(Απόσπασμα από το νεοεκδοθέν βιβλίο του Θόδωρου Σούμα, “Κινηματογραφικοί Δημιουργοί”, εκδόσεις Αιγόκερως).
Έχω παρατηρήσει πως μερικές φορές γράφονται και δημοσιεύονται αρκετές αρνητικές κριτικές με βασικό κριτήριο την πολιτική ιδεολογία του γράφοντος, η οποία έρχεται σε αντίθεση με την υποτιθέμενη ιδεολογία του σκηνοθέτη και της ταινίας. Η εποχή μας είναι μια εποχή επιπόλαιης ή κούφιας, εύκολης πολιτικοποίησης, όπου τα πολιτικά δεδομένα κρίνονται σχηματικά με βάση τα δίπολα μνημονιακοί/αντιμνημονιακοί, νεοφιλελεύθεροι/αριστεροί, δεξιοί/προοδευτικοί, και Ελλάδα/Γερμανία· παλιότερα διατυπωνόταν ως αντίθεση Ελλάδας/ιμπεριαλιστικής Αμερικής, μα κι αυτό ξεπεράστηκε από τον χρόνο.
Μα και σε προηγούμενες εποχές κάποιοι νεορθόδοξοι χριστιανοί αγαπούσαν τον Ταρκόφσκι απλά και μόνο για τον χριστιανισμό του, ή κάποιοι αριστεροί εξυμνούσαν τους κουβανούς σκηνοθέτες ή τους σοβιετικούς, μεγάλους δασκάλους του βωβού κινηματογράφου και του μοντάζ των συγκρούσεων, επειδή ήταν απλά και μόνο σοβιετικοί. Επρόκειτο ξανά για λάθος θέση κι επιλογή, μιας και έναν καλλιτέχνη τον εκτιμάς πρωτίστως για την αισθητική του, όπου αισθητική είναι η σχέση, το δέσιμο μορφών και σημαινομένων.
Η δική μου άποψη είναι πως δεν πρέπει να επιμένουμε πολύ στην ιδεολογικοπολιτική ταυτότητα των ταινιών, σε διαφορετική περίπτωση θα έπρεπε να απορρίπταμε ολόκληρο κλασικό Χόλιγουντ, που το θεωρώ μία από τις κορυφές του κινηματογράφου... Δηλαδή η άποψή μου είναι πως δεν πρέπει να εμμένουμε πολύ, ως κοινωνιολόγοι και πολιτικοί επιστήμονες, στο κοινωνικοπολιτικό μήνυμα και το ιδεολογικό φορτίο των ταινιών, γιατί δεν πρέπει να παραβλέπουμε το αισθητικό μέρος ως διαπλοκή των σημαινόντων με τα σημαινόμενα. Είναι αυτή η σχέση, αυτός ο δεσμός που αποδίδει την ανώτερη αξία σε ένα φιλμ, νομίζω. Την ιδεολογία και την πολιτική οφείλουμε κάποιες φορές να τις ξεχνάμε στο σινεμά, όπως μας διδάσκει ο μέγας Μπαλζάκ στην πεζογραφία, που συγγενεύει με το σινεμά. Δεν αυτοπεριορίζομαι στο να βλέπω τα φιλμ με ιδεολογικό τρόπο. Αποθαρρύνω την καθαρά ιδεολογική κριτική, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το νόημα και οι ιδέες των ταινιών δεν παίζουν ρόλο. Διαπιστώνω κι εγώ ότι μερικές φορές δημοσιεύονται αρκετές αρνητικές κριτικές με βασικό κριτήριο την πολιτική ιδεολογία του γράφοντος, η οποία έρχεται σε αντίθεση με την υποτιθέμενη ιδεολογία του σκηνοθέτη και της ταινίας. Κανονικά θα έπρεπε να γράφουμε για τα έργα τέχνης