Αν τα τρία κύρια στοιχεία της πολεοδομίας δηλαδή το φως, το πράσινο και τον ήλιο, η άναρχη δόμηση των πόλεων δεν τα λαμβάνει υπ’ όψιν και οι διαστάσεις των τσιμεντουπόλεων γίνονται αδιανόητα μεγάλες, η λύση είναι η φυγή στην επαρχία και οι στοργικές φτερούγες του χωριού.
Το «Κυνήγι γειτόνων», σε σκηνοθεσία των Αντονίν Φουρλόν και Φρεντερίκ Φορεστιέ και σενάριο του πρώτου, είναι μια κωμωδία που ελίσσεται στο χάσμα ανάμεσα στην αστική αφέλεια και τις αγροτικές παραδόσεις. Η ταινία διαδραματίζεται σε ένα γραφικό αλλά παραπλανητικά σκοτεινό χωριό της Γαλλίας και αφηγείται την ιστορία ενός ζευγαριού που, σε αναζήτηση μιας ειρηνικής απόσυρσης από το στενόχωρο παριζιάνικο διαμέρισμά τους, μετακομίζουν σε ένα ειδυλλιακό, όπως πιστεύουν, σπίτι στην εξοχή. Ωστόσο, το βουκολικό τους όνειρο εξελίσσεται γρήγορα σε έναν εφιαλτικό αγώνα επιβίωσης.
Από την αρχή, το «Κυνήγι γειτόνων» παίζει με τις ειδυλλιακές εικόνες της γαλλικής υπαίθρου. Οι πρώτες σκηνές αναδεικνύουν τα καταπράσινα τοπία και τη γοητευτική αρχιτεκτονική του χωριού, δημιουργώντας μια έντονη αντίθεση με τον τρόμο που ακολουθεί σύντομα. Το ζευγάρι, ο Σιμόν η Αντελαϊντ, που απεικονίζονται με ζεστασιά και ενθουσιασμό, ενσαρκώνουν την αρχετυπική αστική γλυκούτσικη οικογένεια που αναζητά παρηγοριά στη φύση. Τα δύο παιδιά τους, με διάπλατα ανοιχτά τα μάτια της αθωότητας και της εξοχικής σαγήνης, συμπληρώνουν την εικόνα μιας οικογένειας που επιθυμεί να αγκαλιάσει μια πιο απλή ζωή, πιο ουσιαστική κοντά και μέσα στη φύση.
Η πλοκή παίρνει απότομη τροπή όταν η οικογένεια ανακαλύπτει ότι οι φαινομενικά ειρηνικοί γείτονές τους έχουν ένα μακάβριο χόμπι: χρησιμοποιούν τον κήπο τους ως κυνηγότοπο. Η συνειδητοποίηση αυτή τους έρχεται σε μια σειρά από κλιμακούμενες συναντήσεις με αγριογούρουνα, τα οποία εισβάλλουν στο σπίτι τους, μετατρέποντας το ήσυχο καταφύγιό τους σε πεδίο μάχης. Η αποκάλυψη ότι η κυνηγετική περίοδος διαρκεί πέντε μήνες επιδεινώνει τη δύσκολη θέση τους, αφήνοντάς τους παγιδευμένους σε μια παρατεταμένη κατάσταση πολιορκίας.
Καθώς εξελίσσεται η ιστορία, η ταινία συνδυάζει στοιχεία τρόμου και κωμωδίας. Το αρχικό σοκ και ο τρόμος της οικογένειας δίνουν τη θέση τους σε έναν απελπισμένο και συχνά αδέξιο αγώνα για να ανακτήσουν το σπίτι τους. Το αστικό ζεύγος αρχικά έξω από τα νερά του, αρχίζει να προσαρμόζεται στο εχθρικό τους περιβάλλον με ένα μείγμα εφευρετικότητας και απόλυτης αποφασιστικότητας. Η μεταμόρφωσή τους από παθητικά θύματα σε πολυμήχανους υπερασπιστές προσπαθεί να είναι τόσο χιουμοριστική όσο και απρόσμενη.
