήνες την εντύπωση ότι υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις. Ότι διεξάγεται μια σκληρή διαπραγμάτευση, το αποτέλεσμα της οποίας γινόταν όμως, κάθε ημέρα που περνούσε, χειρότερο και όχι καλύτερο.
Αυτός βρέθηκε τελικά αιχμάλωτος του διλήμματος να καταστρέψει το εθνικό κεκτημένο, να οδηγήσει τη χώρα στη καθολική φτώχεια και περιθωριοποίηση ή να αποδεχθεί ένα τρίτο σκληρότατο μνημόνιο που δεν ήταν ούτε μοιραίο ούτε αναπόφευκτο.
Αυτός οδήγησε την Πατρίδα μας ξανά σε ύφεση, σε πρωτογενή ελλείμματα, σε διαρροή καταθέσεων, σε εκτίναξη των μη εξυπηρετουμένων δανείων, στην ανάγκη νέας ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών με δάνειο των εταίρων, σε τρία επιπλέον χρόνια παραμονής υπό καθεστώς μνημονίου με όρους που ποτέ δεν είχαν γίνει δεκτοί, όπως το ταμείο / εγγύηση προς τους δανειςτές στο οποίο η Ελλάδα οφείλει να συγκεντρώσει περιουσιακά στοιχεία 50 δις ευρώ.
Αυτός επιβάρυνε τη δυναμική του δημόσιου χρέους και ανέβασε το επίπεδο των ετήσιων δανειακών αναγκών για τοκοχρεολύσια έτσι ώστε οποία ελάφρυνση μέσω παραμετρικών αλλαγών στις περιόδους χάριτος και αποπληρωμής επιτευχθεί -χάρη στη παρέμβαση του 2012 – να μην ισοφαρίζει την προσθήκη χρέους που ο ίδιος προκάλεσε.
Όμως τώρα δεν συζητούμε απλώς για ευθύνες, για πολιτικές ανακολουθίες και ζητήματα πολιτικής νομιμοποίησης, αλλά για κοινοβουλευτικές διαδικασίες και αριθμούς συνταγματικά κρίσιμους.
Ο κ. Τσίπρας εξεδίωξε τους διαφωνούντες υπουργούς, αλλά στηρίζεται πάνω στα ίδια πρόσωπα ως βουλευτές, όπως στηρίζεται στο εγκαλλώπισμα του οικονομικού του επιτελείου, τον κ. Βαρουφάκη, και στο αγλάισμα της κοινοβουλευτικής του αντίληψης, την κα Πρόεδρο της Βουλής, με την οποία πλέον αντιδικεί και συγκρούεται η κυβέρνηση και οι βουλευτές που την στηρίζουν!
Ο κ. Τσίπρας προσπαθεί να διαμορφώσει το πολιτικό, συνταγματικό και κοινοβουλευτικό «δόγμα» της νέας παράδοξης, αλλά και τόσο βολικής για αυτόν κατάστασης:
– Η κυβέρνηση του νομικά εξακολουθεί να εμφανίζεται ως κυβέρνηση που διαθέτει την εμπιστοσύνη της απόλυτης πλειοψηφίας ( 162/300) της Βουλής.
– Ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να διαθέτει ΚΟ με 149 (110 + 39 ) βουλευτές και με αυτή τη δύναμη εκπροσωπείται στις κοινοβουλευτικές επιτροπές.
– Η κα Κωνσταντοπούλου είναι ακόμη η ΠτΒ που εκλέχτηκε με συντριπτική πλειοψηφία επειδή το μεγαλύτερο μέρος της αντιπολίτευσης τίμησε την κοινοβουλευτική δεοντολογία και ψήφισε τον υποψήφιο της κυβερνητικής πλειοψηφίας.
– Σε περίπτωση υποβολής πρότασης εμπιστοσύνης ή δυσπιστίας είναι έτοιμος να δεχθεί την υπέρ της κυβέρνησης ψήφο των 39 διαφωνούντων, εφόσον αυτοί δεν έχουν πρόβλημα να στηρίζουν την κυβέρνηση που συμφώνησε, εισηγήθηκε και εφαρμόζει το τρίτο μνημόνιο!