παραμερίζοντας λιγάκι την προσωπική πολιτική ιδεολογία μας, διότι αρκετές φορές ένα έργο, μια ταινία είναι καλή παρά την ιδεολογία της που τυχαίνει να μην είναι και τόσο στοχαστική, προοδευτική ή θεμελιωμένη. Όταν κρίνουμε ή απλώς παρατηρούμε, όταν εισπράττουμε ένα έργο τέχνης, η πρόσληψη αυτή σίγουρα διαθλάται μέσα από κάποιο φίλτρο που είναι η κοσμοθεώρησή μας, οι πεποιθήσεις μας. Η προβληματική κριτική στάση συνίσταται στο να συμπιέζει και να συνθλίβει αυτό το φίλτρο το έργο που αντικρίζουμε. Η κοσμοθεώρησή μας, που λειτουργεί ως φίλτρο και διαθλαστικός φακός, δεν πρέπει να μας δεσμεύει. Στην πραγματικότητα, ένα ανώτερο έργο τέχνης ξεπερνά, με την αισθητική του ολοκλήρωση, την ιδεολογία και κοσμοθεωρία τις οποίες φέρει. Δεν απαιτείται να είσαι χριστιανός για να εκτιμήσεις τη μεγαλοσύνη της ταινίας του Μπρεσόν, «Το ημερολόγιο ενός επαρχιακού εφημέριου», ούτε κομμουνιστής για να αγαπήσεις τον «Οκτώβρη» και το «Θωρηκτό Ποτέμκιν», του Αϊζενστάιν, ή τα δυναμικά και λυρικά φιλμ του Ντονσκόι· ούτε αστός και φίλος του καπιταλισμού για να αγαπάς το κλασικό, αφηγηματικό–μυθοπλαστικό χολιγουντιανό σινεμά. Γενικά πιστεύω πως το καλό σινεμά αρκετές φορές είναι καλό παρά την ιδεολογία του, το υποστηρίζω για τις καλές χριστιανικές ταινίες των Μπρεσόν, Ντράγερ, Ταρκόφσκι, τις καλές μαρξιστικές ταινίες, τις καλές χολιγουντιανές ταινίες ακόμη και συντηρητικές. Το καλλιτεχνικό έργο είναι σε τελική ανάλυση σχετικά αυτόνομο από το ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο στο οποίο γεννιέται, αν και προσδιορίζεται έντονα από αυτό.
Γενικά ο κριτικός οφείλει να αποφεύγει τη μεροληπτική ή δογματική πρόσδεσή του σε μια ορισμένη ιδεολογία ή ιδεολογικοπολιτική αντίληψη, να παραμένει ανοιχτός στα καινούργια πνευματικά και κοινωνικά ερεθίσματα και ανοιχτόμυαλος στις απόψεις του και στο εύρος τους.
Από κινηματογραφική - αισθητική άποψη μας αρέσει το χολιγουντιανό σινεμά, κλασικό αλλά και σινεμά των μη-δημιουργών σκηνοθετών και της serie B. Μα μας αρέσει και το σοβιετικό σινεμά, όχι μόνο των μεγάλων κλασικών του βωβού ή/και του σοβιετικού μοντάζ, αλλά και του καλού σοσιαλιστικού ρεαλισμού (π.χ. του Ντονσκόι). Έχουμε την γνώμη πως ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός έχει αρκετές ομοιότητες, σε επίπεδο αφήγησης, δραματουργίας και στυλ, με το χολιγουντιανό κινηματογράφο συντηρητικής φόρτισης, ενώ από ιδεολογική άποψη ο ένας αποτελεί την αντίστροφη εικόνα του άλλου.