Το δευτερεύον αφηγηματικό νήμα της ταινίας διερευνά την πολιτισμική σύγκρουση μεταξύ των νεοφερμένων αστών και της παγιωμένης αγροτικής κοινότητας. Οι χωρικοί, που αρχικά εμφανίζονται φιλικοί και φιλόξενοι, αποκαλύπτεται ότι είναι βαθιά καχύποπτοι απέναντι στους κατοίκους της πόλης. Αυτή η ένταση αναδεικνύεται σε σκηνές όπου οι ντόπιοι εκμεταλλεύονται την άγνοια της οικογένειας, χρεώνοντάς τους υπέρογκες τιμές για αγαθά και υπηρεσίες. Το «Κυνήγι γειτόνων» παίζει επίσης με την ψυχολογία του φόβου και της προσαρμογής. Το ταξίδι της οικογένειας έχει να κάνει τόσο με το ξεπέρασμα των δικών τους εσωτερικών ανησυχιών, όσο και με την αντιμετώπιση εξωτερικών απειλών. Τα παιδιά, αρχικά τρομοκρατημένα, σταδιακά συνηθίζουν την παράξενη νέα πραγματικότητα, βρίσκοντας ακόμη και στιγμές σκοτεινής διασκέδασης μέσα στο χάος. Αυτή η προσαρμογή υπογραμμίζει ένα κεντρικό θέμα της ταινίας: την ανθρώπινη ικανότητα να βρίσκει δύναμη μπροστά στις συντριπτικές αντιξοότητες. Όμως το «Κυνήγι γειτόνων», ενώ ξεκινά με ορμή και έμπνευση, όσο περνά η ώρα η ταινία χάνεται μέσα στις συμβάσεις και τους μελοδραματισμούς.
«Η ουσία της ιστορίας είναι η συνύπαρξη», εξηγεί ο Φρεντερίκ Φορεστιέ. «Το να προσπαθούμε να συμβιβαστούμε, να δούμε τι μας ενώνει, παρά τις διαφορές μας». Το «Κυνήγι Γειτόνων», πριν λίγο καιρό προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου της χώρας μας κερδίζοντας το «Βραβείο Κοινού». Η ταινία των Αντονίν Φουρλόν και Φρεντερίκ Φορεστιέ σημείωσε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία στην Γαλλία προσελκύοντας πάνω από 2 εκατομμύρια θεατές. Παίζουν οι : Nτιντιέ Μπουρντόν, Χακίμ Ζεμιλί, Kαμίγ Λου, Τερί Λερμίτ
Η κινηματογράφηση του «Κυνήγι γειτόνων» ενισχύει τη γαλήνια ομορφιά της υπαίθρου, η οποία αντιπαραβάλλεται με τις χαοτικές και συχνά αλλόκοτες εισβολές των αγριογούρουνων. Η χρήση φυσικού φωτισμού και ευρυγώνιων φακών τονίζει την απομόνωση των ηρώων, ενισχύοντας την αίσθηση της εύθραυστης οικογένειας εμπρός στον κίνδυνο. Η ταινία είναι ένα μείγμα, κάποιες φορές σκοτεινής, κάποιες άλλες σουρεαλιστικής και πολλές φορές φαρσικής κωμωδίας, με λίγες σταγόνες τρόμου, που γοητεύεται από τη σύγκρουση του αστικού και του αγροτικού κόσμου. Αν, από ένα σημείο και μετά, η ταινία δεν ξέπεφτε σε ηθικολογίες και διδακτισμούς όλα θα ήταν καλύτερα. Εν κατακλείδι είναι μια χαλαρή, καλοκαιρινής θεάσεως ιστορία για την επιβίωση, την προσαρμοστικότητα και τους απροσδόκητους τρόπους με τους οποίους οι συνηθισμένοι άνθρωποι μπορούν να γίνουν εξαιρετικοί, ευρηματικοί και ανθεκτικοί, όταν ο κόσμος τους αναποδογυρίζει και η γαλήνη τους κινδυνεύει. Γιατί μπορεί οι πόλεις να είναι φτιαγμένες από μπετόν και γυαλί αλλά οι άνθρωποι είναι πλασμένοι από επιθυμίες και φόβους.