«Ήμουν δυνατή, εκείνος όχι, έτσι ήμουν εγώ που πήγα στον πόλεμο για να υπερασπιστώ τη Δημοκρατία … Του έγραφα ότι μου έλειπε τρομερά. Και επίσης ότι ήμουν τρομερά ευτυχισμένη».
Είναι η πρώτη και η τελευταία αράδα του πρώτου κεφαλαίου του μυθιστορήματος που αποκαλύπτουν λιτά και λακωνικά το θέμα του, αλλά και κάποιες πλευρές της προσωπικότητας της Κόστανς Τόμπσον ή αλλιώς του -κατά τον πόλεμο στρατιώτη- Ας Τόμπσον.
Η Frances Clayton, μία από τις γυναίκες που μεταμφιέστηκε σε άνδρα για να πολεμήσει.
Το Neverhome φωτίζει τον Αμερικανικό Εμφύλιο (1861-1865) μέσα από μια ιδιαίτερη «χαραμάδα» της ιστορίας: o Εμφύλιος μέσα από την ιστορία και τα βίωματα μιας γυναίκας, της Κόνστανς, που ως Ας πια ενδύεται τη στρατιωτική στολή αλλά και το αρσενικό φύλο και κατατάσσεται στα στρατεύματα των Βορείων. Φρεσκοπαντρεμένη, αφήνει τον πολυαγαπημένο της Βαρθολομαίο και το κτήμα της, για να υπερασπίσει τα ιδανικά της ή και για να γνωρίσει τον εαυτό της;
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, ο/η Ας έρχεται σε επαφή με τη στρατιωτική ζωή, μαθαίνει τον πόλεμο: «Ήθελα να πιάσω το κεφάλι του νεκρού και να το κρατήσω στην αγκαλιά μου, αλλά δεν το έκανα, αφού ήξερα ότι σκέψεις όπως αυτή ήταν ένα από τα πράγματα που επίσης έπρεπε να μάθω να σκοτώνω». Τα ηρωικά της κατορθώματα της χαρίζουν το προσωνύμιο «ο Γενναίος Ας», της γράφουν μπαλάντα, εμφορείται γενικότερα από συναισθήματα αγαλλίασης, γενναιότητας, ηρωισμού και νοσταλγίας για τον Βαρθολομαίο της και για τη γη που άφησε πίσω. Σύντροφoς στις σκέψεις της είναι ο διάλογος με την από χρόνια πεθαμένη μητέρα της, της οποίας τα λόγια ακούγονται ως διφορούμενοι χρησμοί κάποιου μάντη. Το δεύτερο μέρος είναι αυτό που αποκαλεί η ίδια η ηρωίδα ως την κόλασή της. Μάχες σώμα με σώμα, ακρωτηριασμοί, θάνατοι («ο θάνατος ήταν το εσώρουχο που φορούσαμε όλοι»), προδοσίες, εγκλεισμός της σε φρενοκομείο-φυλακή, τρέλα, ένας κόσμος παραδομένος στη δίνη και στον όλεθρο του πολέμου. Ο εσωτερικός διάλογος με τη μητέρα χάνεται, μονάχα ονειροπολήσεις τη συνδέουν με την παλιά της ζωή, καθώς και η σκέψη και τα γράμματα του Βαρθολομαίου. Το κτήμα τους μαθαίνει ότι έχει καταληφθεί από αντάρτες-ληστές. Θέλει να επιστρέψει να υπερασπίσει τα του οίκου της. Το τρίτο μέρος είναι η επιστροφή από «νόστο», αλλά και από ένα αίσθημα τακτοποίησης λογαριασμών. Αφού βρίσκει στο σπίτι της γυναίκας του στρατηγού της περιστασιακά τη γαλήνη, ξεσπά επιτέλους αποκαμωμένη σε λυτρωτικά και οδυνηρά συνάμα αστείρευτα δάκρυα, συνεχίζει το ταξίδι της επιστροφής προς τον άντρα της και το κτήμα της. Τα αποτυπώματα του πολέμου έχουν αλλάξει τη μορφή της: «δεν υπήρχε τίποτε άλλο παρά αίμα στα μάτια του (της)».
Στον Αμερικανικό Εμφύλιο, οι γυναίκες που συμμετείχαν ήταν κυρίως νοσηλεύτριες και κατάσκοποι, κάποιες άλλες, όμως, όπως έδειξε η ιστορική έρευνα πολέμησαν στα πεδία των μαχών, μεταμφιεσμένες/ντυμένες άντρες.
Διαβάστε τη συνέχεια