Συμπερασματικά θέλουμε να πούμε πως το αν είναι καλό ένα καλλιτεχνικό έργο, λογοτεχνικό, κινηματογραφικό, θεατρικό ή άλλο (αναφερόμαστε κυρίως στις μυθοπλαστικές μορφές τέχνης), δεν επηρεάζεται καθοριστικά από το ποια ιδεολογία εκπέμπει ή αντανακλά όπως έλεγαν παλιά οι μαρξιστές σχολιαστές. Ενίοτε, μια πραγματικά καλή αισθητικά – αφηγηματικά – κινηματογραφικά, ταινία καταφέρνει να είναι καλή ακόμη και ΠΑΡΆ την (προβληματική) ιδεολογία της, ακόμη και αν η ιδεολογία της, το ιδεολογικό περιεχόμενό της είναι προβληματικό... Πρόκειται για το ζήτημα της σχετικής αυτονομίας της ιδεολογίας ως προς το εκάστοτε έργο τέχνης (βλέπε τον μεγάλο Μπαλζάκ και τις σχετικές ιδέες του Λούκατς και άλλων θεωρητικών). Άλλωστε όλοι οι -ισμοί είναι λίγο πολύ προβληματικοί ως κλειστά κοσμοθεωρητικά, φιλοσοφικά συστήματα...
Τα προαναφερθέντα είναι αντικειμενικά σωστά, μέχρις ενός ορίου όμως. Για παράδειγμα, τα σταχανοβικά και σταλινίζοντα ντοκιμαντέρ του Γιόρις Ίβενς που υμνούν την εξαντλητική εργασία των εργατών που προσπαθούν να ξεπεράσουν τα οικονομικά, σοβιετικά πλάνα παραγωγής, η ρατσιστικής πολιτικής σύλληψης (καινοτόμος και σπουδαία από κινηματογραφική άποψη) Γέννεση ενός έθνους, του Γκρίφιθ, και το ναζιστικό φιλμ της Ρίφενσταλ Ο θρίαμβος της θέλησης, του 1934, (ταινίες ποιοτικά ανόμοιας πολιτικής λογικής) δεν μπορούν να εκτιμηθούν ως μεγάλα έργα, παρά τις κινηματογραφικές και μορφικές αρετές τους (ειδικά της πρωτοποριακής σκηνοθετικά Γέννεσης ενός έθνους) επειδή σκοντάφτουν, εμποδίζονται από την αναχρονιστική πολιτική ιδεολογία τους. Το ίδιο συμβαίνει περίπου με ορισμένα μυθιστορήματα προβληματικής ιστορικοπολιτικής σύλληψης.
Στην ουσία, η αισθητική αξία (ή απαξία) ενός έργου τέχνης, ενός φιλμ ή ενός πεζογραφήματος εν προκειμένω, σχετίζεται αναπόδραστα με τις σημασίες, τα νοήματα, τη θεώρηση και κοσμοθεώρηση, τη φιλοσοφία του έργου, επειδή η αισθητική περιλαμβάνει και τις μορφές αλλά και την οργάνωση των σημασιών και τη μορφή των σημαινόντων και των σημαινομένων, μα και το περιεχόμενο των σημαινομένων. Κατ' αυτόν τον τρόπο η ιδεολογία, η φιλοσοφία, η πολιτική ιδεολογία και η ηθική θεώρηση ενός έργου σχετίζονται έμμεσα με τη δυναμική, την προοπτική, την αξία ενός καλλιτεχνικού κινηματογραφικού έργου. Μια ιδεολογικοφιλοσοφική θεώρηση ανοιχτόμυαλη, ουμανιστική, κριτική, ανοιχτή και δυναμική, δηλαδή με ανοιχτούς ορίζοντες και ευρύτητα πνεύματος και αναζήτησης, μπορεί πιθανά να ενεργοποιήσει ακόμη περισσότερο την αισθητική δυναμική ενός έργου, την αισθητική αξία του στυλ και του μορφικού ύφους του, να το ανεβάσει σε ένα συνθετότερο και ανώτερο – από σημασιολογική, νοηματική άποψη – επίπεδο. Πρέπει δηλαδή να κρίνουμε τα έργα τέχνης και τα φιλμ αποσυνδεμένοι από μια στενή, σχηματική ιδεολογικοπολιτική κριτική του έργου, ώστε να εκτιμήσουμε την αισθητική αρτιότητά του, μα σε ένα δεύτερο επίπεδο, σε μια δεύτερη φάση, οφείλουμε να πάρουμε υπόψη μας και να επανεκτιμήσουμε την ιδεολογικοφιλοσοφική του διάσταση και δυναμική. Το καλλιτεχνικό έργο και το φιλμ, είναι σε τελική ανάλυση σχετικά αυτόνομο από το ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο στο οποίο γεννιέται, αν και προσδιορίζεται έντονα, καθοριστικά, από αυτό.
