«Κυβέρνηση αριστεράς;» Όχι, ευχαριστώ!

Νίκος Μπίστης 22 Μαϊ 2012

Με δύο συνθήματα ενισχύθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές της 6ης Μαΐου. Πρώτον, με τη μονομερή καταγγελία της δανειακής σύμβασης. Και δεύτερον, με τη συμπάθεια που προκαλούσε το σύνθημα για «κυβέρνηση της Αριστεράς».

Το πρώτο, κάτω από τα ανελέητα κτυπήματα της πραγματικότητας, μετατρέπεται σε μπούμερανγκ, με αποτέλεσμα τη συνεχή αιώρηση ανάμεσα στην αρχική θέση και προτάσεις που μοιάζουν όλο και περισσότερο με τη θέση της ΔΗΜΑΡ για σταδιακή απαγκίστρωση από το μνημόνιο. Ό,τι και να λέει ο κ. Τσίπρας περί του αντιθέτου, η αλήθεια είναι με το μέρος του κ. Αλαβάνου: μονομερής καταγγελία της δανειακής σύμβασης συνεπάγεται έξοδο από το ευρώ και επιστροφή στη δραχμή. Ουσιαστικά, δύο γραμμές υπάρχουν στην αριστερά για το μνημόνιο: αυτή του ΚΚΕ και αυτή της ΔΗΜΑΡ. Η γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ συνιστά μια ευχάριστη ψευδαίσθηση και μια επικίνδυνη οφθαλμαπάτη.

Αλλά και για την περίφημη «κυβέρνηση της αριστεράς», έχουν πλέον στα χέρια τους πολλά στοιχεία οι πολίτες για να αξιολογήσουν όχι μόνο τις πραγματικές προθέσεις του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και την πραγματική υπόσταση αυτής της προτεινόμενης κυβέρνησης. Δηλαδή, πόσο αριστερή είναι.

Τα πρώτα μηνύματα τα είχαμε προεκλογικά, αλλά οι «θυμωμένοι» πολίτες τα αγνόησαν. Ο κ. Τσίπρας έκλεισε το μάτι στον κ. Καμμένο, ζητώντας την ανοχή του σε «κυβέρνηση της αριστεράς». Τι κοινό έχει ο ακραίων δεξιών πεποιθήσεων Καμμένος, με την αριστερά, παραμένει απορίας άξιο. Αλλά η πάνω πλατεία στο Σύνταγμα, είχε προ πολλού καταργήσει τις διαχωριστικές γραμμές δεξιάς – αριστεράς. Κατά τη διάρκεια της διερευνητικής εντολής αποδείχθηκε ότι δεν υπήρχε καμία βούληση από μέρους του ΣΥΡΙΖΑ για συγκρότηση κυβέρνησης με ισχυρή παρουσία της Αριστεράς. Η άρνησή του να δεχτεί ευρύτερη στήριξη, παρουσιάστηκε ως άρνηση συνεργασίας με «δυνάμεις του μνημονίου». Η αλήθεια είναι ότι δεν είχε την παραμικρή πρόθεση να συμβάλλει σε λύση και να οδηγήσει τα πράγματα σε προωθητικές συνθέσεις με τη σφραγίδα της αριστεράς. Και αυτό, γιατί δεν είχε καμιά σφραγίδα στα χέρια του. Η προγραμματική επικινδυνότητα που καθημερινά αναβλύζει στα τηλεοπτικά παράθυρα, το αποδεικνύει. Η διήμερη περιφορά της διερευνητικής εντολής σε συμπαθείς, αλλά θεσμικά άσχετους με την ουσία της εντολής, φορείς, έδειξε την εκλογική στόχευση. Και ο τορπιλισμός της οικουμενικής στην οποία η αριστερά θα είχε το πάνω χέρι, το απέδειξε. Η προγραμματική ανεπάρκεια του ΣΥΡΙΖΑ συμπληρώνεται από εκδηλώσεις τυχοδιωκτισμού και καιροσκοπισμού που παραπέμπουν σε ένα αποκρουστικό μείγμα από τις χειρότερες παραδόσεις της παραδοσιακής αριστεράς και του λαϊκίστικου ΠΑΣΟΚ, που σε μεγάλο βαθμό μετανάστευσαν στην κάλπη του ΣΥΡΙΖΑ.