– Η χώρα δανειοδοτείται, η ασύντακτη χρεοκοπία αποφεύγεται, οι τράπεζες ανοίγουν έστω με έλεγχο κεφαλαίων, επειδή τους δύσκολους νόμους στη Βουλή τους ψηφίζουν 110 βουλευτές ΣΥΡΙΖΑ, 13 βουλευτές ΑΝΕΛ, δηλαδή 123 κυβερνητικοί βουλευτές και οι βουλευτές της ΝΔ, του Ποταμιού και του ΠΑΣΟΚ χωρίς τους οποίους δεν διαμορφώνεται νομοθετική πλειοψηφία!
– Η κυβέρνηση όμως είναι έτοιμη να εισηγηθεί άλλα νομοσχέδια που ανασυγκροτούν την πλειοψηφία ΣΥΡΙΖΑ / ΑΝΕΛ για θέματα πέραν του Μνημονίου 3!
Επιδιώκει συνεπώς ο κ. Τσίπρας να ενεργεί ως πρωθυπουργός εναλλασσόμενης πλειοψηφίας εκβιάζοντας την κομματική αμηχανία των διαφωνούντων βουλευτών του και την εθνική υπευθυνότητα της αντιπολίτευσης. Παίζοντας με την «απειλή» των εκλογών ή απλώς μπλοφάροντας. Γιατί όλα αυτά τα έχει τοποθετήσει ήδη ο κ. Τσίπρας μέσα σε ένα – υποτίθεται – σαφή χρονικό ορίζοντα. Την σύναψη της οριστικής συμφωνίας με τον ESM (δανειακή σύμβαση, χρηματοδοτικό σχήμα, τρόπος συμμετοχής του ΔΝΤ, μνημόνιο) και τη λήψη των πρώτων δόσεων του νέου δανείου με τις οποίες αποτρέπεται τυχόν πιστωτικό γεγονός.
Συνεπώς η χώρα έχει βρεθεί με κυβέρνηση που υποδύεται την κυβέρνηση της πλειοψηφίας, ενώ είναι κυβέρνηση μειοψηφίας, με ανοχή της [αντιπολίτευσης] για λόγους που σχετίζονται μόνο με τη διάσωση της οικονομίας, η οποία όμως εκλαμβάνεται από τον κ. Τσίπρα ως γενική και άνευ προϋποθέσεων ανοχή.
Ο κ. Τσίπρας εκβιάζει τους διαφωνούντες του ΣΥΡΙΖΑ. Θέτει το όριο των 120 βουλευτών της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας που ψηφίζουν τα δύσκολα νομοσχέδια. Το αριθμητικό όριο των 120 βουλευτών αφορά όμως μια κλασική κυβέρνηση μειοψηφίας / ανοχής που συγκεντρώνει σε ψηφοφορίες εμπιστοσύνης την πλειοψηφία των παρόντων που δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 120, με κάποια από τα άλλα κόμματα να απέχουν σκοπίμως από την ψηφοφορία. Ο εκβιασμός τίθεται επειδή και αυτός και εκείνοι χρειάζονται (κάποιο) χρόνο προκειμένου να οργανώσουν τα επόμενα βήματα τους και τον τρόπο συμμετοχής τους στις εκλογές.
Ο κ. Τσίπρας εκβιάζει επίσης την δημοκρατική φιλοευρωπαϊκή αντιπολίτευση ή μάλλον καταχράται του αισθήματος εθνικής ευθύνης που την οδηγεί στην υπερψήφιση των σκληρών μέτρων του Μνημονίου 3 που – όπως τονίσαμε – δεν ήταν μοιραία ή αναπόφευκτα, αλλά τα επέβαλε η τραγική ανευθυνότητα του κ. Τσίπρα και της κυβέρνησής του. Μοιράζεται την δική του τεράστια ευθύνη για το μνημόνιο 3 με την αντιπολίτευση, κάτι που ποτέ δεν έκανε και δεν θα έκανε ο ίδιος.