Στην πραγματικότητα, η ιδεολογία και η ηθική στάση, η ηθική και φιλοσοφική οπτική, είναι συνδεδεμένες με την αισθητική του έργου, δεν είναι διόλου τυχαίο πως ο πάπας της nouvelle vague Ζαν-Λυκ Γκοντάρ είπε πως το πού θα επιλέξεις να τοποθετήσεις την κάμερά σου είναι σε τελική ανάλυση ηθικό ζήτημα, όταν έγραφε για σκηνοθέτες όπως ο Ροσελίνι, ο Ρενουάρ και άλλους κινηματογραφικούς δημιουργούς. Πράγματι, οι μορφικές, στυλιστικές επιλογές, η μορφική κι αισθητική προσέγγιση των θεμάτων εμπεριέχουν μια φιλοσοφική κοσμοθεώρηση. Ο σκηνοθέτης δημιουργεί, κατασκευάζει αυτά ή τα άλλα πλάνα με τον ένα ή άλλον τρόπο, γιατί το ύφος αυτό, αυτή η μέθοδος εργασίας και προσέγγισης της κινηματογραφούμενης πραγματικότητας, του φιλμαριζόμενου αντικειμένου – που δημιουργούνται από την ίδια την κινηματογράφηση και σκηνοθεσία – ταιριάζουν με την α ή β μεθοδολογία και κοσμοθεώρηση. Να προσθέσουμε αυτό που υπογράμμισε για τον κινηματογράφο και τη σκηνοθεσία, ο σπουδαίος θεωρητικός του σινεμά Αντρέ Μπαζέν, εμπνευσμένος από τη φαινομενολογική φιλοσοφία και θεώρηση. Πως το σινεμά είναι μια τέχνη που τα υλικά της, έτσι όπως περιέχονται στα πλάνα, αποτελούνται από (οπτικά) κομμάτια της πραγματικότητας, καθ' όσον η κάμερα τα συλλαμβάνει. Είναι αυτή η ξεχωριστή ιδιότητα και ικανότητα του σινεμά, του να θεμελιώνεται και να στηρίζεται σε (φιλμαρισμένα) κομμάτια πραγματικότητας, φυσικούς ή δομημένους χώρους, τοπία, πρόσωπα, αυθύπαρκτα αντικείμενα, π.χ. σπίτια, αυτοκίνητα και μηχανήματα, φυσικά ή οικοδομημένα ντεκόρ, σώματα ανθρώπων και ζώων, που το κάνει τόσο αληθινό, δυνατό, επιδραστικό και λαϊκό καλλιτεχνικό μέσο...