Πόσο αριστερή είναι η πρόταση για τον Γεράσιμο Αρσένη και τι υποδηλώνει; Πόσο αριστερή είναι η κακόγουστη μίμηση του λαϊκισμού του Ανδρέα Παπανδρέου και η διαπίστωση του κ. Τσίπρα ότι «δεν τον ενοχλεί η σύγκριση, γιατί την τετραετία ’81 – ’85 έγιναν πολλά καλά πράγματα στον τόπο»; Πράγματι, αλλά έγιναν και πολλά κακά με κορυφαίο την έναρξη της δημοσιονομικής εκτροπής και την αρχή της εκτόξευσης ελλειμμάτων και χρέους. Δεν είναι τυχαίο ότι Τσάρος της οικονομίας εκείνη την περίοδο, ήταν ο προταθείς από τον κ. Τσίπρα για υπηρεσιακός πρωθυπουργός, Γεράσιμος Αρσένης. Αυτή η χυδαία ερωτοτροπία με το αναχρονιστικό και κρατικοδίαιτο ΠΑΣΟΚ, έρχεται να συμπληρώσει την εικόνα των πολιτικών εναγκαλισμών με τον κ. Καμμένο και των επίμονων εκκλήσεων προς το δεδηλωμένα αντιευρωπαϊκό ΚΚΕ. Αυτό, λοιπόν, που ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει, είναι να μη συγκροτήσει κυβέρνηση, ενώ πίσω από τον τίτλο «κυβέρνηση της αριστεράς», δεν υπάρχει η αριστερά. Ή, τουλάχιστον, όπως εύστοχα το διατύπωσε ο Φώτης Κουβέλης στην πολύ σημαντική ομιλία του προς την κοινοβουλευτική ομάδα, «Αυτή η αριστερά δεν είναι η δική μας αριστερά».

Τελειώνοντας μια και καλή με το σχήμα αυτής τής κατ’ όνομα «κυβέρνησης της Αριστεράς», ο Φώτης Κουβέλης ξεκαθάρισε δύο άλλα πολύ σημαντικά πράγματα: Πρώτον, ότι η χώρα δεν θα πάει σε τρίτες εκλογές και θα έχει σε κάθε περίπτωση κυβέρνηση στις 18 Ιουνίου. Και όσο πιο ισχυρή βγει από τις κάλπες η ΔΗΜΑΡ, τόσο πιο προοδευτική, αποτελεσματική και σταθερή θα είναι η κυβέρνηση. Και δεύτερον, ότι απέναντι στην καρικατούρα δικομματισμού μιας συντηρητικής δεξιάς, που αποτελεί μείγμα λαϊκής δεξιάς και νεοφιλελευθερισμού, και μιας ανεύθυνης αντιευρωπαϊκής αριστεράς, η ΔΗΜΑΡ σηκώνει τη σημαία του τρίτου πόλου. Του πόλου του αριστερού ευρωπαϊσμού, της δημοκρατικής, μεταρρυθμιστικής και σοσιαλιστικής αριστεράς.