Η αντιπολίτευση δεν θέτει θέμα σχηματισμού κυβέρνησης εθνικής ενότητας, γιατί δεν θέλει να θεωρηθεί ότι εξαρτά τη ψήφο της από τη συμμετοχή στην κυβέρνηση και γιατί θέλει να επωμισθεί ο κ. Τσίπρας το μερίδιο της ιστορικής ευθύνης που του αναλογεί, τώρα που έφερε το Μνημόνιο 3. Μόνο που ο κ. Τσίπρας δεν έχει καμία διάθεση να αναλάβει ευθύνες, να παραδεχθεί λάθη, να ζητήσει συγγνώμη από το λαό για τα ωμά ψέμματα που είπε. Το κυριότερο όμως είναι ότι δεν προσφέρει υπηρεσία στην Πατρίδα η αποδοχή της άποψης ότι η κυβέρνηση Τσίπρα / Καμμένου ( που είδαμε πως ανασχηματίσθηκε ) μπορεί δήθεν να εφαρμόσει το νέο μνημόνιο τα επόμενα τρία χρόνια, με επιτυχή και αποτελεσματικό τρόπο και να επαναφέρει τη χώρα στην ομαλότητα ! Ούτε η τυχόν υπολανθάνουσα σκέψη ότι αν είναι να αποτύχει η χώρα, ας χρεωθεί την ευθύνη το σχήμα αυτό που φέρει την ευθύνη της παλινδρόμησης του τελευταίου εξαμήνου. Το ζήτημα είναι πού και πώς πορεύεται ο τόπος και όχι το ποιος χρεώνεται πολιτικά την τυχόν αποτυχία.
Ο κ. Τσίπρας αποκλείει πάντως ρητά οποιοδήποτε άλλο κυβερνητικό σχήμα – από την παρούσα τουλάχιστον Βουλή – πλην της συνεργασίας ΣΥΡΙΖΑ / ΑΝΕΛ στην οποία προσδίδει πλέον αξιακά και συναισθηματικά στοιχεία ενότητας.
Αυτή η εικόνα είναι θεσμικά προκλητική, πολιτικά εύθραυστη, εθνικά και οικονομικά επικίνδυνη. Υπό παρόμοιες συνθήκες δεν μπορεί να εξαλειφθεί το λεγόμενο country risk, δεν μπορεί να αρθεί οριστικά το ενδεχόμενο Grexit, δεν μπορεί να συγκροτηθεί ένα εθνικό σχέδιο εξόδου από την κρίση που να υπερβαίνει το βαρύ Μνημόνιο 3 με το οποίο επιβαρύνθηκε η χώρα λόγω του χαμένου εξαμήνου και του δημοψηφίσματος .
Η δημοκρατική φιλοευρωπαϊκή αντιπολίτευση ορθώς ψηφίζει, ορθώς ξορκίζει τις εκλογές ως αρνητικές για την εθνική προσπάθεια, όμως η στρατηγική του κ. Τσίπρα έχει ήδη δηλωθεί. Ακόμη και ως μπλόφα, ακόμη και ως εκβιασμός είναι μια τυφλή στρατηγική, κατώτερη των εθνικών περιστάσεων.
Η σκέψη ότι δεν θα αφήσουν οι εταίροι να γίνουν εκλογές, είναι θεσμικά ατεκμηρίωτη. Δεν πέφτει λόγος στους εταίρους για το πότε μια χώρα – μέλος οδηγείται για εσωτερικούς συνταγματικούς λόγους σε εκλογές. Ο κ. Τσίπρας έχει ήδη απαντήσει ότι θα πάει σε εκλογές με ολοκληρωμένη τη συμφωνία και χωρίς κίνδυνο πιστωτικού γεγονότος. Έχει όμως αφήσει να εννοηθεί ότι θέτει ως όριο τους τουλάχιστον 120 ψήφους βουλευτών ΣΥΡΙΖΑ / ΑΝΕΛ στις κρίςιμες ψηφοφορίες. Η προϋπόθεση αυτή δεν ξέρουμε αν θα πληρωθεί στις 22.7, στη δεύτερη κρίσιμη ψηφοφορία. Αυτό που μπορούν να ζητήσουν οι εταίροι και δανειστές για την ομαλή ροή του προγράμματος και των δόσεων, είναι η δέσμευση των δημοκρατικών δυνάμεων ευρωπαϊκού προσανατολισμού – συμπεριλαμβανομένου βεβαίως του κ. Τσίπρα – ότι ανεξαρτήτως εκλογικού αποτελέσματος, ισχύουν οι ψηφισμένες από την παρούσα Βουλή δεσμεύσεις της χώρας.
Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι ο κ. Τσίπρας πάει στις εκλογές διεκδικώντας – με εντυπωσιακό πολιτικό θράσος – νέα εντολή αντίστροφη αυτής του Ιανουαρίου 2015 και του δημοψηφίσματος. Λέγοντας με κυνικό τρόπο ένα νέο μεγάλο ψέμα: ότι το Μνημόνιο 3 ήταν ούτως ή άλλως αναπόφευκτο και αυτός τουλάχιστον αγωνίστηκε και έφερε το λιγότερο κακό. Αφού λοιπόν κάποιος πρέπει να εφαρμόσει το Μνημόνιο, ας το εφαρμόσει αυτός ο «άφθαρτος» που τουλάχιστον το «πάλεψε» !
Η απάντηση ότι αυτός προκάλεσε τεράστια ζημιά που υπολογίζεται σε άλλα δυο τουλάχιστον χρόνια ύφεσης, σε άλλα τουλάχιστον τρία χρόνια μνημονίου, σε νέα ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών, σε νέο δάνειο αυξημένο κατά τουλάχιστον 50 δις, είναι πολύπλοκη για να γίνει εύκολα κατανοητή, θα γίνεται όμως σταδιακά αντιληπτή από την κοινωνία.
Ο κ. Τσίπρας είναι προφανές ότι κάνει τώρα μια στατική προσέγγιση της νέας κατάστασης που δημιούργησε η συμφωνία του σε ένα σκληρό Μνημόνιο 3 μετά από μια πενταετή εύκολη αντιμνημονιακή ρητορεία, μετά από την προεκλογική παραπλάνηση των πολιτών, μετά το χαμένο εξάμηνο των επικίνδυνων χειρισμών, μετά την προκλητική αντιστροφή του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος, μετά την συμφωνία της 12ης Ιουλίου, μετά την ουσιαστική και βαθιά διάσπαση της ΚΟ του κόμματός του. Ο αλαζονικός σχεδιασμός του μπορεί πολύ σύντομα να προσκρούσει σε νέα δημοσκοπικά δεδομένα, ιδίως μόλις αποσαφηνισθούν οι επόμενες κινήσεις των διαφωνούντων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτός, με τον τότε μικρό ριζοσπαστικό ΣΥΡΙΖΑ της κομμουνιστογενούς αριστεράς καβάλησε το 2010 και ιδίως το 2011, μετά τη συμμετοχή της ΝΔ στην κυβέρνηση Παπαδήμου, το ρεύμα της αντιμνημονιακής αντίδρασης και δημαγωγίας και κατάφερε να γίνει Πρωθυπουργός. Κατάφερε να κάνει πολλούς να τον θεωρούν κυρίαρχο των εξελίξεων. Αυτόν, τον υπεύθυνο της νέας υποβάθμισης της χώρας που κάποιοι είναι παραδόξως έτοιμοι να αποδεχθούν ως εθνικό ηγέτη, ελλείψει – υποτίθεται – άλλης λύσης.
Γιατί όμως οι σύντροφοι και συνεργάτες του που τώρα διεκδικούν την αντιμνημονιακή συνέπεια και καθαρότητα να μη κάνουν το ίδιο με αυτό που έκανε όλα τα προηγούμενα χρόνια ο ΣΥΡΙΖΑ; Γιατί να μη διεκδικήσουν όσο γίνεται μεγαλύτερο τμήμα από το αντιφατικό και προδομένο 61 % του δημοψηφίσματος. Άλλωστε αυτό, εκεί που ο κ. Τσίπρας πήγε να το θεωρήσει ψήφο εμπιστοσύνης στο πρόσωπο του, βρήκε νέους εκφραστές στα πρόσωπα της κας Κωνσταντοπούλου, του κ. Βαρουφάκη, αλλά βεβαίως και της Αριστερής Πλατφόρμας του κ. Λαφαζάνη.