Ορισμένα ελληνικά κινηματογραφικά ή πεζογραφικά έργα αριστερής έμπνευσης περιέχουν κάποιες πολιτικές σχηματικότητες κι απλοϊκότητες εντυπωσιακές. Αρκετοί σύγχρονοι Έλληνες πεζογράφοι ή κινηματογραφιστές έχωναν στα έργα τους κολακείες προς την αριστερά για να πουλήσουν και ενδεχομένως να τις πιστεύουν αφελώς και οι ίδιοι... Αυτό δεν είναι το είδος “διανοούμενου” καλλιτέχνη που εκτιμώ. Για πολλά χρόνια στην Ελλάδα δεν νοείτο διανοούμενος που να μην είναι αριστερός, όμως αυτοί έχουν καταπιεί αδιαμαρτύρητα σημεία και τέρατα, παραβιάσεις των στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και (“πολιτικά”) εγκλήματα... Φυσικά ο λογοτέχνης έχει το ελεύθερο να πλάθει ακόμη και τα υπαρκτά ή ιστορικά πρόσωπα όπως του αρέσει, να παραστήσει τον Τζακ αντεροβγάλτη, τον Χίτλερ ή τον Στάλιν ευαίσθητους ποιητές κλπ. Εν πάση περιπτώσει αντικειμενικά ορισμένοι Έλληνες αριστεροί καλλιτέχνες δεν γνωρίζουν από πολιτική (η πολιτική γνώμη τους κινείται σε επίπεδο συζήτησης καφενείου) και προκειμένου να γράφουν ιδεολογικοπολιτικές ανοησίες καλύτερα να μην γράφουν για θέματα που δεν γνωρίζουν. Είδα ταινίες του ΝΕΚ των δεκαετιών του 1970 και του 1980, και διάβασα αρκετά σύγχρονα νεοελληνικά μυθιστορήματα (μα και μελέτες για το σοσιαλιστικό κίνημα, για τα οποία έγραψα βιβλιοκριτικές, π.χ. βιβλιοκριτικές δοκιμίων για τη σοσιαλδημοκρατία). Ξαναβλέποντας τα παραπάνω φιλμ του ΝΕΚ και ξαναδιαβάζοντας ελληνική σύγχρονη πεζογραφία, έβγαλα το συμπέρασμα πως τα (κοινωνικοπολιτικά) προοδευτικά και αριστερά έργα προωθούνται, σπρώχνονται περισσότερο από τα υπόλοιπα, χωρίς να σημαίνει πως είναι καλύτερα. Βρίσκονταν καβάλα στο (ιδεολογικοπολιτικό) κύμα της εποχής, ταίριαζαν περισσότερο από τα άλλα με το προοδευτικό ρεύμα & την κυρίαρχη ιδεολογία της εποχής στο πεδίο της λογοτεχνίας, των γραμμάτων και των τεχνών. Κατά συνέπεια ήταν ενίοτε υπερεκτιμημένα, έπαιρναν δώρο ένα μπόνους λόγω αριστερής ιδεολογίας.... Αν κανείς θέλει να φτιάξει μια επιτυχία, που θα γίνει πλατιά αποδεκτή, πρέπει να κινηθεί στο προοδευτικό τοπίο και στην ανάλογη θεματική. Και στη λογοτεχνία και στο ελλην.σινεμά κάποιοι έχτισαν καριέρες πάνω στο ότι έφτιαξαν κάποιο αριστερό έργο ή εντάχτηκαν σε ένα αριστερό κόμμα (συμπεριλαμβάνω το πολιτικό σύμπλεγμα της πασοκοαριστεράς) ή δήλωσαν συνεπείς αριστεροί (ανεξαρτήτως καλλιτεχνικού έργου). Ένα θέμα στον κινηματογραφικό και λογοτεχνικό κόσμο είναι η σχέση του "δηλώνω αριστερός" και του παραχθέντος καλλιτεχνικού έργου, θέλω να πω πως ίσως αρκούσε να δηλώσεις αριστερός αν και το έργο σου δεν ήταν μαρξιστικής κατεύθυνσης (εδώ να προσθέσω πως το να παράγεις έργο μαρξιστικής ιδεολογίας δεν ήταν εύκολο στην Ελλάδα, ίσως γιατί απλά οι αριστεροί καλλιτέχνες δεν γνώριζαν τον μαρξισμό, με λίγες εξαιρέσεις όπως τον Θ. Αγγελόπουλο).