Με αυτή την πεντακάθαρη γραμμή, με διευκρινισμένα τα μέτωπα και προς τα δεξιά και προς τα αριστερά της, η ΔΗΜΑΡ ατενίζει με αισιοδοξία τις εκλογές. Ήδη, κεφαλαιοποίησε τη στάση του Φώτη Κουβέλη κατά την εβδομάδα των διερευνητικών εντολών και δείχνει στις μετρήσεις σταθερότητα με τάση ανόδου. Αλλά αυτό δεν φτάνει για να ανατραπεί το κλίμα πόλωσης που καλλιεργούν συστηματικά ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ. Αποτελεί αναμφίβολα μια καλή αφετηρία, αλλά το εφαλτήριο που θα μας στείλει ψηλά, είναι άλλο. Είναι η αταλάντευτη εμμονή και η ανόθευτη επανάληψη – σε βαθμό μονοτονίας – της γραμμής που πρότεινε ο Φώτης Κουβέλης την Παρασκευή, στην Κοινοβουλευτική Ομάδα. Έτσι, η ΔΗΜΑΡ θα συγκεντρώσει ψήφους από δύο μεγάλες δεξαμενές: Η πρώτη είναι των πολιτών που δεν αντέχουν άλλο τους τυχοδιωκτισμούς του ΣΥΡΙΖΑ και απαιτούν να αποκτήσει η χώρα κυβέρνηση. Ο κίνδυνος να «σπρωχτεί» κόσμος, κλείνοντας τη μύτη του στην κάλπη της ΝΔ, μόνο και μόνο για να μη συνεχιστεί η επικίνδυνη για τον τόπο ακυβερνησία , είναι υπαρκτός και μόνο μία εκ των προτέρων δέσμευση της ΔΗΜΑΡ ότι θα συμβάλλει σε κυβερνητική λύση μπορεί να τον μετριάσει. Η δεύτερη δεξαμενή, είναι αυτή του χώρου της κεντροαριστεράς, της μεγάλης προοδευτικής, μεταρρυθμιστικής και σοσιαλιστικής παράταξης, της παράταξης του αριστερού ευρωπαϊσμού. Ένα τεράστιο κομμάτι αυτής της παράταξης, μετά τη συντριβή του ΠΑΣΟΚ, είναι μουδιασμένο και αισθάνεται «ορφανό». Σε αυτόν τον κόσμο πρέπει να απευθυνθεί άμεσα η ΔΗΜΑΡ, να τον εμψυχώσει και να τον καλέσει να αγωνιστεί μαζί της. Όχι για να ανασυγκροτήσει μια κεντροαριστερά που έκλεισε τον κύκλο της, αλλά για να συγκροτήσει σε νέες βάσεις μια καινούργια παράταξη, με μεταρρυθμιστική πολιτική και αξιόπιστα πρόσωπα. Για τη γρήγορη συγκρότηση αυτής της μεγάλης προοδευτικής και μεταρρυθμιστικής παράταξης, μεγάλη σημασία θα έχει η εσωτερική διάταξη στο χώρο της κεντροαριστεράς, δηλαδή οι συσχετισμοί. Το αποδεκατισμένο ΠΑΣΟΚ, εκ των πραγμάτων θα αργήσει να ανασυγκροτηθεί, ενώ και ο τρόπος που θα το πετύχει αυτό είναι ομιχλώδης και ασαφής. Προφανώς δεν θα πάει στο «χρονοντούλαπο της Ιστορίας», όπως με περισσή αλαζονεία απεφάνθη ο κ. Τσίπρας. Θα πρέπει όμως να συμφιλιωθεί με νέα μεγέθη και νέο ρόλο. Μια ισχυρή ΔΗΜΑΡ, θα διευκολύνει και θα επιταχύνει μια τέτοια εξέλιξη.

Να το πω πρακτικά και με αριθμούς: η μεγάλη μεταρρυθμιστική παράταξη θα συγκροτηθεί ταχύτερα με ένα ΠΑΣΟΚ στο 14% και μια ΔΗΜΑΡ στο 10%, παρά με τη ΔΗΜΑΡ στο 7% και το ΠΑΣΟΚ στο 17%. Στη δεύτερη περίπτωση, ελλοχεύει ο κίνδυνος για αναβίωση απόψεων αυτάρκειας, αλαζονείας και ηγεμονισμού. Σε κάθε περίπτωση, η ΔΗΜΑΡ μπαίνει στην εκλογική μάχη με αυτοπεποίθηση και σαφή στρατηγική.