Όσο πιο πλησιάζει η ώρα της κάλπης τόσο περισσότερο οι καμπάνιες των κομμάτων εστιάζουν στο δίλημμα που έχει μονοπωλήσει εξ αρχής την προεκλογική αντιπαράθεση και στο οποίο αναμένεται να επικεντρωθεί και το ενδιαφέρον της τηλεμαχίας των πολιτικών αρχηγών. Τι είναι καλύτερο να προκύψει για τη χώρα με βάση το εκλογικό αποτέλεσμα, μια αυτοδύναμη κυβέρνηση ή μια κυβέρνηση συνεργασίας; Και επειδή και τα δύο σκέλη του διλήμματος έχουν πολιτικό ονοματεπώνυμο το πραγματικό ερώτημα στο οποίο καλούνται να απαντήσουν οι ψηφοφόροι είναι αν θα επιλέξουν την αυτοδύναμη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας ή την «προοδευτική διακυβέρνηση» του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο πρωθυπουργός παραμένει σταθερά προσηλωμένος στον στόχο της αυτοδυναμίας, στο όνομα της διασφάλισης της πολιτικής σταθερότητας. Στο βωμό της επίτευξης αυτού του στόχου επέλεξε με τις τοποθετήσεις και τους χειρισμούς του να θυσιάσει την προοπτική πολιτικών συνεργασιών ενισχύοντας έτσι αντικειμενικά το «προοδευτικό» σχέδιο του Αλέξη Τσίπρα. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι σε όλα σχεδόν τα κρίσιμα, εθνικά και άλλα, ζητήματα το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ συντάχθηκε στη Βουλή με τις κυβερνητικές προτάσεις. Ωστόσο, όταν η επίτευξη του θεμιτού πολιτικού στόχου του σχηματισμού αυτοδύναμης κυβέρνησης στηρίζεται στο εκβιαστικό δίλημμα «αυτοδυναμία ή χάος» υπάρχει ο κίνδυνος να μπει η χώρα σε περιπέτειες.
Η «προοδευτική διακυβέρνηση» που προτείνει ο Αλέξης Τσίπρας ενισχύει το αφήγημα της πρωτιάς του ΣΥΡΙΖΑ η οποία τίθεται από τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης ως προϋπόθεση για τον σχηματισμό της «κυβέρνησης των νικητών». Εκτός αν ισχύει και για τον ίδιο ο ισχυρισμός του ότι «ανάμεσα στις προεκλογικές και τις μετεκλογικές θέσεις των πολιτικών αρχηγών μεσολαβούν οι εκλογές». Ωστόσο, ο Αλέξης Τσίπρας θα πρέπει να εξηγήσει από τώρα με ποια ακριβώς δείγματα της πολιτικής του αξιοπιστίας θα μπορέσει να συνεργαστεί με τον Νίκο Ανδρουλάκη καθώς επίσης και πως πιστεύει ότι θα εξασφαλίσει την ανοχή του Κουτσούμπα στον καπιταλισμό ή του Βαρουφάκη στις ανοιχτές τράπεζες και το ευρώ.
Το επιχείρημα ότι στην Ελλάδα «ταιριάζουν» οι αυτοδύναμες κυβερνήσεις δεν προκύπτει από την πρόσφατη πολιτική ιστορία της χώρας. Όπως βέβαια δεν προκύπτει και το αντίθετο. Η αυτοδύναμη κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη πέτυχε να εντάξει την Ελλάδα στον σκληρό νομισματικό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έκανε τολμηρά βήματα στην κατεύθυνση του εκσυγχρονισμού της χώρας. Αντίθετα, η επίσης αυτοδύναμη κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή, άνοιξε διάπλατα την πόρτα στην κρίση και τα μνημόνια. Από την άλλη πλευρά, η συγκυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου διέσωσε τη χώρα από την πτώχευση ενώ η συγκυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου την έφερε στο χείλος της καταστροφής.
Το πραγματικό δίλημμα των εκλογών δεν είναι «αυτοδυναμία ή συνεργασία». Το κρίσιμο διακύβευμα της κάλπης είναι αν η χώρα θα έχει στο τιμόνι της για τα επόμενα χρόνια μια κυβέρνηση αποφασισμένη να προχωρήσει σε ρήξεις με σκοπό την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων, που συνεχίζουν να εκκρεμούν στοιχίζοντας πολύ ακριβά στην ελληνική κοινωνία. Μια κυβέρνηση έτοιμη να συγκρουστεί με τα συντεχνιακά κεκτημένα και τις προκλήσεις του λαϊκισμού. Μια κυβέρνηση που δεν θα συμβιβαστεί με τις νοοτροπίες της αναξιοκρατίας, της γραφειοκρατίας και του πελατειακού κράτους.
Όσο πιο ισχυρή κοινοβουλευτικά και διευρυμένη κοινωνικά θα είναι μια τέτοια κυβέρνηση τόσο μεγαλύτερες προοπτικές επιτυχίας θα έχει.
Το άρθρο δημοσιεύεται στα ΝΕΑ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ
Πηγή: www.tanea.gr