Σωστή κινηματογραφική κριτική είναι να μορφοποιείς έναν αυθύπαρκτο λόγο, με δική του οντότητα και δυναμική· έναν λόγο περί τέχνης και κινηματογράφου, ο οποίος αποτελεί αυτός καθαυτός αυτόφωτη έκφραση, είτε γράφοντας αναλύσεις, είτε μελέτες, είτε κριτική του φιλμ, είτε προσωπικά κείμενα με αξιώσεις λογοτεχνικής γραφής. Με άλλα λόγια η κριτική κινηματογράφου είναι η εργασία ενός τεχνοκρίτη ο οποίος κρίνει ή αναλύει το φιλμ ως αισθητικό-νοηματικό σύνολο, δημιουργώντας κάτι αυτόνομο, χωρίς εκ παραλλήλου να χάνει την επαφή με το ίδιο το έργο. Η ισορροπία αυτή είναι λεπτή μα αναγκαία. Η κριτική πρέπει να διατηρεί τη σχέση με το φιλμικό αντικείμενό της, ενώ παράλληλα γενικεύει και διευρύνει τους ορίζοντες του αναγνώστη προς μια ευρύτερη εποπτεία. Δεν μπορεί να περιορίζεται στην επιπόλαιη παρουσίαση. Αντίθετα εμβαθύνει στην ταινία, προσπαθεί να ανακαλύψει τις σημασίες της, να διερευνήσει τις μορφές και την αισθητική της, να την τοποθετήσει στο γενικότερο πλαίσιο στο οποίο αυτή ανήκει, κινηματογραφικά, αισθητικά και ιδεολογικοφιλοσοφικά. Ο ρόλος τής κριτικής είναι να φωτίσει τις διαφορετικές πλευρές του έργου τέχνης, να αναδείξει και να αναλύσει τις ιδιαιτερότητές του, να αποκαλύψει την τροχιά που διαγράφει ανάμεσα στα άλλα φιλμ, ανάμεσα στα ρεύματα της σύγχρονης τέχνης και σκέψης, θεωρίας ή ιδεολογίας. Τέλος να παροτρύνει τους δημιουργούς να κατανοήσουν ορισμένες πλευρές του έργου τους. Η κριτική πραγματοποιεί διάλογο με το φιλμ. Προσεγγίζει την κινηματογραφική γλώσσα του. Προτείνει ορισμένες αναγνώσεις της κινηματογραφικής γραφής, των σημασιών και του ύφους, των στυλιστικών επιλογών της ταινίας. Διερευνά το φιλμικό κείμενο, προσπαθώντας να κρατήσει ζωντανή τη διάσταση της απόλαυσής του. Να αποκαλύψει τα μυστικά του και να διατηρήσει τη φρεσκάδα και την παρθενικότητα στο βλέμμα του κριτικού ως θεατού. Δεν περιορίζεται σε ρητορικά σχήματα και βαθμολογήσεις.
Βεβαίως μια ασήμαντη ταινία δεν δίνει και πολλά ερεθίσματα, δεν δίνει το έναυσμα για ολοκληρωμένη κριτική. Οι κριτικοί κινηματογράφου είναι υποχρεωμένοι να ασχοληθούν και με τις κακές ταινίες. Στην πραγματικότητα, το μοντέλο τής συνοπτικής, δημοσιογραφικής παρουσίασης ταιριάζει μόνο σ’ αυτές τις μέτριες ταινίες. Ο κριτικός για να γράψει καλά, χρειάζεται να διαθέτει πνευματική καλλιέργεια και κινηματογραφικές γνώσεις. Η γενική κουλτούρα είναι πολυτιμότερη απ’ τις εξειδικευμένες γνώσεις και τις πληροφορίες. Είναι σημαντικότερο, ο κριτικός να έχει γνώσεις και καλλιεργημένες ευαισθησίες -για παράδειγμα, γύρω από το μυθιστόρημα και τη ζωγραφική- παρά να γνωρίζει στην εντέλεια λεπτομέρειες περί τεχνικής ή το παγκόσμιο πανόραμα των ταινιών και των κινηματογραφικών συντελεστών… Χρειάζεται άρα η σφαιρική κουλτούρα, η γενική εποπτεία των τεχνών και των ρευμάτων σκέψης, η φιλοσοφία της τέχνης.