Και αν υποθέσουμε ότι όλα αυτά τα σχέδια αντιστρέφονται, επειδή ο κ. Τσίπρας δείχνει να εκβιάζει πολιτικά, αλλά στην πραγματικότητα εκβιάζεται από τις αντιφάσεις που τροφοδότησε και τις συνεχείς ανακολουθίες και αντί για εκλογές επιλέξει την παραμονή στο πλαίσιο της παρούσας Βουλής; Είναι πρόθυμη η αντιπολίτευση να αποδεχθεί την κυβέρνηση εναλλασσόμενης πλειοψηφίας και πολλαπλών εκβιασμών του κ. Τσίπρα ή να μοιραστεί άμεσες κυβερνητικές ευθύνες υπό την «εθνική του ηγεσία» που θα ξεπλένει την αντιμνημονιακή του διάψευση και τον ακραίο πολιτικό τυχοδιωκτισμό;
Ενώπιον λοιπόν αυτής της κατάστασης η δημοκρατική φιλοευρωπαϊκή αντιπολίτευση πρέπει να εκφράσει μια πιο διορατική και ολοκληρωμένη πολιτική που επιπλέον προστατεύει πραγματικά το ζωτικό εθνικό συμφέρον.
Εκτίμησή μου είναι ότι η δημοκρατική αντιπολίτευση ευρωπαϊκού προσανατολισμού, πρέπει:
– Πρώτον, να θέσει στοιχειώδεις θεσμικούς όρους για το διάστημα κατά το οποίο λειτουργεί η παρούσα Βουλή. Οι όροι αφορούν την ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης και της συμφωνίας με τους εταίρους, τον ESM και το ΔΝΤ. Δεν είναι δυνατόν να λέμε ότι ψηφίζουμε και θα ψηφίζουμε τυφλά ο,τι φέρνει ο υπεύθυνος της πιο επικίνδυνης και κακής διαπραγμάτευσης, αυτός που πήγε χρόνια πίσω την όλη προσπάθεια. Ανεξαρτήτως της μορφής της κυβέρνησης, η εθνική ομάδα διαπραγμάτευσης είναι τώρα όρος προστασίας του εθνικού συμφέροντος. Το ίδιο ισχύει για τη σταθεροποίηση της οικονομικής κατάστασης, το νομοθετικό έργο συνολικά, τη λειτουργία της Βουλής, της Δικαιοσύνης και των ανεξάρτητων αρχών, αλλά και την αναγκαία εναρμόνιση του εκλογικού συστήματος με τις νέες πολιτικές και εθνικές συνθήκες που δικαιώνουν την επίμονη πρόταση στις εκλογές και του 2012 και του 2015 για κυβέρνηση συνεργασίας όλων των δυνάμεων του δημοκρατικού τόξου που πιστεύουν στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας. Στη Βουλή έχει κατατεθεί από τις 2.6.2015 πρόταση νόμου για το εκλογικό σύστημα.
– Δεύτερον, να δώσει απάντηση στην αλαζονική βεβαιότητα (;) του κ. Τσίπρα ότι και μετά τα όσα έγιναν, ο σχηματισμός που θα μετάσχει στις εκλογές – όποτε αυτές γίνουν – υπό την ηγεσία του θα καταλάβει οπωσδήποτε την πρώτη θέση με αυτόν υποψήφιο πρωθυπουργό της επόμενης κυβέρνησης, αφού τα πήγε τόσο καλά έως τώρα !
Αυτά τα δύο, σε συνδυασμό με την σταδιακή δημοκρατική και ορθολογική αφύπνιση της κοινωνίας, μπορούν ίσως να αποτρέψουν το σενάριο των εκλογών και να οδηγήσουν σε υπεύθυνες, σοβαρές, δημοκρατικές και διαφανείς λύσεις από την παρούσα Βουλή. Ή, αν αυτό δεν είναι εφικτό, να αντιστρέψουν τη δυναμική και την πρόγνωση των εκλογών. Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο. Οι εξελίξεις μπορεί να επιταχυνθούν δραματικά.
Σέβομαι απολύτως τη θεσμική οντότητα, τις ευαισθησίες, τις λειτουργίες και τη στρατηγική όλων των κομμάτων, όπως και τη συνείδηση και το ρόλο όλων των βουλευτών. Οφείλω όμως να καταγράψω αυτό που βλέπω να εξελίσσεται μπροστά στα μάτια των πολιτών. Εθνικό είναι το αληθές, φέρεται να έχει πει ο Διονύσιος Σολωμός.